ταν όλοι τους εκεί. Ένα τσούρμο ηλικιωμένων ανθρώπων, άλλων καλογερασμένων και άλλων κακογερασμένων, όλων όμως με το μέλλον πίσω τους. Μια μελαγχολική εικόνα στα όρια της θλίψης, που θύμιζε σύναξη αποστράτων ή απόδοση τιμής σε κάποιον σπουδαίο αποθανόντα, που τον θυμήθηκαν μόνο οι συνομήλικοί του. Μια σειρά από σπασμένα πορτρέτα του Ντόριαν Γκρέι, με όλη την δυσθυμία και τη μισανθρωπία του παλιού σταρ που τον ξέχασαν τα φλας και οι κάμερες και τους το ανταποδίδει αποστρέφοντας το βλέμμα του απ’ αυτές, προκειμένου να μας χαρίσει...
μόνο ένα αλαζονικό προφίλ. Μάταια. Ο φόβος μπροστά στην ιδέα ότι οι καλές μέρες πέρασαν δεν κρύβεται. Αποτυπώνεται σε κάθε ρυτίδα εκείνων που έζησαν το παρόν τους χωρίς την παραμικρή γενναιοδωρία για το μέλλον.
μόνο ένα αλαζονικό προφίλ. Μάταια. Ο φόβος μπροστά στην ιδέα ότι οι καλές μέρες πέρασαν δεν κρύβεται. Αποτυπώνεται σε κάθε ρυτίδα εκείνων που έζησαν το παρόν τους χωρίς την παραμικρή γενναιοδωρία για το μέλλον.
Ηταν όλοι τους εκεί. Ένα σουβλάκι από φάτσες που κατέλαβαν ολοκληρωτικά τον δημόσιο λόγο και τους μηχανισμούς του πριν μια εικοσαετία και απέκλεισαν κάθε άλλη συζήτηση, κάθε άλλη αφήγηση ή ερμηνεία, ως λαϊκιστική και μνησίκακη απέναντι στο όραμα της ισχυρής Ελλάδας, του «εκσυγχρονισμού» και της ευρωλαγνείας. Ένα σμήνος εξωτικών πουλιών που άσκησαν επί μια δεκαετία την πολιτική τους με τον πιο αυτιστικό τρόπο, μονοπωλώντας την ιδέα της νεωτερικότητας και της προόδου, με τρόπο ώστε η αναχώρησή τους να βρει τη χώρα γεμάτη από αναχρονιστικούς αντιδραστικούς που προβάλλονταν ως η εναλλακτική επιλογή στην εκδοχή του Σημίτη.
Ηταν όλοι τους εκεί. Ο Χρήστος Πρωτόπαππας, πρόεδρος της ΓΣΕΕ πριν από καμιά 25αριά χρόνια σε ηλικία 35 ετών, χωρίς να έχει εργαστεί ποτέ του, που λίγα χρόνια μετά μεταπήδησε στην άλλη πλευρά του τραπεζιού των διαπραγματεύσεων κι έγινε υπουργός Εργασίας, όπως συνέβαινε με τους συνδικαλιστές και στην Ισπανία του Φράνκο. Σίγουρα βρέθηκε στο Ακροπόλ, στη συνάντηση για την κεντροαριστερά, μη ανεχόμενος κάποιους παλαιοσυνδικαλιστές εργατοπατέρες που παριστάνουν τώρα τους αριστερούς αντί να αφήσουν χώρο σε ένα νέο και ανεξάρτητο συνδικαλισμό.
Ο Τάσος Γιαννίτσης, πρωτοπόρος υπουργός Εργασίας, ο πρώτος που κατάφερε να κατεβάσει 1 εκατομμύριο εργαζόμενους στον δρόμο, όταν ακόμα οι Στουρνάρες και οι Παπακωνσταντίνου έβρεχαν τις πάνες τους. Από τότε περνάει τον καιρό του αρθρογραφώντας στον ΔΟΛ, λέγοντας ότι αν τότε είχαν περάσει οι προτάσεις του δε θα βρισκόμασταν σήμερα στη θέση να τις υλοποιούμε. Θα ερχόταν να συνεχίσει το έργο του, αλλά δεν προλαβαίνει. Ηδη αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το ΔΣ του ΔΟΛ για να αφοσιωθεί στη δουλειά του στα Ελληνικά Πετρέλαια.
Ο Νίκος Γκαργκάνας, οικονομικός σύμβουλος πίσω από κάθε πολιτική λιτότητας του ελληνικού κράτους τα τελευταία 30 χρόνια, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας την εποχή της μεγάλης φούσκας (2002-2008), ο άνθρωπος που το πρωί δήλωνε σε συνέντευξη τύπου ότι πρέπει να ποινικοποιηθεί η συζήτηση για αύξηση των μισθών χαρακτηρίζοντας «εξωφρενικές» τις αυξήσεις του μηνιάτικου κατά 1 ευρώ και το ίδιο μεσημέρι αύξανε μόνος του τον δικό του κατά 70%, στα 6 χιλιάρικα το μήνα. Αυτός που έπιανε στα χέρια του μισθούς, τους εξαφάνιζε και τους έκανε μερίσματα μετόχων. Ηταν εκεί σίγουρα γιατί εξακολουθεί να αγωνιά πώς σκορπιέται το δημόσιο χρήμα.
Ηταν κι άλλοι. Ο Νίκος Μπίστης, για τον οποίον το «58» έχει συμβολική σημασία –τόσα είναι τα κόμματα και οι οργανώσεις που έχει αλλάξει ως τώρα στη ζωή του.
Ο Γρηγόρης Ψαριανός, ένας από τους λίγους καλλιτέχνες που έκανε την τέχνη ζωή και υλοποίησε το στιχουργικό του όνειρο να «κλάνει στης βουλής τα έδρανα» -συνήθως μάλιστα όχι στα έδρανα, αφού του αρέσει να κάθεται στην πόρτα με το πιστολάκι παρά πόδα, έτοιμος να πάει ή να μην πάει για κατούρημα, ανάλογα με τις ανάγκες των ψηφοφοριών.
Ο Πέτρος Κουναλάκης, που το 1993 –εκπροσωπώντας τάχα την Αριστερά- έλεγε για τους συγκεντρωμένους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ στο Σύνταγμα ότι «χοροπηδάνε σαν πίθηκοι», αλλά 20 χρόνια μετά, με τους «πίθηκους» φευγάτους, μπορεί να πάρει τον μισανθρωπισμό και την αγοραφοβία του και να πάει από εκεί να τα πει με ανθρώπους του επιπέδου του. Αγαπημένο παιδί του ΔΟΛ κι αυτός.
Ηταν κι εκλεκτοί εκπρόσωποι των τεχνών και των γραμμάτων. Ο Ηλίας Κανέλλης –καλά, κι άλλος του ΔΟΛ;- που δίδαξε αριστερό ήθος πρωταγωνιστώντας περήφανα σε απεργοσπασίες.
Η Σώτη Τριανταφύλλου, που έχει αναλάβει το ηράκλειο έργο της σύζευξης του αριστερού φιλελευθερισμού με τον ρατσισμό, την ομοφοβία και τα μεσοαστικά συμπλέγματα.
Ο Γιάννης Μπέζος, που πανηγύριζε τις απολύσεις των συναδέλφων του από την τηλεόραση γιατί δεν είχαν ποιότητα κι έπειτα γύριζε καινούριο σίριαλ σε σκηνοθεσία του Αντρέι Ταρκόφσκι κι ο Νίκος Πορτοκάλογλου που υπερηφανεύεται από καιρό σε καιρό ότι κατάφερε να κάνει καριέρα χωρίς να είναι αριστερός (ούτε Εβραίος, ούτε ομοφυλόφιλος).
Ηταν και φρέσκα άφθαρτα πρόσωπα, σαν τον Απόστολο Κακλαμάνη και τον Βασίλη Κοντογιαννόπουλο, που ήθελε να ξαναφέρει τις ποδιές στα σχολεία το 1990.
Είναι βέβαια χαριτωμένο να αντιλαμβάνεσαι ότι το σύστημα δεν έχει εφεδρείες σε προσωπικό πέραν κάποιων γερόντων που ουδείς θυμόταν αν ζούσαν ή αν πέθαναν. Κι είναι καλό που όλο αυτό το τσίρκο προσεταιρίστηκε τη λεγόμενη «Κίνηση των 58», γιατί η κίνηση πάντα βοηθά και στην αρτηριοσκλήρυνση και στην κυκλοφορία του αίματος. Υπάρχει ωστόσο σε όλη αυτή την παράσταση ένα σφάλμα λογικής –ένα κενό στο σενάριο, για να παραμείνουμε πιστοί στη θεατρικότητα της σύναξης.
Ολοι αυτοί ήρθαν να μας κουνήσουν το δάκτυλο και να μας πουν ότι δε μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και να επιστρέψουμε στην κατάσταση πριν το 2008. Αυτό είναι αλήθεια. Μόνο που αφορά κυρίως τους ίδιους. Αυτούς που για μια εικοσαετία μας έλεγαν να σκάσουμε και να καταπιούμε τη μιζέρια μας, γιατί οδηγούν την Ελλάδα στο ευρώ, στην πρώτη ταχύτητα του κόσμου, στην αειφόρο ανάπτυξη και στην πολιτιστική άνθιση του «κουλ» και της άνεσης. Και την οδήγησαν στα μαγκάλια, τις αυτοκτονίες, τους πλειστηριασμούς, τα χαρτόκουτα και την ανεργία. Και τώρα θέλουν να ξαναπάρουν το λόγο. Όμως, είναι όπως το λένε: δε μπορούμε να γυρίσουμε στην κατάσταση πριν το 2008. Hρθε η ώρα να πάψουν αυτοί.
Ο χώρος τους, αυτό το υπερταξικό μεταμοντέρνο μόρφωμα που ονομάστηκε με τον απολίτικο ευφημισμό «κεντροαριστερά», για το οποίο παραμένουν αλαζονικά βέβαιοι ότι είναι πλειοψηφικό στην ελληνική κοινωνία, δεν έχει άλλο αξιοπρεπή δρόμο πέρα από την πολιτική ευθανασία.
Μόνο πολιτική όμως, γιατί πολιτιστικά έχει να δώσει ακόμα. Το πρόγραμμα με τον ελέφαντα δεν ήταν κακό. Την επόμενη φορά όμως, να φέρουν και αρκούδες.
Tου Γιάννη Ανδρουλιδάκη, stokokkino
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου