Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Γραφείο Προϋπολογισμού: Στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα

Τη διαπίστωση ότι δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον μνημόνιο που λήγει στα τέλη του έτους εκφράζει, σε έκθεσή του, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Τονίζει ότι η Ελλάδα συνεχίζει να διαπραγματεύεται ζητήματα της υφιστάμενης συμφωνίας χωρίς πυξίδα για την επόμενη ημέρα. Υπογραμμίζει, επίσης, ότι αν και το μείζον σήμερα είναι η ανάπτυξη, στο ζήτημα «προβάλλονται διαφορετικές αντιλήψεις, που όμως, δεν εξηγούνται ούτε...
τεκμηριώνονται επαρκώς».

Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, στο εισαγωγικό σημείωμα της τριμηνιαίας έκθεσής του (Ιουλίου – Σεπτεμβρίου) που δημοσιοποίησε την Τετάρτη, σημειώνει πως «η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές κι ευρωπαϊκό περιβάλλον, σαν να είναι “πάνω σε κινούμενη άμμο”».

Οι συντάκτες της έκθεσης τονίζουν ότι «συμπτωματικό της ρευστής κατάστασης είναι, επίσης, ότι δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον “μνημόνιο” (που τελειώνει το 2014)». Σχολιάζουν πως οι αναγγελίες για την επόμενη μέρα «επαναλαμβάνουν γενικούς στόχους (ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας κλπ) χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα».

Παράλληλα, επικρίνουν την μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης, κάνοντας λόγο για «δισταγμούς και ανακολουθίες» αλλά και για «ανυπαρξία συντεταγμένης αναπτυξιακής πολιτικής», ενώ μιλούν και για «ασάφεια των θέσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης» που «δεν συμβάλλουν στη δημιουργία κλίματος σταθερότητας στην οικονομική πολιτική», καταλήγοντας: «Έτσι θα αποθαρρύνονται σοβαρές επενδύσεις που κατά κανόνα χρειάζονται σταθερό και άρα προβλέψιμο πολιτικό περιβάλλον».

«Λιγότερη λιτότητα, περισσότερες και βαθύτερες μεταρρυθμίσεις συν ευρωπαϊκή “αλληλεγγύη”» προτείνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής ως ενδεδειγμένη οικονομική πολιτική για το άμεσο μέλλον.

Στην έκθεση δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη ανάγκη συνεργασίας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, κατά την μετάβαση από την σταθεροποίηση στην διατηρήσιμη ανάπτυξη. Επισημαίνεται ότι θα έπρεπε πρωτίστως να είναι ελληνική υπόθεση ένα νέο πρόγραμμα που θα στόχευε στην ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης, ωστόσο, η σύνταξη ενός αξιόπιστου αναπτυξιακού προγράμματος θα πρέπει να στηρίζεται «σε φθηνούς πόρους που προέρχονται από τον ΕΜΣ, ΕΚΤ και άλλους ευρωπαϊκούς θεσμούς».

Γραφείο Προϋπολογισμού για το ζήτημα της ανάπτυξης

Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής υπογραμμίζει ότι «το μείζον σήμερα είναι η ανάπτυξη που εστιάζει στην καινοτομία και παραγωγικότητα και, συναφώς στην αναδιάρθρωση της παραγωγής και όχι στη δημιουργία θέσεων εργασίας σε καταστήματα εστίασης κλπ».

Στο πλαίσιο αυτό, στην έκθεση σημειώνεται: «Κάθε σχέδιο ανάπτυξης προϋποθέτει ένα σαφές σχέδιο διανομής κι επομένως, μέτρα αναδιανομής αυτόν το σκοπό πρέπει να υπηρετούν. Αναδιανομή για την ανάπτυξη επιβάλλει μια βαθιά φορολογική μεταρρύθμιση, όπως άλλωστε έχουν αναγνωρίσει οι μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις. Επίσης, κοινωνική πολιτική σε σαθρά οικονομικά θεμέλια δεν γίνεται».

Όπως επισημαίνεται, «στο ζήτημα της ανάπτυξης προβάλλονται διαφορετικές αντιλήψεις, που όμως, δεν εξηγούνται ούτε τεκμηριώνονται επαρκώς. Έτσι, από τη μια μεριά, η έμφαση στον ρόλο των ιδιωτικών επενδύσεων τείνει να παραβλέψει τη σημασία σταθερών κανόνων του παιχνιδιού, ποιοτικής “διακυβέρνησης” και καλά επιλεγμένων κρατικών επενδύσεων σε υποδομές και από την άλλη, η πεποίθηση ότι το κράτος είναι η λύση, παραβλέπει τις ιστορικές εμπειρίες εδώ και αλλού. Κατά τη γνώμη μας κάθε κυβέρνηση, επιζητώντας την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα σε κράτος και αγορά θα πρέπει να λάβει υπόψη (α) τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εμπειρίες, (β) τον μη αμφισβητούμενο πυρήνα της εξελισσόμενης συναίνεσης στην Ευρώπη και (γ) τις ιδιαιτερότητες μιας οικονομίας, όπως η ελληνική, που είναι παγιδευμένη σε φαύλους κύκλους. Σε διαφορετική διατύπωση: το τέλος του “μνημονίου” και η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δε σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δε βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Όλα αυτά πρέπει να αντιμετωπισθούν με την εφαρμογή ενός πειστικού αναπτυξιακού προγράμματος, που όμως δεν υπάρχει ή δεν έχει ανακοινωθεί».

Από papaioannou-giannis