Πρόκληση απέναντι στην ιστορική μνήμη συνιστά η επιδεικτική αδιαφορία με την οποία αποφάσισε να αντιμετωπίσει η Γερμανία την συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και τις εκδηλώσεις μνήμης που οργανώνονται σε πολλές χώρες της Ευρώπης φέτος και τα επόμενα χρόνια με αφορμή την επέτειο. Με βάση ανακοινώσεις που έγιναν στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου την Πέμπτη 16 Ιανουαρίου στο Βερολίνο η κυβέρνηση συνεργασίας Δεξιάς – Σοσιαλδημοκρατών θα βγάλει την υποχρέωση με μια…
έκθεση φωτογραφίας που θα αποτελείται από 26 αφίσες και θα παραθέτει την ιστορία της Ευρώπης από το 1914 μέχρι την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα ανατολικά… Το υπονοούμενο είναι σαφές: οι πόλεμοι κι οι περιπέτειες που ξεκίνησαν το 1914 έλαβαν τέλος με την ίδρυση και την διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Βερολίνο έτσι πετυχαίνει με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια. Από την μια αποφεύγει να αναλάβει τις ευθύνες του για το σφαγείο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου κι από την άλλη ζητάει να προσκυνήσουν την ΕΕ, ως το αντίθετο του πολέμου, την ώρα που αυξάνεται η δυσφορία απέναντι στις Βρυξέλλες για την πολιτική εξοντωτικής λιτότητας που επιβάλλουν και την μετατροπή τους σε δούρειο ίππο της νέας γερμανικής επέκτασης στην Ευρώπη. Το …πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα εορτασμών στη Γερμανία περιλαμβάνει επίσης τον διορισμό ενός αξιωματούχου που θα συντονίζει την παρουσία εκπροσώπων της Γερμανίας σε αντίστοιχες τελετές στο εξωτερικό. Η μοναδική εκδήλωση που έχει ανακοινωθεί στην οποία θα παραβρεθεί ο πρόεδρος της Γερμανικής δημοκρατίας, Χοακίμ Γκάουγκ, θα πραγματοποιηθεί στο εξωτερικό, στις 3 Αυγούστου συγκεκριμένα στην Αλσατία, όπου θα παρευρεθεί κι ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ. Είναι κάτι που προφανώς δεν μπορούσαν να αποφύγουν…
Αναμφισβήτητα πίσω από τα σχέδια κάθε χώρας για τις εκδηλώσεις μνήμης εύκολα ανιχνεύονται πολιτικές επιδιώξεις. Παρίσι και Λονδίνο, για παράδειγμα, δράττονται της ευκαιρίας να τονίσουν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια τους απέναντι στο Βερολίνο και την γερμανική ΕΕ, αντίστοιχα. Σε καμιά περίπτωση όμως η στάση τους δεν συνιστά αμφισβήτηση και εν τέλει κατάφωρη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων, όπως συμβαίνει με την στάση της κυβέρνησης Μέρκελ, η οποία υποβαθμίζει την επέτειο, αρνούμενη να αναλάβει την τεράστια ευθύνη που της αναλογεί για τα 8,5 εκατομμύρια νεκρών του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Πίσω από την δήλωση του Στέφεν Σάιμπερτ, εκπροσώπου Τύπου της Άνγκελα Μέρκελ, ότι δεν υπάρχει μια κρατική πολιτική για ιστορικά θέματα, κρύβεται η προσπάθεια του Βερολίνου να εξωραΐσει τον αρνητικό του ρόλο στην ευρωπαϊκή ιστορία και να γίνει πιο «φιλικό προς τον χρήστη».
Φταίνε όλοι για να αθωωθεί η Γερμανία!
Η στάση του Βερολίνου είναι προκλητική γιατί ενθαρρύνει ένα νέο κύμα πολιτικά υποκινούμενου ιστορικού αναθεωρητισμού που ως έπαθλο έχει να υποβαθμίσει την απειλή που συνιστά και σήμερα η Γερμανία για την Ευρώπη. Η επίσημη γραμμή της Γερμανίας θέλει την ευθύνη για το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου να διαχέεται σε όλους τους εμπλεκόμενους, ακόμη και αναλογικά: Γερμανία, Αυστρο-Ουγγαρία, Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία, ακόμη και στους Σέρβους που με την δολοφονία του Αρχιδούκα Φρανζ Φερδινάρδου στο Σεράγεβο έδωσαν την αφορμή για τα ποτάμια αίματος που πότισαν επί χρόνια το χώμα της κεντρικής Ευρώπης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Γερμανία διακηρύσσει σχεδόν την …αθωότητά της για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πρώτη φορά ήταν με αφορμή την Συνθήκη των Βερσαλλιών, το 1919. Ο όρος της «ενοχής του πολέμου» που περιγραφόταν με σαφήνεια στο άρθρο 231 ποτέ δεν έγινε δεκτός στην Γερμανία και με μια ανατριχιαστική συναίνεση εκ μέρους όλων σχεδόν των γερμανικών κομμάτων σύντομα αποδόθηκε στον ρεβανσισμό των νικητών, ενώ στη συνέχεια θεωρήθηκε σχεδόν κι ως αιτία για το αίσθημα ταπείνωσης των Γερμανών που τροφοδότησε την άνοδο του Ναζισμού. Εν ολίγοις, τα θύματα του πρώτου έφταιγαν για το ξέσπασμα του δεύτερου…
Η προσπάθεια της Γερμανίας να επιβάλει την συλλογική ευθύνη για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε συντρίμμια και θρύψαλα από τον διακεκριμένο καθηγητή Ιστορίας Φριτζ Φίσερ τον Οκτώβριο του 1961 με αφορμή την κυκλοφορία του πολυσυζητημένου βιβλίου του Αγώνας για παγκόσμια εξουσία (Griff nach der Weltmacht, στα γερμανικά). Η θέση του βιβλίου ήταν πως η ευθύνη του πολέμου βάραινε πρώτα και κύρια την Γερμανία, η οποία μέσω του πολέμου επεδίωκε να επεκτείνει την κυριαρχία της όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην Αφρική και την Μέση Ανατολή, προσαρτώντας επιπλέον εδάφη. Το Δεύτερο Ράιχ ευθυνόταν για το ξέσπασμα του πολέμου, σύμφωνα με τον Φίσερ, ο οποίος μάλιστα ήταν οργανωμένος στο Ναζιστικό κόμμα μέχρι το 1942, ενώ μέχρι το 1947 ήταν κρατούμενος σε στρατόπεδο με αιχμάλωτους πολέμου. Το γεγονός ότι το βιβλίο του Φίσερ αξιοποίησε στο έπακρο τα αρχεία της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας, που για πρώτη φορά ήταν προσβάσιμα στο κοινό και τους ερευνητές (φέρνοντας για παράδειγμα στην δημοσιότητα το λεγόμενο “πρόγραμμα του Σεπτέμβρη” που κατέγραφε με λεπτομέρεια τις ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις της Γερμανίας), καθόλου δεν πτόησε τους πολέμιους του που τον αποδοκίμαζαν δημόσια διακόπτοντας συχνά ομιλίες του και προέβαιναν σε απειλητικά τηλεφωνήματα, χαρακτηρίζοντάς τον εχθρό της Γερμανίας. Η σφοδρότητα των επιθέσεων που δέχτηκε, εύκολα καταλαβαίνουμε, ότι ήταν συνάρτηση της σοβαρότητας του αποδεικτικού του υλικού. Αν επρόκειτο για αθεμελίωτες κατηγορίες, ιδεολογικού περιεχομένου, εύκολα θα είχαν ανασκευαστεί. Ο Φίσερ όμως δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσφέρει την απαραίτητη τεκμηρίωση σε μια βαθιά εδραιωμένη άποψη. Γι’ αυτό και μισήθηκε τόσο σφοδρά στην μεταπολεμική Γερμανία.
Ο Φριτζ Φίσερ όμως δεν ήταν κι ο μοναδικός ιστορικός που περιέγραψε και κατέδειξε την πρωταρχική ευθύνη της Γερμανίας για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Έρικ Χομπσμπάουμ το έπραξε εξ ίσου πειστικά χωρίς να καταφεύγει σε εύκολους χαρακτηρισμούς. Αναφέρει συγκεκριμένα στο σπουδαίο του βιβλίο Η εποχή των αυτοκρατοριών 1875-1914 (εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 2000): «Το πρόβλημα με τα αίτια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου δεν είναι να ανακαλύψουμε “τον επιτιθέμενο”. Έγκειται στη φύση μιας διεθνούς κατάστασης που επιδεινωνόταν προοδευτικά και ξέφευγε συνεχώς από τον έλεγχο των κυβερνήσεων. Η Ευρώπη βρέθηκε βαθμιαία μοιρασμένη σε δύο αντίθετους συνασπισμούς μεγάλων δυνάμεων. Τέτοιοι συνασπισμοί, εκτός πολέμου, αποτελούσαν καινούργιο στοιχείο και οφείλονταν ουσιαστικά στην εμφάνιση επί της ευρωπαϊκής σκηνής μιας ενοποιημένης γερμανικής αυτοκρατορίας που εγκαθιδρύθηκε με τον πόλεμο και την διπλωματία εις βάρος άλλων, μεταξύ των ετών 1864 και 1871, και η οποία επιζητούσε να προστατευτεί από τον βασικό ηττημένο, τη Γαλλία, με συμμαχίες εν καιρώ ειρήνης, οι οποίες αργά ή γρήγορα οδήγησαν σε αντίπαλη συμμαχία».
Και τότε λοκομοτίβα της Ευρώπης, η Γερμανία
Την βασική ωστόσο ώθηση ώστε η Γερμανία να εκμεταλλευτεί μια ασήμαντη αφορμή, την δολοφονία από έναν 17χρονο του αρχιδούκα Φερδινάρδου τον Ιούλιο του 1914 στη Βοσνία Ερζεγοβίνη, και να προκαλέσει τον Μεγάλο Πόλεμο, έδωσε η ραγδαία οικονομική της άνθηση. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, όπως φαίνεται στον πίνακα που παραθέτουμε, η Γερμανία μετατράπηκε το 1910 στην κορυφαία βιομηχανική δύναμη. Καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν επιδείκνυε τέτοιο δυναμισμό.
Γράφει ο βρετανός ιστορικός, συνδέοντας τα δύο γεγονότα: «Μήπως οι μεταστροφές στην οικονομική ισχύ, οι οποίες αυτομάτως τροποποιούσαν την ισορροπία των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων, έπρεπε λογικά να προκαλέσουν την αναδιανομή των ρόλων στην διεθνή σκηνή; Η άποψη αυτή ήταν σαφώς δημοφιλής στη Γερμανία, που η πρωτοφανής βιομηχανική της ανάπτυξη τής προσέδιδε ασύγκριτα μεγαλύτερη διεθνή βαρύτητα από όση είχε παλιότερα η Πρωσία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το παλιό στρατιωτικό άσμα “Η σκοπιά στον Ρήνο”, που απευθυνόταν αποκλειστικά κατά των Γάλλων, γρήγορα άρχισε να αντικαθίσταται στις προτιμήσεις των γερμανών εθνικιστών, την δεκαετία του 1890, από το “Deutschland Uber Alles”, με τις πλανητικής εμβέλειας φιλοδοξίες του, το οποίο στην πράξη, αν και όχι ακόμη επισήμως, έγινε ο γερμανικός εθνικός ύμνος».
Σε αναζήτηση ζωτικού χώρου
Εξ ίσου αποκαλυπτικός για την σχέση μεταξύ ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης της Γερμανίας και του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου είναι και ο ιστορικός Έντζο Τραβέρσο στο βιβλίο του Οι ρίζες της ναζιστικής βίας (εκδόσεις του Εικοστού πρώτου, 2013): «Η έννοια του “ζωτικού χώρου” δεν είναι ναζιστική επινόηση… Η έκφραση Lebensraum κατασκευάστηκε το 1901, επί Κάιζερ, από το γερμανό γεωγράφο Φρίντριχ Ράτσελ, και ανήκε στο λεξιλόγιο του γερμανικού εθνικισμού πολύ πριν την γέννηση του ναζισμού. Συγχώνευση του κοινωνικού δαρβινισμού με την ιμπεριαλιστική γεωπολιτική, απέρρεε από μια θεώρηση του εξωευρωπαϊκού κόσμου ως αποικίσιμου χώρου για τις βιολογικά ανώτερες ομάδες. Για τον Ράτσελ, ο “ζωτικός χώρος” ήταν μια ανάγκη για να αποκατασταθεί η ισορροπία στη Γερμανία, ανάμεσα σε μια μη αναστρέψιμη πια βιομηχανική ανάπτυξη και μια απειλούμενη γεωργία. Στις αποικίες οι Γερμανοί θα αποκαθιστούσαν μια αρμονική σχέση με τη φύση και θα διατηρούσαν την έφεσή τους να είναι αγροτικός λαός. Στην αυτοκρατορία του Κάιζερ Γουλιέλμου του Β’, η ιδέα του Lebensraum ενέπνευσε το πανγερμανικό ρεύμα και στήριξε τη διάχυτη απαίτηση για μια Weltpolitik (παγκόσμια πολιτική) που θα παραχωρούσε στη Γερμανία μια διεθνή θέση συγκρίσιμη με της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας».
Την γερμανική οικονομία υποδεικνύει ως υπαίτια του πολέμου και ο ιστορικός Νόρμαν Στόουν στο κατατοπιστικό βιβλίο του Συνοπτική ιστορία του πρώτου παγκόσμιου πολέμου (εκδόσεις Ψυχογιός, 2010): «Η ιδέα για μια γερμανική Ευρώπη έμοιαζε επίσης πολύ λογική και είχε μια αμυδρή συγγένεια με τη σημερινή κατάσταση. Ένας ευρωπαϊκός οικονομικός χώρος, ο οποίος θα ήταν προστατευμένος από τον βρετανικό ή αμερικανικό ανταγωνισμό και ο οποίος θα περιλάμβανε τα μεταλλεύματα της Σουηδίας και της Γαλλίας, τις βιομηχανίες άνθρακα και χάλυβα της Γερμανίας και θα επεκτεινόταν στη Βόρειο Αφρική ή ακόμη και στη Βαγδάτη, μια και το πετρέλαιο είχε ήδη αρχίσει να παίζει σημαντικό ρόλο. Γιατί όχι; Το 1915, ένας από τους πιο φωτισμένους Γερμανούς, ο Φρίντριχ Νάουμαν, έγραψε ένα μπεστ σέλερ με το τίτλο Mitteleuropa στο οποίο δεν υποστήριζε τόσο τη δημιουργία μιας γερμανικής αυτοκρατορίας, όσο ένα είδος γερμανικής κοινοπολιτείας… Η αυτοπεποίθηση των Γερμανών ενισχυόταν καθώς άνθιζε η βιομηχανία στη χώρα τους και η επιτυχία τούς πήρε τα μυαλά»!
Τέλος, ξεχωριστή σημασία έχει η άποψη του Τζον Μέιναρντ Κέινς, όπως κατατίθεται στο μνημειώδες βιβλίο του, Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης (εκδ. Παπαζήσης, 2009). Η βαρύτητα της άποψης του βρετανού οικονομολόγου απορρέει αρχικά από το γεγονός ότι στο εν λόγω βιβλίο, που γράφτηκε το 1919, αποδοκίμασε την Συνθήκη των Βερσαλλιών ως τιμωρητική κι ανήμπορη να οδηγήσει στην επούλωση των πληγών του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Δεν μπορεί επομένως να χαρακτηριστεί αντι-Γερμανός. Η θέση του έχει όμως σημασία για έναν επιπλέον λόγο: λόγω των ομοιοτήτων που αναδεικνύει με το σήμερα η περιγραφή του! Αναφέρει λοιπόν ο Κέινς: «Γύρω από την Γερμανία, σαν κεντρικό υποστύλωμα, συναθροίστηκε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος και από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της Γερμανίας, εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπόλοιπων της ηπείρου. Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονές της μια διέξοδο για τα προϊόντα τους, σε αντάλλαγμα για την οποία η επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου τους εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες σε χαμηλή τιμή. Τα στατιστικά στοιχεία για την οικονομική αλληλεξάρτηση της Γερμανίας και των γειτόνων της είναι συντριπτικά»! Συντριπτική επίσης είναι ακόμη μία πληροφορία που ξεχνιέται απ’ όσους εμφανίζουν την σημερινή ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και το κοινό νόμισμα ως εγγυητές της ειρήνης: Ό,τι και τότε η Ευρώπη είχε μια μορφή κοινής αγοράς κι ένα σταθερό νομισματικό σύστημα. Παρόλα αυτά η Γερμανία δεν τιθασεύτηκε!
Αναφέρει ο Κέινς στο ίδιο, το δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Η Ευρώπη πριν τον πόλεμο»: «Η παρεμβολή των συνόρων και των δασμών μειώθηκε στο ελάχιστο και όχι πολύ λιγότερο από τρεις εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων ζούσαν εντός των τριών αυτοκρατοριών της Ρωσίας, της Γερμανίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας. Τα διάφορα νομίσματα, τα οποία διατηρούνταν όλα σε μια σταθερή βάση σε σχέση με το χρυσό και αναμεταξύ τους, διευκόλυναν την εύκολη ροή του κεφαλαίου και του εμπορίου σε μια έκταση, την πλήρη αξία της οποίας συνειδητοποιούμε μόνο τώρα που στερούμαστε τα οφέλη της».
Συνεχής των γερμανικών ελίτ
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε πλέον καλύτερα να καταλάβουμε γιατί το Βερολίνο, λες και θέλει να πείσει για την αδιατάρακτη συνέχεια των γερμανικών ελίτ, επιλέγει να σιωπήσει όταν όλη η υπόλοιπη Ευρώπη θα θυμάται με περίσκεψη και συγκίνηση το σφαγείο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Δεν είναι μόνο οι ευθύνες της Γερμανίας στο ξέσπασμά του. Πολύ περισσότερο, το Βερολίνο επιλέγει να σιωπήσει λόγω των ομοιοτήτων που έχει η σημερινή εποχή με το τότε χωρίς φυσικά να υποστηρίζουμε ότι είμαστε στα πρόθυρα ενός νέου πολέμου στη γηραιά ήπειρο. Γίνεται όμως φανερό πως η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας σε βάρος άλλων χωρών δεν εξασφάλισε ούτε ευημερία, ούτε ειρήνη, τότε. Το πλεόνασμα μετατράπηκε σε αιτία δεινών. Ούτε καν μάλιστα στον δικό της πληθυσμό δεν εξασφάλισε ευημερία η Γερμανία που πλήρωσε εξ ίσου βαρύ φόρο αίματος με τον φόρο που πλήρωσαν στρατιώτες και άμαχοι των αμυνόμενων χωρών. Υπ’ αυτό το πρίσμα το Τέταρτο Ράιχ που έχει ξεκάθαρο στόχο να θέσει υπό την κατοχή του χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας όπως η Ελλάδα, αξιοποιώντας την κρίση χρέους, επωμίζεται τεράστια ευθύνη σήμερα που επιλέγει να αποσιωπήσει το θέμα το θέμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου δημοσίως, ενώ εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι με την στάση του, σιωπηρά, εκκολάπτει έναν νέο εθνικισμό που αποτυπώνεται για παράδειγμα στην πλημμυρίδα βιβλίων που κατακλύζουν την γερμανική αγορά με θέμα τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (109 το 2012 και 175 το 2013) σε ένα ιδεολογικό περιβάλλον που η κυρίαρχη απολογητική ιδεολογία σκοτίζει τις αιτίες του πολέμου. Η αναβίωση του γερμανικού εθνικισμού αποτυπώνεται επίσης και στις δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Όπως για παράδειγμα αυτή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στερν στα μέσα Ιανουαρίου, βάσει της οποίας μόνο το 19% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η Γερμανία φέρει την βασική ευθύνη για τον πόλεμο, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 58% δηλώνει ότι η ευθύνη ανήκει σε όλους τους εμπλεκόμενους.
Ας ελπίσουμε η απο-ενοχοποίηση που μεθοδικά καλλιεργεί το Βερολίνο, για δεύτερη φορά μετά την περίοδο του μεσοπολέμου, να μην αποδειχθεί κακός οιωνός για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και τους ίδιους τους Γερμανούς…
Του Λεωνίδα Βατικιώτη (Επίκαιρα, 23-29/1/2014)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου