Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Γιατί οι ξένοι «παίζουν» την Ελλάδα

H διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους διεθνείς δανειστές, η πρώτη ουσιώδης από την επιβολή των μνημονίων το 2010, έχει αποκτήσει μια απροσδόκητη – από τους περισσότερους τουλάχιστον – διεθνή δυναμική, η οποία της δίνει τη δυνατότητα να προσδοκά βασίμως κέρδη από αυτή.

Στο ευρωπαϊκό πεδίο η πολιτική συγκυρία μοιάζει ευνοϊκή καθώς οι θεσμικοί δανειστές και χώρες εντός και εκτός ευρωζώνης εμφανίζονται...
θετικά διακείμενοι στη χαλάρωση της λιτότητας, η οποία κατά γενική ομολογία έχει δημιουργήσει πλήρες αδιέξοδο και έχει οδηγήσει στην καταστροφή την ελληνική οικονομία και κοινωνία.

Αν κάποιος εξαιρέσει την Ισπανία και την Πορτογαλία, οι οποίες βαδίζουν προς εθνικές εκλογές τους επόμενους μήνες, με κίνδυνο ανατροπής των κυβερνήσεών τους, και συντάσσονται ασμένως με την πλευρά της Γερμανίας προς υπεράσπιση της πολιτικής τους, ή τις χώρες - δορυφόρους της Γερμανίας, όπως η Ολλανδία και η Φινλανδία, σε μια σειρά μεγάλες, πολιτικά και οικονομικά κρίσιμες χώρες της Ευρώπης, αλλά και θεσμούς της ηπείρου μας, κάποια από τα αιτήματα της Ελλάδας βρίσκουν ευήκοα ώτα.

Ένας παράγοντας με τεράστιο ειδικό βάρος είναι η πολιτική αστάθεια, η οποία απειλεί πολλές από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες η προοπτική της κοινωνικής καταστροφής λόγω της λιτότητας, σε συνδυασμό με την απέχθεια για τη γερμανική παντοδυναμία, προκαλεί επώδυνες πολιτικές αναταράξεις.

Ας δούμε σε ποιο μήκος κύματος κινούνται οι παραπάνω παράγοντες και γιατί υποστηρίζουμε ότι το κλίμα προσφέρει ευκαιρίες για την Ελλάδα αυτή την περίοδο. 


Ευρωπαϊκοί θεσμοί και ΔΝΤ

1. Η Κομισιόν καλοβλέπει την κατάργηση του τεχνικού σκέλους της τρόικας, καθώς ο επικεφαλής της επιτροπής, ο κατά κανόνα διαλλακτικότερος – εν συγκρίσει με τη Γερμανία – πρόεδρός της Ζαν Κλοντ Γιούνκερ έχει από τον Μάιο του 2014 ταχθεί υπέρ αυτής της προοπτικής, και μάλιστα σε ελληνικό μέσο ενημέρωσης: την ιστοσελίδα Euro2day και τη δημοσιογράφο Αγγελική Παπαμιλτιάδου. Έλεγε τότε ο Γιούνκερ:

«Θα έλεγα όχι πως η τρόικα είναι αντιδημοκρατική, καθώς διορίζεται έμμεσα από εκλεγμένους πολιτικούς, πιστεύω όμως ότι ο πρόεδρος του Eurogroup πρέπει να συμμετέχει ενεργά σε αυτή γιατί πρεσβεύει όλες τις διαφορετικές χώρες. Πιστεύω ότι οι πολιτικοί πρέπει να πάρουν τα ηνία της τρόικας και όχι μη εκλεγμένοι αξιωματούχοι διεθνών οργανισμών».

Επιπλέον ο Γιούνκερ είναι ο εμπνευστής του ομώνυμου επενδυτικού «πακέτου» για το σύνολο της Ε.Ε., ύψους 315 δισ. ευρώ, το οποίο πέρασε από τα σαράντα κύματα, αλλά εν τέλει έγινε αποδεκτό από τη Γερμανία, έστω και πετσοκομμένο, και σύμφωνα με τους αισιόδοξους, αν λειτουργήσει θετικά, ενδέχεται έως και να τριπλασιαστεί τα επόμενα χρόνια.

Γι’ αυτό χαλάρωση της λιτότητας και ανάπτυξη δεν είναι έννοιες εντελώς ασύμβατες με τη στροφή που επιχειρεί η Κομισιόν. Το ζήτημα είναι αν θα υπάρξει το κατάλληλο πολιτικό περιτύλιγμα για να προχωρήσει η κατάργηση του σχήματος χωρίς να δοθεί η εντύπωση ότι Γερμανία και Κομισιόν υποχωρούν μπροστά στην Ελλάδα ή συγκρούονται γι’ αυτήν.

2. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – και αυτή μετά κόπων και βασάνων λόγω των γερμανικών αντιρρήσεων – συμβάλλει δειλά σε μια ευρωπαϊκή στροφή προς τη νομισματική χαλάρωση μέσω του χρηματοδοτικού «πακέτου Ντράγκι». Το εν λόγω «πακέτο» στην πραγματικότητα καταστρατηγεί εμμέσως την καταστατική αρχή της τράπεζας να μην χρηματοδοτεί τα κράτη – αγοράζει ομόλογα κρατών από τράπεζες, οι οποίες όμως τα έχουν αγοράσει από κράτη.

Για τα ομόλογα χωρών με υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Για τις χώρες με ιδιαίτερα χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση – δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου – ο όρος είναι να βρίσκονται σε ένα πρόγραμμα από κοινού συμφωνημένο με την ευρωζώνη.

Η ΕΚΤ ωστόσο – αντίθετα με τα όσα διαδίδουν στην Ελλάδα οι... «κραγμένοι» μνημονιακοί – δεν περιγράφει ένα συγκεκριμένο είδος προγράμματος και, πολύ περισσότερο, δεν απαιτεί ένα μνημόνιο όπως αυτό που λήγει. Η απαίτησή της είναι το όποιο ισχύον πρόγραμμα να είναι συμφωνημένο με την ευρωζώνη.

Η δημοσιευθείσα πρόθεσή της να αποχωρήσει από την τρόικα ενδέχεται να αποτελέσει τον καταλύτη για τη διάλυση αυτού του σχήματος. Όμως σύγκρουση της ΕΚΤ με τη Γερμανία για χάρη μας δεν νοείται...

3. Το ΔΝΤ, τέλος, έχει κατ’ επανάληψη διαπιστώσει δημοσίως ότι στην Ελλάδα η υπερφορολόγηση των μεσαίων και χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων έχει πιάσει «ταβάνι» και, σε συγχορδία τόσο με τη Γερμανία όσο και με τα μεγάλα ΜΜΕ του πλανήτη, υποστηρίζει εσχάτως ότι οι ελληνικές ελίτ, οι οποίες φέρουν κατ’ εξοχήν την ευθύνη για την κρίση, παραμένουν στο απυρόβλητο ύστερα από μια πενταετία μνημονίων.

Κατά συνέπεια το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει βρεθεί συχνά τους τελευταίους μήνες να συμφωνεί με την τέως αντιπολιτευτική και νυν κυβερνητική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ περί φορολόγησης του μεγάλου πλούτου και μεταρρυθμίσεων που θα επικεντρώνονται στην πλήρη αναδιάρθρωση του κράτους με στόχο την πάταξη της διαφθοράς και της παραοικονομίας.

Έχει επίσης κατά καιρούς ταχθεί υπέρ του κουρέματος του ελληνικού δημόσιου χρέους στο σκέλος που αφορά τους Ευρωπαίους θεσμικούς δανειστές – αν και τελευταία η θέση του αυτή έχει ατονήσει.

Βρετανία και αντιευρωπαϊσμός

Η δεύτερη οικονομική δύναμη της Ε.Ε., διατηρώντας σε προτεραιότητα τη ρητορική περί μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής τάξης, η οποία άλλωστε αποτελεί την κορωνίδα όλων των δυνάμεων που παίζουν σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο οικονομικό παιχνίδι, τάσσεται υπέρ της χαλάρωσης της λιτότητας και επιχειρεί να τονίσει τη σημασία της ανάπτυξης για την έξοδο από την κρίση. Εδώ σημειώνουμε δύο ακόμη παράγοντες που καθιστούν ενδιαφέροντα – και δυνάμει φιλελληνικό – τον βρετανικό ρόλο:

1. Η κυβέρνηση Κάμερον, έχοντας να αντιμετωπίσει έναν αντιγερμανικό και αντι-Ε.Ε. οικονομικό εθνικισμό, που εστιάζεται στην τραπεζική αυτονομία του λονδρέζικου «Σίτι» έναντι της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης και εκπροσωπείται δυναμικά από τον απρόβλεπτο Νάιτζελ Φάραντζ και το κόμμα του, παίζει «επικίνδυνα», στο όριο του... «ατυχήματος», με την προοπτική εξόδου από την Ε.Ε., ένα ερώτημα το οποίο θα τεθεί και σε δημοψήφισμα με μη προβλέψιμο αποτέλεσμα.

2. Οι αντιπολιτευόμενοι Εργατικοί βλέπουν να εμφανίζεται απροσδόκητα στους κόλπους τους – ύστερα από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα – ένα αίτημα για αριστερή στροφή με αποκατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων, αυξήσεις μισθών κ.λπ. Το θατσερικό μοντέλο ενδέχεται να αμφισβητηθεί πολύ σοβαρότερα αν μια σύγκρουση της «μισητής» Γερμανίας με την Ελλάδα λάβει συμβολικό χαρακτήρα.

Συνεπώς για τις μεγάλες βρετανικές πολιτικές δυνάμεις μια σύντομη συμβιβαστική λύση μοιάζει να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα.

Η Γαλλία και ο κίνδυνος Λεπέν

Η τρίτη οικονομική δύναμη της Ε.Ε. και δεύτερη της ευρωζώνης βρίσκεται ίσως στην πιο δύσκολη θέση. Η αδύναμη κυβέρνηση Ολάντ, που σύντομα υποτάχθηκε στη γερμανική ισχύ, παρά τις αρχικές διακηρύξεις της, παίζει με τα πολιτικά της όρια και τις μικρές αντοχές της και βυθίζεται διαρκώς στον βάλτο των αντιφάσεών της.

1. Αυτή την εποχή επιχειρεί να εφαρμόσει ένα άτυπο μνημόνιο νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα επιβεβλημένο από τη Γερμανία, το οποίο – παρά την κραυγαλέα, πλην συμφωνημένη με τη Μέρκελ, παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας – όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση με τον ηγεμονικό ευρωπαϊκό ρόλο της Γαλλίας, αλλά πληγώνει βαριά τα λαϊκά στρώματα. Η απειλή για επίσημο κατρακύλισμα της γαλλικής οικονομίας στην κρίση είναι συνεχώς παρούσα την τελευταία τριετία.

2. Η προϊούσα αποδυνάμωση της γαλλικής οικονομίας και η σταδιακή απαξίωση του γαλλικού ρόλου στην Ευρώπη – υπό τη βαριά γερμανική σκιά – τροφοδοτεί διαρκώς το Εθνικό Μέτωπο, έως που η ηγέτιδά του Μαρίν Λεπέν να προβάλλει σταδιακά ως φαβορί για την προεδρία της Γαλλίας. Εδώ πρέπει οπωσδήποτε να σημειώσουμε ότι η Λεπέν δεν τάχθηκε τυχαία υπέρ του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ:

♦  Αν η Ελλάδα ηττηθεί κατά κράτος από τη Μέρκελ, η ήττα της – ύστερα από πέντε χρόνια οικονομικής πολιτικής παρόμοιας με την επιβαλλόμενη στη Γαλλία – και η εμβάθυνση της καταστροφής και της υποτέλειάς της θα τροφοδοτήσουν τα επόμενα λεπενικά συνθήματα με ευθεία αναφορά στον «λίγο» Ολάντ. Το σημερινό σύνθημα της Λεπέν περί εξόδου από το – καταστροφικό για την υπόσταση των ευρωπαϊκών εθνών και κοινωνιών – ευρώ ίσως αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη δυναμική.

♦  Αν η Ελλάδα καταφέρει να νικήσει τη γερμανική ακαμψία – και μάλιστα με τρόπο θριαμβευτικό –, τότε η Λεπέν θα χρησιμοποιήσει τη χώρα μας και την κυβέρνησή της ως σύμβολο της αντίθεσης στη Γερμανία και την (εκπορευόμενη από την ύπαρξη του ευρώ) ισχύ της.

Ο ίδιος ο Ολάντ ποτέ δεν είδε με καλό μάτι το ενδεχόμενο μιας «συμμαχίας του Νότου» κατά της Γερμανίας. Όμως η κυβέρνησή του, παρά τη γερμανική πίεση, έχει κάθε λόγο να στηρίξει μια όσο το δυνατόν συντομότερη συμβιβαστική διευθέτηση της ελληνογερμανικής διαφοράς με τις λιγότερες απώλειες για κάθε πλευρά.

Όσο πιο γρήγορα εκτονωθεί η κρίση, τόσο μικρότερη η πολιτική ζημιά της κυβέρνησης Ολάντ. Να προσθέσουμε και την επιβεβαίωση – έστω επικοινωνιακή – του κεφαλαιώδους ρόλου της στον περίφημο «γαλλογερμανικό άξονα», τον οποίο τόσο μεγάλη σπουδή επέδειξε να τονίσει ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Μισέλ Σαπέν στη συνάντησή του με τον Βαρουφάκη. Όπως άλλωστε και την πίεση που ασκείται από την αριστερή πτέρυγα των Γάλλων Σοσιαλιστών για καλύτερες σχέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ και την ανάλογη πολιτική στροφή.

Η ιστορικά καλή σχέση Γαλλίας και Ελλάδας είναι πάντα σημαντική, αλλά οι πολιτικές ανάγκες της κυβέρνησης Ολάντ είναι, στην τρέχουσα συγκυρία, ακόμη σημαντικότερες...

Η Ιταλία και ο φιλόδοξος Ρέντσι

Η τέταρτη οικονομία της Ε.Ε. και τρίτη της ευρωζώνης ζει μια πολιτική κατάσταση εξίσου ιδιόμορφη – με πολλά κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και διαφορές – με εκείνη της Γαλλίας.

1. Η κυβέρνηση Ρέντσι – όπως αυτή του Ολάντ – επιχειρεί να εφαρμόσει ένα άτυπο, εκπορευόμενο από τη γερμανική υπόδειξη, μνημόνιο, αλλά με (παρόμοιες με αυτές προς τη Γαλλία) άτυπες διευκολύνσεις για καταστρατήγηση του Συμφώνου Σταθερότητας, το οποίο, λίγο μετά την ψήφισή του, μοιάζει με κουρελού.

2.  Ο Ρέντσι – σε αντίθεση με τον Ολάντ – είναι νέος, χαίρει εκτίμησης στο εσωτερικό της Ιταλίας διότι εμφανίζεται ως πόλος αντίθετος στη γερμανική παντοδυναμία και συχνά διεκδικητικός, είναι σχετικά δεκτικός σε ένα είδος «συμμαχίας του Νότου» και πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι το χτίσιμο του πολιτικού μέλλοντός του θα μπορούσε να περάσει και μέσα από τον ηγετικό ρόλο του σε αυτή τη «συμμαχία».

3.  Δεν πρέπει άλλωστε να παραβλέπουμε ότι ήδη στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος η πίεση για αριστερή στροφή – ύστερα από την επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και την αξιοπρεπή εκλογική επίδοση της «Άλλης Ευρώπης με τον Τσίπρα» στις ευρωεκλογές – έχει δημιουργήσει επιπλέον πιέσεις για τον Ρέντσι.

4.  Ένα ακόμη σοβαρότερο στοιχείο στην ιταλική πολιτική σκηνή είναι η – αξιοσημείωτη – αντίθεση στο ευρώ, η οποία, αν και κατά καιρούς εμφανίζεται με δυνάμει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά στις δημοσκοπήσεις, δεν έχει βρει αξιόπιστη πολιτική έκφραση.

Η διαφθορά, η ηθική έκπτωση και η φυλάκιση του Μπερλουσκόνι, η εξαιρετικά προβληματική πολιτική και οργανωτική έκφραση των «Πέντε Αστέρων» του Γκρίλο και ο αυστηρά ταξικός και τοπικιστικός – υπέρ του πολύ πλούσιου Βορρά και εναντίον του πολύ φτωχού Νότου – χαρακτήρας της Λέγκας του Βορρά δεν επιτρέπουν προς το παρόν μια ενιαία και συνεκτική πολιτική έκφραση αντιευρωπαϊσμού ή αντιγερμανισμού.

Η προοπτική αυτή όμως παραμένει πάντα ενεργή και εξαιρετικά απειλητική για το ιταλικό πολιτικό σύστημα. Σε ένα τέτοιο εκρηκτικό πλαίσιο, με τις κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις να ρέπουν προς την όξυνσή τους στο πλαίσιο του άτυπου μνημονίου, ο Ρέντσι, ως εξαιρετικά φιλόδοξος νέος πολιτικός, καλοβλέπει το «μοντέλο Τσίπρα» στην Ελλάδα ως θεμέλιο μιας πολλά υποσχόμενης πολιτικής καριέρας.

Η ανησυχία στο Βερολίνο και η πρόβλεψη συμβούλων της Μέρκελ ότι θα εξελιχθεί σε έναν από τους «επαναστάτες του Νότου» είναι ήδη εμφανής, ωστόσο σε καμιά περίπτωση ο Ρέντσι δεν φαίνεται ακόμη διατεθειμένος για μια μείζονα σύγκρουση με τη Γερμανία. Το σημαντικό για την Ελλάδα και την κυβέρνησή της πάντως είναι ότι μπορεί να ποντάρει στην ιταλική διάθεση για διαμεσολάβηση και στήριξη ένα από τα χαρτιά της στη διαπραγμάτευση με το Βερολίνο.
 
Οι ΗΠΑ και η παγκόσμια ασφάλεια

Μια από τις πιο ηχηρές παρεμβάσεις στο ζήτημα της ελληνικής διαπραγμάτευσης με τη Γερμανία για χαλάρωση της λιτότητας και την έξοδο από τα γερμανικής «εμπνεύσεως» μνημόνια είναι αυτή του Μπάρακ Ομπάμα, του προέδρου των ΗΠΑ, ο οποίος έκανε προ ημερών τη σημαντικότερη δήλωσή του για το ελληνικό θέμα.

Ο Ομπάμα και η κυβέρνησή του δεν παρεμβαίνουν πρώτη φορά ούτε για την κρίση του ευρώ ούτε για την Ελλάδα. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι ΗΠΑ – μαζί με την Κίνα – έκαναν τη σημαντικότερη παρέμβαση υπέρ της διατήρησης της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ στον προηγούμενο κύκλο της ελληνογερμανικής όξυνσης, με την απειλή ενός Grexit πιο ρεαλιστική από ποτέ.

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών – χωρίς να απέχει από την παρότρυνση για οικονομικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική πειθαρχία – δήλωσε με αδιαμφισβήτητη σαφήνεια (και με ξεκάθαρο αποδέκτη τη Γερμανία) ότι δεν είναι δυνατόν να «στύβεις» οικονομικά κάποιον που δεν αντέχει άλλο. Συνεπώς, είπε, η ανάπτυξη είναι ο δρόμος εξόδου από την κρίση. Τα λόγια αυτά ειπώθηκαν ελάχιστα πριν ανακοινωθούν δύο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για την Ελλάδα πρωτοβουλίες του Ομπάμα:

♦ Η συνάντησή του με την Άνγκελα Μέρκελ τη Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου στην Ουάσιγκτον, με θέμα, μεταξύ πολλών άλλων, την ευρωπαϊκή κρίση και την αντιμετώπισή της.

♦ Η αποστολή στην Ελλάδα ενός κλιμακίου Αμερικανών «σοφών» για ζητήματα οικονομίας, εν όψει της ελληνικής διαπραγμάτευσης για το ζήτημα του χρέους, της επιτήρησης κ.λπ.

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι το αμερικανικό «χαρτί» – το οποίο ουδέποτε αξιοποιήθηκε σοβαρά από την κυβέρνηση Σαμαρά – υπήρξε, στο πεδίο της πολιτικής επένδυσης, υψηλής προτεραιότητας από την πλευρά του Τσίπρα, παρά τις επιφυλάξεις πολλών στον ΣΥΡΙΖΑ για τους πολύ γνωστούς και σοβαρούς ιστορικούς λόγους. Και ορθώς ο νυν πρωθυπουργός πήρε στα σοβαρά την αμερικανική «επένδυσή» του.

Αν όμως θέλουμε να δούμε ρεαλιστικά τη σημασία του ρόλου των ΗΠΑ στο «ελληνικό ζήτημα», οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε μερικά σημαντικά δεδομένα, ώστε να μην καλλιεργούνται ανεδαφικές προσδοκίες σε έναν λαό ο οποίος έχει υποφέρει τα πάνδεινα και αντιμετωπίζει, ίσως, με υπερβολική αισιοδοξία όλους εκείνους που για τους δικούς τους – πρωτίστως – λόγους τάσσονται υπέρ της χώρας μας.

1. Οι ΗΠΑ και ο Ομπάμα δεν είναι a priori εχθροί και ανταγωνιστές της Γερμανίας και της Μέρκελ. Κάθε άλλο. Η πρόσφατη κατάληξη της εμπορικής Διατλαντικής Συμφωνίας καθιστά ΗΠΑ και Γερμανία εταίρους υψηλής προτεραιότητας. Συνεπώς στο άμεσο μέλλον οι Αμερικανοί θα έχουν ως κύριο στόχο την αποσόβηση κάθε ανατάραξης που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο έναν τεράστιο, ενιαίο, πολιτικά και διοικητικά συμπαγή και πάμπλουτο εμπορικό πελάτη τους.

2. Οι ΗΠΑ και ο Ομπάμα δεν είναι a priori φίλοι και σύμμαχοι της Ελλάδας. Η χώρα μας υπήρξε πάντα σημαντική γι’ αυτούς λόγω της γεωστρατηγικής θέσης της. Σε συνθήκες αποσταθεροποίησης ολόκληρης της περιοχής μας και της Ουκρανίας, με το Ισλαμικό Κράτος και την Αλ Κάιντα να πρωταγωνιστούν σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, με το στρατιωτικό ξύπνημα της Κίνας και τη διεκδίκηση ενός νέου βαρύνοντος ρόλου τόσο από αυτήν όσο και από τη Ρωσία, το σπάσιμο οποιουδήποτε κρίκου στην αλυσίδα συμμάχων των ΗΠΑ θα μπορούσε να διαταράξει επικίνδυνα τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες.

Γι’ αυτό ο Ομπάμα παρότρυνε δημοσίως τη Γερμανία να μην στύβει αυτούς που δεν αντέχουν άλλο. Μια συναινετική λύση είναι επιθυμία και των ΗΠΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την τύχη να αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση σε μια περίοδο που ο ρόλος της Ελλάδας εκ των πραγμάτων αναβαθμίζεται. Αν εκμεταλλευθεί αυτή τη χαραμάδα, την οποία ο ίδιος άλλωστε δημιούργησε την προηγούμενη διετία, ίσως καταφέρει να αποσπάσει κάποιο παραπάνω κέρδος.

Η «ακίνητη» και «ανίκητη» Γερμανία

Η φραστική διαμάχη της ελληνικής κυβέρνησης με τη Γερμανία γίνεται εν πολλοίς εκτός ατζέντας.

♦ Η Γερμανία φωνάζει για την τήρηση των δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις την ώρα που η κυβέρνηση δεσμεύεται για... μεταρρυθμίσεις, και μάλιστα σε σημεία της γερμανικής ατζέντας που δεν υπηρετήθηκαν από τις μνημονιακές κυβερνήσεις, όπως η διαφθορά και το κράτος.

♦  Ο Σόιμπλε αποκλείει οριζοντίως και καθέτως κάθε πιθανότητα διαγραφής του ελληνικού χρέους, αλλά φαίνεται να απαντάει στις... προεκλογικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ – και μάλιστα πολύ πριν από τις εκλογές – και όχι τις σημερινές περί αναδιάρθρωσης με αναπτυξιακό πρόσημο.

♦ Ακόμη οι Γερμανοί αποκλείουν κατηγορηματικά την κατάργηση του ρόλου των δανειστών (τρόικα) την ώρα που η κυβέρνηση δεν αμφισβητεί τίποτε περισσότερο από την (τεχνικού και όχι πολιτικού χαρακτήρα) αποστολή των τεχνοκρατών της. Αντιθέτως η Αθήνα και δέχεται και επιδιώκει τη διαπραγμάτευση με τα μέλη της τρόικας των δανειστών (Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ), με τους οποίους ήδη συναντιούνται Τσίπρας και Βαρουφάκης.

Στην πραγματικότητα ο καυγάς είναι άνευ ουσίας και αποσκοπεί στο χαμήλωμα των τόνων από την ελληνική πλευρά. Η Γερμανία τηρεί στάση αναμονής για να διαπιστώσει ποια είναι η πραγματική σχέση του αντιπολιτευτικού ΣΥΡΙΖΑ με τον κυβερνητικό. Η προχθεσινή δήλωση της Μέρκελ ότι «περιμένουμε τις προτάσεις και μετά θα αρχίσουμε συζητήσεις, (...) δεν θέλω να σχολιάσω μεμονωμένα όλες τις λεπτομέρειες που διαδίδονται» περιγράφει εν πολλοίς τη γερμανική στάση.

Η Γερμανία είναι ένα βαρύ σκαρί, που στρίβει αργά. Χρειάστηκαν οι πιέσεις των Αμερικανών (και των Κινέζων) – όπως αποκάλυψε πρόσφατα ο τέως υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τιμ Γκάιτνερ – το 2012 ώστε να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ. Χρειάστηκε να γίνει ολόκληρος πόλεμος για να αποδεχθεί τελικά το «πακέτο Γιούνκερ». Χρειάστηκε να πιέσει όλος ο πλανήτης για να γίνει αποδεκτή μια ποσοτική χαλάρωση από τον Ντράγκι υπό στενούς όρους και προϋποθέσεις. Όμως εν τέλει υποχώρησε – λελογισμένα – σε όλα.

Η Μέρκελ δεν ρισκάρει ούτε τη σταθερότητα του πολύτιμου γι’ αυτήν ευρώ ούτε την πολιτική κυριαρχία στη χώρα της. Γι’ αυτό είναι απίστευτα δύσκολη διαπραγματεύτρια, αν και λιγότερο δογματική από τον Σόιμπλε.

Η Γερμανία, λοιπόν, δεν είναι εντελώς ακίνητη – και ενδεχομένως ούτε ανίκητη. Αρκεί στην Αθήνα να γίνει κατανοητό ότι η διαπραγμάτευση δεν είναι ένα σπριντ μεγάλης έντασης, όπου μετρούν η εκρηκτικότητα και η ταχύτητα και όπου όλα τελειώνουν σε μερικά δευτερόλεπτα, αλλά ένας μαραθώνιος, στον οποίο ο νικητής πρέπει, επιπλέον των παραπάνω, να διαθέτει στρατηγική και να κάνει σωστή επιλογή ρυθμού και δυνάμεων ώστε να μην εξαντληθεί η αντοχή του.

Σταύρος Χριστακόπουλος από το Ποντίκι