Mε «το σπαθί και το άροτρο» έλεγαν οι πρώτοι
Ρωμαίοι, πλην όμως το σπαθί θερίζει ό,τι οργώνει το άροτρο, όπως
απέδειξαν στη συνέχεια οι εργολάβοι του πολέμου. Στη δική μας ιστορία το
άροτρο το λένε τρακτέρ και το σπαθί το λένε δάνειο. Χρέος.
Είναι μερικές μέρες
που δεν θέλεις να γράψεις, αλλά πρέπει να γράψεις. Με την άκρη του
ματιού, σαν να μη θέλεις να διαβάσεις, έχεις διαβάσει για τον γεωργό
κάπου εκεί στον Νότο, λίγο πιο κάτω απ’ τα μέρη σου τα μέρη του, γνωστά κι αυτά και οικεία, για τον γεωργό λοιπόν, ετών 71, που πήγε, βρήκε μια ελιά και κρεμάστηκε. Παύση...
Δειλινό στ’ ανοιχτά της Πύλου,
δώρο των θεών στους ανθρώπους. Πιο βόρεια κι εγώ, στα πέριξ του Πύργου,
γνώρισα στα πεδινά και στα ορεινά πολλούς γεωργούς. Ανθρωποι...
από χώμα
και δουλειά. Φαμελιάρηδες. Η Αστέρω η φοράδα, ο Ταρζάν ο σκύλος, η
μυρωδιά της σταφίδας να λιάζεται στ’αλώνια, οι καλαμιές στα στρατόνια
φοβιστικές σαν νύχτωνε και οι καλύβες. Τα θερινά παλάτια δηλαδή στα
χωράφια των Κολυραίων δίπλα απ’ τις αρχαίες όχθες του Αλφειού, και η
μπύρα Φιξ, όταν πρωτοεμφανίσθηκε πανηγυρικά, δεκαετία του ’60, κάνοντας
στην άκρη το κρασί, αλλά όχι τις γουρνοπούλες, στο πανηγύρι της
Αγουλινίτσας, με τα κλαρίνα να σκούζουν σαν γάτες μέσα από
αρπακολλατζίδικα μπουλούκια μουσικάντηδων της συμφοράς - τέλεια.
Στα ορεινά, δίπλα στις όχθες
του Ερυμάνθου αυτήν τη φορά. Ανθρωποι από ζωές γεμάτες μύθους και
ιστορίες, όμως ας αφήσουμε τις αναμνήσεις μου, δεν θέλω να γράψω για
αυτές ή μάλλον γράφω για αυτές για να εξορκίσω αυτά για τα οποία πρέπει
να γράψω.
Δεν γνώριζα τον άνθρωπο ως πρόσωπο,
διάβασα για αυτόν και κατάλαβα ότι θα γνωρίζετε πολλούς σαν αυτόν. Οι
αγρότες, όπως είναι ο συνήθης όρος για τους γεωργούς στις εφημερίδες, κυρίως όταν έχουν την τιμητική τους, όπως επί «εκσυγχρονισμού», όταν τα τσιράκια της διαπλοκής τους στόλιζαν καφενόβιους και τεμπέληδες,
κάθε φορά που έβαζαν μπροστά τα τρακτέρ για να βρουν κάποιο απ’ το
δίκιο τους. Μεγάλη (χρονικώς) ιστορία, πολύπλοκη. Επιδοτήσεις που
σκάρτεψαν την αλήθεια της εργασίας, εκμαυλισμός με δανεικά κι αγύριστα,
πελατειακές σχέσεις, φθηνή (μαύρη κι άραχλη) δουλειά των αλλοδαπών,
εποχιακοί νομάδες - ήρθαν ορισμένοι γεωργοί και πλούτισαν, κάτι σαν
μικρογαιοκτήμονες. Αιχμαλωτίσθηκαν σε μικρούς χρεωμένους κλήρους οι
πολλοί. Και ξενιτεύθηκαν οι περισσότεροι στις πόλεις, ελληνικές και
ξένες, προλετάριοι και υποπρολετάριοι.
Στο μεταξύ τα περισσότερα απ’ τα
παιδιά τους σπούδασαν, οι υπόλοιποι έμειναν να λέμε για αυτούς
το 2014 ό,τι λέγαμε και το 1974 με μικρές παραλλαγές. Για τη διαφορά
τιμής απ’ το χωράφι στο ράφι, για τις σοδειές καλές-κακές το ίδιο, για
τους έμπορους, τις λαϊκές αγορές, τα χρέη, τη λειψανδρία, τη
μετανάστευση.
Δεν πήρε στην Ελλάδα αστική αύρα η ύπαιθρος κι όπου κάτι άλλαξε, άλλαξε προς το νεοπλουτέ, κι αν άλλαξε προς το καλό, άλλαξε με το ζόρι.
Μετανάστες Ελληνες
που επέστρεψαν με τη σύνταξη στα χωριά τους και μετανάστες αλλοδαποί
που ήρθαν για δουλειά στα χωράφια, είναι που έδωσαν κάποια ζωή στα χωριά
μαζί με τους ντόπιους να μοχθούν για να αναθρέψουν τα παιδιά τους και
να κρατηθούν στον τόπο τους με τις ομορφιές και τα χούγια του, τα
ντέρτια, τα νιτερέσα και τους τρόπους του. Ο εβδομηνταενάχρονος κώλωσε,
έκοψε το νήμα κι έφυγε. Μπήκε, λέει η τράπεζα στον λογαριασμό του, του
πήρε 3.000 ευρώ, του άφησε 80 κι όλα μέλι γάλα (για την τράπεζα), η
σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι (για τον αγρότη). Τα χρέη τον βασάνιζαν από καιρό. Είχε πελαγώσει. «Ποιος του φταίει; ας μη χρεωνότανε» θα έλεγε άσχετος τις φωστήρας ή κάποιος πεμπτοφαλαγγίτης απ’ τα τσιράκια
του συστήματος στα ΜΜΕ. Τράβα εσύ, φωστήρα μου, να καλλιεργήσεις, χωρίς
να χρεωθείς. Τράβα να αλλάξεις καλλιέργεια και (όλη της την υποδομή)
χωρίς να χρεωθείς. Κάτσε να σου έρθουν δυο στραβές χρονιές (διότι δεν
είχε κέφια ο Πανάγαθος κι αμόλαγε χαλάζια) χωρίς να χρεωθείς.
Εβδομήντα ενός
χρονών, υποθέτω 50 χρόνια στα χωράφια και η σύνταξη, σύνταξη... ΟΓΑ!
Στα χωράφια πεθαίνουν οι περισσότεροι γεωργοί. Εκεί, όσο κρατούν τα
χέρια τους κι όσο βαστούν τα πόδια τους. Οσο αντέχουν το άδικο. Η καλή
μας τράπεζα αντελήφθη (υπό την πίεσιν δικηγόρου) το άδικο που έκανε κι
επέστρεψε τα τρία χιλιάρικα, όμως για τον γεωργό ήταν πια αργά. Μας είχε σιχαθεί. Πήγε και βρήκε μια ελιά. Αρχαίο δένδρο ιερό. Για αυτό το διάλεξε και ο Βενιζέλος.
Βγάζει λάδι η ελιά, κι εμένα λάδι θα με βγάλει, σου λέει, ο σοφός αυτός
ανήρ. Εχει και κλαδιά η ελιά, να βγαίνουν στο κλαρί και Κασσής και Τζαμτζής και Ρήγας,
διότι χωρίς επαναστάτες της φακής, ανεβαίνει η τιμή του γάλατος.
Προσέτι επιπλέον και πάνω απ’ όλα η ελιά, άμα είναι γριά και πονηρή
(όσον ο δικομματισμός), διαθέτει και κουφάλες. Σωστός ο
Βενιζέλος! τι να διαλέξει ως έμβλημα; την άκαρπη συκιά; θα τον ξέραινε ο
Κύριος. Διάλεξε μια ελιά, να την ξεράνει ο ίδιος.
Παλιά η ιστορία του γεωργού που σιχάθηκε, κουράστηκε, απελπίσθηκε και αυτοκτόνησε. «Με το σπαθί και το άροτρο» (το σπαθί για την ελευθερία και το άροτρο για το φαΐ στο τραπέζι) υπερασπιζόταν την πατρίδα ο γεωργός, με το σπαθί η πατρίδα του έκανε το άροτρο ζυγό.
Αρχαία ιστορία, με πολλές παραλλαγές, η ίδια ως τις μέρες μας.
Στην κηδεία του γεωργού, η τράπεζα θα στείλει στεφάνι, μην έχετε καμμιά
αμφιβολία, το έχω δει με τα ματάκια μου να γίνεται και σε άλλων που
τους έφαγαν τα χρέη, το ξόδι.
Τω καιρώ εκείνω, μετά
τον κάματο της ημέρας (πόλεμο τον έλεγαν), σαν έγερνε ο ήλιος, οι
γεωργοί μαζεύονταν στην καντίνα, μια τσιγκινοκαλαμένια καλύβα, κι έπιναν
το ούζο τους με στραγάλια, λίγο πριν να επιστρέψουν για το βραδινό στο
σπίτι.
Αλλες εποχές. Πολλοί απ’ αυτούς πέρασαν από πολέμους και καταστροφές, μερικοί είχαν χτίσει μια και δυο φορές το σπίτι τους, κανενός όμως την καρδιά
δεν είχε βαρύνει η μακρά ειρήνη η δική μας, είτε τράπεζα τη λένε, είτε
ρωμαίικο δοβλέτι, με τέτοια ποσότητα κόπρου στα ανθρώπινα, που δύσκολα
θα ξέπλενε ακόμα και ο Ηρακλής ενώνοντας τον ρουν του Αλφειού με
εκείνους του Λάδωνα και του Ερύμανθου...
Του Στάθη από enikos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου