Ο αντίχειρας, ο δείκτης, ο μέσος, ο παράμεσος και ο μικρός. Ανοιχτά όλα και με τον βραχίονα τεντωμένο στις 45 μοίρες προ τα δεξιά. Προς τη μεριά των επισήμων. Εκείνων που καμώνονται ότι πασχίζουν για το καλό του τόπου. Εκείνων που στέρησαν από τους γονιούς τους το χαμόγελο και από τα ίδια την ελπίδα και τα όνειρα για το μέλλον. Το δικό τους μέλλον. Τη δική τους ζωή.
Τα παιδιά στην παρέλαση.
Στην παρέλαση που έγινε, στις 28 του περασμένου Οκτώβρη, πριν από λίγες εβδομάδες στα Γιάννενα, στην παρέλαση που θα γίνει μεθαύριο, στην επέτειο του μεγάλου ξεσηκωμού.
Δεν είναι τα παιδιά «τσιρλίντερ» με χρωματιστά αποκαλυπτικά φουστανάκια και προκλητικά νάζια που θα διασκεδάσουν την κερκίδα των επισήμων ενός βάναυσου και απάνθρωπου κράτους των τραπεζών και των τοκογλύφων. Είναι ελεύθεροι νέοι, που κάνουν την οργή τους...
αποδοκιμασία, αντίσταση. Είναι τα παιδιά που δεν διδάσκονται Ιστορία, παρά την ανακαλύπτουν μέσα από τις αφηγήσεις των πατεράδων και των μανάδων τους, αγνοούν τους ποιητές αλλά τους αναζητούν στους διαδρόμους του διαδικτύου και στα καροτσάκια με τα φτηνά βιβλία που περίσσεψαν από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Είναι τα παιδιά με τις φωτοτυπίες και τις κακογραμμένες δισκέτες, τους κακοπληρωμένους δασκάλους, τα κρύα σχολεία, τους υποσιτισμένους συμμαθητές. Είναι τα παιδιά που κινδυνεύουν από τη μια μέρα στην άλλη να βρεθούν άστεγα, γιατί οι γονείς τους δεν έχουν να πληρώσουν το χαράτσι του Βαγγέλη Βενιζέλου, το δάνειο της τράπεζας ή το νοίκι του σπιτονοικοκύρη, που κι αυτός κατά κανόνα πασχίζει να τα βγάλει πέρα με τα δικά του δάνεια και τα δικά του χαράτσια.
Είναι παιδιά σαν κι αυτό που προχτές το πρωί βρήκε στο ράφι το τετράδιο που η μάνα του έχει για να γράφει τις συνταγές της, να του φτιάχνει καλούδια στολισμένα με απέραντη αγάπη και λαχτάρα να το δει μεθαύριο να γίνεται καλός-πάνω απ’ όλα καλός-και σπουδαίος άνθρωπος. Άνθρωπος για τους άλλους ανθρώπους. Κι εκεί που το χάζευε, έπεσε, εκεί προς το τέλος, σε μια συνταγή που δεν την είχε δει μέχρι τώρα. Καινούργια. Σάστισε.
«Θέλω πίσω τη ζωή μου…
Θέλω να νιώσω πάλι τα πούπουλα στα φτερά μου…
Θέλω να δω τη χαρά στο πρόσωπο του άντρα μου…
Θέλω να νιώθω ότι το αίμα κυλάει στις φλέβες μου, όταν αγκαλιάζω τα παιδιά μου…
Δεν μου αρέσει που έχει παγώσει το αίμα μου και κρυώνω… δεν μπορώ να ζεσταθώ… κρυώνω… και δακρύζω… πενθώ… φεύγω… όμως δεν πρέπει να φύγω, έχω οικογένεια, έχω παιδιά που με τόσο πόνο έφερα στον κόσμο, τα ματάκια τους κοιτάνε τα δικά μου μάτια με τόση λαχτάρα, περιμένουν να με δουν να χαμογελάω, ο μικρός μου συνεχώς με ρωτάει «γιατί δεν χαμογελάς μαμά;», τι να του απαντήσω, τι να του πω; Πόσο μπορείς να προσποιείσαι ότι όλα είναι εντάξει;..
Θέλω πίσω τη ζωή μου…
Θέλω να πιαστώ από κάπου και να πιστέψω ότι θα ‘ρθουν καλύτερες μέρες, όμως η ελπίδα έφυγε… άραγε, όπως λένε, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία; Εγώ τώρα που δεν τη βρίσκω, τι είμαι; Ζωντανή ή νεκρή; Γιατί νομίζω ότι η ζωή μου δεν είναι δική μου, γιατί νομίζω ότι ζω σε όνειρο ή πιο σωστά σε εφιάλτη;
Κι όμως, κάτι πρέπει να κάνω. Πρέπει για όλους αυτούς που αγαπάω και με αγαπάνε. Για όλους αυτούς που θέλω να κοιτάω μέσα στα μάτια τους, να ακούω τη φωνή τους, να νιώθω την ανάσα τους… δεν θέλω να φύγω. ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΘΕΛΩ ΠΙΣΩ…
Θέλω τη ζεστασιά του άντρα μου, την αγκαλιά της μάνας μου, τη γλυκιά μου αδερφή και πάνω απ’ όλα τα παιδιά μου τα αγαπημένα μου… αυτές τις ψυχές που εγώ η ίδια έφερα στον κόσμο…»
Ναι. Είναι αυτά τα παιδιά, που τα χτυπάει κεραυνός σαν διαβάζουν τέτοια γράμματα. Τα παιδιά που δεν αντέχουν να βλέπουν τη μάνα τους δακρυσμένη και τον πατέρα τους χωρίς χαμόγελο πια να τους δώσει. Αυτά είναι τα παιδιά που σηκώνουν το χέρι στον πανάρχαιο συμβολισμό του αποτυμπανισμού και της κατάρας για τους κακούς, για τους εχθρούς της κοινωνίας. Αυτά είναι που οι επίσημοι τα μισούν. Και τα τρέμουν, καθώς μεθαύριο θα βρεθούν απέναντί τους. Τα παιδιά που τους έλεγαν αλήτες.
(από τη «Μεγάλη Έξοδο» του Οδυσσέα Ελύτη):
«Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει : μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο
Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε
καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβία σα σημαία, οι
νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες
πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες
άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα
σε λίγην ώρα.
…………………………………………………………………………………….»
Του Γρηγόρη Ρουμπάνη, απο το ΜΟΝΟ #4
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου