Οι μαθητευόμενοι μάγοι της κυβέρνησης τα έκαναν... ρόιδο ακόμη μια φορά.
Μέσα σε τρία 24ωρα, στελέχη από όλα τα εμπλεκόμενα υπουργεία (Εσωτερικών, Οικονομικών, Εργασίας κ.λπ.) κατάφεραν, ύστερα από συντονισμένες σκέψεις και συσκέψεις, να συντάξουν αναλυτικότατο πόρισμα για να αποδείξουν ότι το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι ουτοπικό, ανεφάρμοστο και, αν ποτέ γινόταν απόπειρα να υλοποιηθεί, η χώρα και οι πολίτες της θα υπέφεραν ακόμη περισσότερο...
Μέσα σε τρία 24ωρα, στελέχη από όλα τα εμπλεκόμενα υπουργεία (Εσωτερικών, Οικονομικών, Εργασίας κ.λπ.) κατάφεραν, ύστερα από συντονισμένες σκέψεις και συσκέψεις, να συντάξουν αναλυτικότατο πόρισμα για να αποδείξουν ότι το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι ουτοπικό, ανεφάρμοστο και, αν ποτέ γινόταν απόπειρα να υλοποιηθεί, η χώρα και οι πολίτες της θα υπέφεραν ακόμη περισσότερο...
από ό,τι έχουν υποφέρει μέχρι σήμερα.
Εξαίσια δουλειά έκαναν οι τεχνοκράτες. Ουδέποτε όμως συνειδητοποίησαν ότι, στη μανία τους να ακυρώσουν τις προτάσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στην πραγματικότητα διέρρηξαν κάθε δεσμό με τα φτωχότερα και (δυστυχώς για την κυβέρνηση) πολυπληθέστατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Τι καταλαβαίνει ο μακροχρόνια άνεργος, ο χαμηλοσυνταξιούχος, ο φτωχός, ο μικροεισοδηματίας διαβάζοντας τη μακροσκελέστατη ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών; Ότι από αυτή την κυβέρνηση δεν μπορεί να προσδοκά κάτι, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον:
♦ Ο ΕΝΦΙΑ, κατ’ αυτούς, δεν γίνεται να καταργηθεί για να μην χαθούν 2 δισεκατομμύρια ευρώ.
♦ Επιδόματα ανεργίας δεν μπορούν να υπάρξουν και ας καταβάλλονται σήμερα σε μόλις 90.000 άτομα επί συνόλου ενός εκατομμυρίου ανέργων στον ΟΑΕΔ.
♦ Ούτε η 13η σύνταξη μπορεί να υπάρξει για αυτούς που διαβιούν με λιγότερα από 700 ευρώ τον μήνα.
Στην πολιτική κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ να απευθυνθεί σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα με συγκεκριμένες προτάσεις και να ορίσει προτεραιότητες (ουσιαστικά να ορίσει με σαφήνεια το γήπεδο στο οποίο κινείται και το κοινό στο οποίο απευθύνεται), η κυβέρνηση επέλεξε να απαντήσει μέσω τεχνοκρατών με φράσεις όπως:
♦ «Ο μόνος τρόπος για να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία είναι η μεταφορά πόρων προς τους εξαγωγικούς τομείς και η διεξαγωγή επενδύσεων από ελληνικά και ξένα κεφάλαια. Επομένως η ενίσχυση της ζήτησης, εάν προηγουμένως δεν έχει αναβαθμιστεί η παραγωγική δυνατότητα από την πλευρά της προσφοράς, θα οδηγούσε απλώς στην άνοδο των εισαγωγών, όπως συνέβη και στο πρόσφατο παρελθόν, και την επιστροφή σε ελλειμματικό Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών».
♦ «Δεν υπάρχει καμία τεκμηρίωση ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα έχει αναπτυξιακό αποτέλεσμα (πέρα από το δημοσιονομικό της κόστος). Αντιθέτως, είναι πολύ πιθανό ότι θα επιδράσει αυξητικά στο ποσοστό ανεργίας και θα πλήξει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, κυρίως των εξαγωγικών επιχειρήσεων, σε μία εποχή που η ανταγωνιστικότητα ανακάμπτει».
Η κυβέρνηση, λοιπόν, η οποία έχει – υποτίθεται με δεδομένη την παρουσία της τρόικας – το πεπόνι και το μαχαίρι για την άσκηση της οικονομικής πολιτικής, λέει ανοιχτά ότι σε αυτή τη φάση δεν πρέπει να τονωθεί η ζήτηση (δηλαδή να μην αυξηθούν κατώτατοι μισθοί, συντάξεις κ.λπ.) για να μην διακινδυνεύσουν η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης εξελίσσεται έτσι σε πολιτικό Βατερλό για το κυβερνών κόμμα, καθώς, εκεί που προσδοκούσαν ότι θα εξαγγείλουν γενναίες ελαφρύνσεις δίδοντας προοπτική και ελπίδα σε πολίτες - ψηφοφόρους, τελικά εμφανίστηκαν να απαντούν με μένος στην αντιπολίτευση ξεκαθαρίζοντας σε εκατομμύρια πολίτες (και μάλιστα τους έχοντες περισσότερη ανάγκη) ότι... λεφτά γιοκ.
Επιλογή «γηπέδου»
Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης χρησιμοποίησαν το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης για να ξεδιπλώσουν το πρόγραμμά τους. Διάνθισαν τις ομιλίες τους με έντονο προεκλογικό άρωμα, υποσχέθηκαν παροχές και έξοδο από τα μνημόνια. Δεν έκαναν όμως μόνον αυτά. Ουσιαστικά, μέσα από τις ομιλίες τους, επέλεξαν «στρατόπεδα». Οι υποσχέσεις του καθενός ήταν κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του εκλογικού σώματος στο οποίο ήθελε να απευθυνθεί ο κάθε πολιτικός αρχηγός.
1. Από τη μία ο Αντώνης Σαμαράς δεν συμπεριέλαβε ούτε μια λέξη στην ομιλία του για τα κατώτερα στρώματα: τους φτωχούς, τους ανέργους, τους χαμηλοσυνταξιούχους, ενώ δεν υποσχέθηκε καν ότι θα επαναληφθεί και το 2015 η διανομή του κοινωνικού μερίσματος σε αυτούς που εμφανίζουν τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Ό,τι είχε να πει ο πρωθυπουργός σε επίπεδο φορολογικών παροχών και διευκολύνσεων αφορούσε τις επιχειρήσεις, τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους με τα υψηλότερα εισοδήματα, στους στρατιωτικούς, ακόμη και μικρή μερίδα ιδιοκτητών ακινήτων (αυτών που έχουν περισσότερα από ένα ακίνητα στην κατοχή τους).
2. Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας «στόχευσε» στις (σαφώς πολυπληθέστερες) ομάδες των ανέργων, των χαμηλοσυνταξιούχων, των ανθρώπων που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, των μικροπαραγωγών κ.λπ.
Το αν τα όσα είπε καθένας γίνονται πιστευτά ή όχι από την κοινή γνώμη είναι άλλης τάξεως θέμα. Το αν το κόστος των «μέτρων Τσίπρα» είναι 11, 17 ή 27 δισεκατομμύρια ευρώ επίσης. Το ζήτημα είναι ότι, με μια προσεκτική ανάγνωση των ομιλιών που εκφώνησαν οι δύο πολιτικοί αρχηγοί, οι πολίτες - ψηφοφόροι γνωρίζουν πλέον τι μπορούν να περιμένουν από τον καθένα όταν θα έρθει η ώρα της εκλογής νέας κυβέρνησης.
Σαμαράς και Τσίπρας δεν περιορίστηκαν στην ανάδειξη ιδεολογικών διαφορών (αριστερός ή δεξιός, κρατιστής ή νεοφιλελεύθερος, υπέρμαχος του δημόσιου ή του ιδιωτικού ρόλου των τραπεζών), αλλά μπήκαν και σε... λεπτομέρειες ώστε οι ψηφοφόροι να γνωρίζουν – ίσως όχι με την ακρίβεια των αριθμών και των παραδειγμάτων, αλλά τουλάχιστον σε γενικές γραμμές – τι είναι αυτό που τους περιμένει αν ο ένας ή ο άλλος επικρατήσει στην εκλογική μάχη όποτε και αν αυτή γίνει.
Φορολόγηση ακινήτων
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να υπερασπίζεται τον ΕΝΦΙΑ. Αν όχι αυτόν καθ’ αυτόν τον φόρο, τουλάχιστον τη «λογική» του, η οποία είναι η εξής: φορολογούμε ό,τι ακίνητο υπάρχει επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο την περίφημη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης». Δεν γλιτώνει κανείς, ούτε καν οι ιδιοκτήτες πρώτης κατοικίας, ούτε και οι έχοντες την ψιλή κυριότητα φορολογούμενοι, οι οποίοι επί της ουσίας δεν έχουν καμία «εξουσία» πάνω στο ακίνητο και περιμένουν τον θάνατο του επικαρπωτή για να την αποκτήσουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, μιλάει πλέον ανοικτά για κατάργηση του ΕΝΦΙΑ με αυτή τη μορφή και την επαναφορά ενός φόρου τύπου ΦΜΑΠ, όπως αυτού που ίσχυσε στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια με εξαίρεση το 2008 και το 2009. Προφανώς οι μεγαλοϊδιοκτήτες δεν θα ήθελαν μια τέτοια εξέλιξη, κάτι που κατέστη σαφές και από την ανακοίνωση που εξέδωσε την Κυριακή η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων.
Η ΠΟΜΙΔΑ εκπροσωπεί κυρίως τους έχοντες μεγάλη περιουσία και δεν θα ήθελε μια τέτοια εξέλιξη. Είναι σαφής η αναφορά που συμπεριέλαβε σε γραπτή της ανακοίνωση:
«Οι εξαγγελίες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη σε σχέση με τη σχεδιαζόμενη επιβολή νέου “προοδευτικού Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ)” δείχνουν ότι ο ΕΝΦΙΑ μπορεί να μας φανεί πραγματικός “παράδεισος” σε σχέση με την “κόλαση” ενός “προοδευτικότερου” και “δικαιότερου” ΦΜΑΠ σαν αυτόν που σκιαγράφησε ο κ. πρόεδρος. Η διαφορά κατέστη σαφής και από την ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο Οικονομικών προχθές: η κυβέρνηση τάσσεται υπέρ του διευρυμένου φόρου εκτιμώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα χαθούν έσοδα άνω των δύο δισεκατομμυρίων ευρώ».
Φόρος εισοδήματος
Το υπουργείο Οικονομικών κατήγγειλε τον ΣΥΡΙΖΑ για την πρότασή του να προτείνει αύξηση του αφορολογήτου στα επίπεδα των 12.000 ευρώ. Υποστηρίζει ότι το μέτρο θα κοστίσει περίπου 2,5 δισ. ευρώ και θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών στα ανώτερα κλιμάκια («εννοεί ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα αυξήσει τους συντελεστές στα μεσαία κλιμάκια μεταξύ 12.000 - 42.000 ευρώ, όπου βρίσκεται και ο μεγάλος όγκος των φορολογουμένων;» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Εδώ βεβαίως υπάρχει μια ανακρίβεια από το υπουργείο Οικονομικών. Ο κύριος όγκος των φορολογουμένων δεν βρίσκεται πλέον στο εισοδηματικό κλιμάκιο από τα 12.000 έως τα 42.000 ευρώ, αλλά στο κλιμάκιο έως τα 12.000 ευρώ. Ανεξάρτητα από αυτό, και στο ζήτημα της φορολογίας τα δύο κόμματα έχουν επιλέξει διαφορετικά «στρατόπεδα».
Τι είπε στη δική του ομιλία ο Αντώνης Σαμαράς στη ΔΕΘ; Ότι θα μειώσει τον ανώτατο συντελεστή της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος μισθωτών - συνταξιούχων από το 42% που είναι σήμερα στο 32%. Σε ποιους απευθύνθηκε, δηλαδή, ο πρωθυπουργός; Στους έχοντες εισοδήματα άνω των 42.000 ευρώ από μισθούς και συντάξεις. Και ποιους δεν θέλει να πειράξει; Τα λεγόμενα «μεσαία» εισοδήματα. Αυτά πλέον ορίζονται και ποσοτικά. Η κυβέρνηση θέλει να απευθύνεται σε αυτούς που εξακολουθούν να εισπράττουν ποσά της τάξεως των 15.000 - 20.000 ευρώ.
Φορολόγηση επιχειρήσεων
Είναι σαφής ο διαφορετικός ρόλος που επιφυλάσσει το κάθε κόμμα για τον επιχειρηματικό κόσμο. Ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε ανοικτά ότι το μεγαλύτερο πακέτο των όποιων φορολογικών ελαφρύνσεων ουσιαστικά θα καταλήξει στις επιχειρήσεις. Η μείωση του φορολογικού συντελεστή από το 26% στο 15% συνιστά παροχή κόστους άνω του 1 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση ποντάρει στο ότι η μείωση των κερδών για τις επιχειρήσεις θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα του παραγόμενου προϊόντος και θα απελευθερώσει επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία – θεωρητικά – θα οδηγήσουν σε επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας. Αυτό, βέβαια, έχει πάντοτε τον κίνδυνο ο κρατικός προϋπολογισμός να απολέσει τα φορολογικά έσοδα και οι επιχειρήσεις, αντί να επανεπενδύσουν τα κεφάλαια, να τα βγάλουν εκτός συνόρων υπό μορφή μερισμάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, δεν μίλησε για βαρύτερη φορολόγηση των επιχειρήσεων από αυτή που υπάρχει σήμερα. Ουσιαστικά απέφυγε κάθε αναφορά με εξαίρεση τη χορήγηση επιδοτήσεων προκειμένου να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Ο ρόλος των τραπεζών
Στην ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών εμφανίστηκε κάθετα αντίθετο στο ενδεχόμενο να υπάρξει «σεισάχθεια» στα κόκκινα δάνεια, χωρίς βέβαια να ξεκαθαρίζει ποιες είναι οι πιθανότητες να εισπραχθούν τα ληξιπρόθεσμα ποσά, το ύψος των οποίων έχει φτάσει ήδη στα 77 δισ. ευρώ. Φοβάται ότι, μέσα από τη διευθέτηση των ιδιωτικών δανείων, θα απαιτηθεί νέα κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, με αποτέλεσμα να απαιτηθούν περισσότερα χρήματα, άρα αύξηση του δημόσιου χρέους.
Είναι ξεκάθαρη η διαφορετική αντίληψη και στο συγκεκριμένο θέμα, καθώς η μια πλευρά (ΣΥΡΙΖΑ) τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του ρόλου του Δημοσίου στη διοίκηση των τραπεζών, ενώ η πλευρά της Ν.Δ. προφανώς δεν θέλει να ακούει για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Από το Ποντίκι
Η ΠΟΜΙΔΑ εκπροσωπεί κυρίως τους έχοντες μεγάλη περιουσία και δεν θα ήθελε μια τέτοια εξέλιξη. Είναι σαφής η αναφορά που συμπεριέλαβε σε γραπτή της ανακοίνωση:
«Οι εξαγγελίες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη σε σχέση με τη σχεδιαζόμενη επιβολή νέου “προοδευτικού Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ)” δείχνουν ότι ο ΕΝΦΙΑ μπορεί να μας φανεί πραγματικός “παράδεισος” σε σχέση με την “κόλαση” ενός “προοδευτικότερου” και “δικαιότερου” ΦΜΑΠ σαν αυτόν που σκιαγράφησε ο κ. πρόεδρος. Η διαφορά κατέστη σαφής και από την ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο Οικονομικών προχθές: η κυβέρνηση τάσσεται υπέρ του διευρυμένου φόρου εκτιμώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα χαθούν έσοδα άνω των δύο δισεκατομμυρίων ευρώ».
Φόρος εισοδήματος
Το υπουργείο Οικονομικών κατήγγειλε τον ΣΥΡΙΖΑ για την πρότασή του να προτείνει αύξηση του αφορολογήτου στα επίπεδα των 12.000 ευρώ. Υποστηρίζει ότι το μέτρο θα κοστίσει περίπου 2,5 δισ. ευρώ και θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών στα ανώτερα κλιμάκια («εννοεί ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα αυξήσει τους συντελεστές στα μεσαία κλιμάκια μεταξύ 12.000 - 42.000 ευρώ, όπου βρίσκεται και ο μεγάλος όγκος των φορολογουμένων;» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Εδώ βεβαίως υπάρχει μια ανακρίβεια από το υπουργείο Οικονομικών. Ο κύριος όγκος των φορολογουμένων δεν βρίσκεται πλέον στο εισοδηματικό κλιμάκιο από τα 12.000 έως τα 42.000 ευρώ, αλλά στο κλιμάκιο έως τα 12.000 ευρώ. Ανεξάρτητα από αυτό, και στο ζήτημα της φορολογίας τα δύο κόμματα έχουν επιλέξει διαφορετικά «στρατόπεδα».
Τι είπε στη δική του ομιλία ο Αντώνης Σαμαράς στη ΔΕΘ; Ότι θα μειώσει τον ανώτατο συντελεστή της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος μισθωτών - συνταξιούχων από το 42% που είναι σήμερα στο 32%. Σε ποιους απευθύνθηκε, δηλαδή, ο πρωθυπουργός; Στους έχοντες εισοδήματα άνω των 42.000 ευρώ από μισθούς και συντάξεις. Και ποιους δεν θέλει να πειράξει; Τα λεγόμενα «μεσαία» εισοδήματα. Αυτά πλέον ορίζονται και ποσοτικά. Η κυβέρνηση θέλει να απευθύνεται σε αυτούς που εξακολουθούν να εισπράττουν ποσά της τάξεως των 15.000 - 20.000 ευρώ.
Φορολόγηση επιχειρήσεων
Είναι σαφής ο διαφορετικός ρόλος που επιφυλάσσει το κάθε κόμμα για τον επιχειρηματικό κόσμο. Ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε ανοικτά ότι το μεγαλύτερο πακέτο των όποιων φορολογικών ελαφρύνσεων ουσιαστικά θα καταλήξει στις επιχειρήσεις. Η μείωση του φορολογικού συντελεστή από το 26% στο 15% συνιστά παροχή κόστους άνω του 1 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση ποντάρει στο ότι η μείωση των κερδών για τις επιχειρήσεις θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα του παραγόμενου προϊόντος και θα απελευθερώσει επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία – θεωρητικά – θα οδηγήσουν σε επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας. Αυτό, βέβαια, έχει πάντοτε τον κίνδυνο ο κρατικός προϋπολογισμός να απολέσει τα φορολογικά έσοδα και οι επιχειρήσεις, αντί να επανεπενδύσουν τα κεφάλαια, να τα βγάλουν εκτός συνόρων υπό μορφή μερισμάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, δεν μίλησε για βαρύτερη φορολόγηση των επιχειρήσεων από αυτή που υπάρχει σήμερα. Ουσιαστικά απέφυγε κάθε αναφορά με εξαίρεση τη χορήγηση επιδοτήσεων προκειμένου να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Ο ρόλος των τραπεζών
Στην ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών εμφανίστηκε κάθετα αντίθετο στο ενδεχόμενο να υπάρξει «σεισάχθεια» στα κόκκινα δάνεια, χωρίς βέβαια να ξεκαθαρίζει ποιες είναι οι πιθανότητες να εισπραχθούν τα ληξιπρόθεσμα ποσά, το ύψος των οποίων έχει φτάσει ήδη στα 77 δισ. ευρώ. Φοβάται ότι, μέσα από τη διευθέτηση των ιδιωτικών δανείων, θα απαιτηθεί νέα κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, με αποτέλεσμα να απαιτηθούν περισσότερα χρήματα, άρα αύξηση του δημόσιου χρέους.
Είναι ξεκάθαρη η διαφορετική αντίληψη και στο συγκεκριμένο θέμα, καθώς η μια πλευρά (ΣΥΡΙΖΑ) τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του ρόλου του Δημοσίου στη διοίκηση των τραπεζών, ενώ η πλευρά της Ν.Δ. προφανώς δεν θέλει να ακούει για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Από το Ποντίκι
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου