«Ναύπλιο, 1824. Μόνη, άγνωστη και άνεργη, η Πανώρια Αϊβαλιώτη βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας τον αχθοφόρο και πότε τη ζητιάνα. Παρά τα προβλήματά της, ζητά και παίρνει υπό την προστασία της δεκάδες ορφανά παιδιά που άφηνε στο πέρασμά του ο Ιμπραήμ. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και τη φώναζαν Ψωροκώσταινα.
Πέθανε σχετικά νέα. Και όμως, σχεδόν 170 χρόνια μετά, εξακολουθεί να συμβολίζει τη φτώχεια και την αθλιότητα και ποτέ τον ηρωισμό και τον αλτρουισμό που την διέκρινε. Χλευάστηκε όσο κανένας η Πανώρια Αϊβαλιώτη, η οποία έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα ως Ψωροκώσταινα. Οι Βαυαροί του Όθωνα, όταν δεν είχαν χρήματα, έλεγαν “τι περιμένεις από την Ψωροκώσταινα”. Οι δε αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, όταν ήθελαν να μειώσουν τη μισητή αντιβασιλεία, την αποκαλούσαν με τη σειρά τους Ψωροκώσταινα».
Το απόσπασμα αυτό είναι η εισαγωγή σε κείμενο του Πάνου Μπαΐλη στα «Νέα», στις 10.8.2002. Και περιγράφει την ταυτότητα αυτής της έρημης χώρας. Πάντα φτωχή, πάντα εξαρτημένη από ισχυρούς αφέντες, πάντα σκλάβα των πασάδων, εγχώριων και ξένων, πάντα χλευαζόμενη από ...
εχθρούς και φίλους, ακόμη κι απ’ αυτούς που δίνουν το αίμα τους για λογαριασμό της.
Η μιζέρια και η κακομοιριά της πάντα μπροστά, στο εκτυφλωτικό φως, όλα τα κουσούρια της καθημερινά στο στόμα και τις γραφίδες πολιτικών, δημοσιογράφων, διανοούμενων, επαναστατών – του κώλου οι περισσότεροι από δαύτους, γλίτσες και παράσιτα που τρέφονται από το ελάχιστο αίμα της κι από το λιγοστό γάλα της. Τέτοια δυσσέβεια προς την τροφό τους.
Σπανίως οι ίδιοι ανόσιοι θυμούνται την αξιοπρέπεια και την καρδιά της Πανώριας, της πρόσφυγα από τις Κυδωνίες της Μικρασίας, της ζητιάνας και αχθοφόρου, της γυναίκας που γύρισε στον Καποδίστρια την ελεημοσύνη του καθώς ένιωθε ότι έτσι ίσως βοηθήσει, ακόμη μια φορά, την πενόμενη, καθημαγμένη χώρα της. Αυτή τη χώρα την παραδομένη στους διεθνείς νταβατζήδες της, που σκότωνε και φυλάκιζε όσους ήρωές της γλίτωσαν από το τούρκικο σπαθί.
Σπανίως θυμούνται τις θυσίες, την αυταπάρνηση με την οποία τους κουβαλά στην πλάτη της και επιτρέπει στωικά να τρέφονται απ’ το σώμα και τον μόχθο της, να πλουτίζουν, να αναπαράγουν και να διαιωνίζουν το άθλιο είδος τους.
Κι όταν τυχόν καταδέχονται να πουν καμιά καλή κουβέντα, είναι μόνο για να αναδείξουν τη δική τους «μεγαλοψυχία», να τονώσουν τη δική τους φιλαυτία, να κατακτήσουν ή να ενισχύσουν τη δική τους εξουσία.
Ο λογιστής και ο οκνός
Οι δύο τελευταίοι, πριν από τον σημερινό, επιβήτορες της καθ’ ημάς εξουσίας, κομψευάμενοι, Κώστηδες και οι δυο τους, επιβεβαίωσαν αρκούντως τον ρόλο και την «αποστολή» των ομοίων τους. Καθισμένοι πάντα αναπαυτικά στην πλάτη της Ψωροκώσταινας.
Σοβαρός ο ένας, καθηγητής, με ύφος λογιστή και όνειρα για καριέρα στην Υψηλή Πύλη των Βρυξελλών. Με καλούς βαθμούς από την Υψηλή Πύλη της Ουάσιγκτον κι αυτήν της Άγκυρας – από τα Ίμια ώς τη Μαδρίτη ένα τσιγάρο δρόμος. Απ’ το Αιγαίο ώς την Αμμόχωστο παρομοίως.
Τη φτιασίδωσε με πολύχρωμα κουρέλια, έκρυψε τα χρέη της κάτω από ένα αμερικάνικο χαλί – της Goldman Sachs θαρρώ – και της φόρτωσε κάτι τσίγκινα επιχρυσωμένα μάρκα που τα ονόμασαν ευρώ οι λογιστάδες σαν και του λόγου του στην Υψηλή Πύλη της καρδιάς του. Την είπε και «ισχυρή» για να την παινέψει, την ώρα που την παρέδιδε στη λαιμαργία των νεόκοπων λιμοκοντόρων, των μεθυσμένων από το όνειρο ότι θα γίνουν οι γενάρχες μιας νέας υπερδύναμης.
Σήμερα η Ευρώπη – Ελληνίς και δαύτη: κόρη του Αγήνορα και της Τηλέφασσας, απαχθείσα από τον Δία μεταμορφωμένο σε ταύρο, που της φόρτωσε, κατά τη συνήθειά του, και τρία κουτσούβελα – γίνεται με τη σειρά της Ευρωκώσταινα.
Κι δικός μας Κώστας περιφέρει το απαξιωμένο σαρκίο του δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να πείσει – ποιον άλλον απ’ αυτούς που κάποτε σίτισε στο ταπεινό του πρυτανείο – ότι δικαιώθηκε πάνω στα ερείπια που ο ίδιος δημιούργησε. Μόνο που κανείς πια, πλην ελαχίστων απ’ όσους κάποτε ευεργετήθηκαν, δεν δίνει μία μνα για ν’ αγοράσει τα πολιτικά του ράκη.
Ο άλλος, ο επιλεγόμενος και Κωστάκης, ήταν από σόι με μεγάλα φρύδια. Από σόι ξακουστό, του Τριανταφυλλίδη. Τούτον εδώ τον έφαγαν τα Λαδάδικα κι ο Μπαϊρακτάρης. Πήγε, λέει, να σώσει την έρμη την Πανώρια και την έκλεισε σε μοναστήρι για ν’ ανανήψει. Εκεί που βρέθηκε κι ίδιος, μετά το δικό του ναυάγιο, κοιμώμενος δίπλα στη βάτο.
Τούτος εδώ, ο Πασών των Ρωσσιών, τσαμπουκαλεύτηκε ες γην εναλίαν, ες Κύπρον, και τα ’βαλε με την ίδια την Κοντολίζα αυτοπροσώπως – και τους εγχώριους Α(υ)νάν(ες). Όχι πως το είχε καημό αξεπέραστο. Τον στοίχειωνε όμως η κατάρα των Τριανταφυλλίδηδων, η Ζυρίχη, την οποία κουβαλούσαν οικογενειακώς από γενιά σε γενιά και τους στέρησε τον τίτλο του «εθνάρχη». Τέτοιο πάθημα ο οκνός Κωστάκης δεν το σήκωνε δεύτερη φορά.
Ύστερα δεν άντεξε τέτοιον ηρωισμό. Τα ’βαλε και με τους «πέντε νταβατζήδες» και παρέδωσε το πνεύμα και τα ρέστα του στον Εφραίμ και τον Αρσένιο. Για να του προσέχουν την Πανώρια. Που παρέμεινε Ψωροκώσταινα και τέτοια του τη γύρισαν. Έτσι κι αυτός την παρέδωσε στον επόμενο, αλλά πιο φτωχή, πιο μίζερη, πιο ζητιάνα από ποτέ. Στο κακό της το χάλι.
Ο Ντόρης στα «Πράσινα Φανάρια»
Και ύστερα ήρθε η σειρά του Γιωργάκη, που για λόγους άγνωστους είχε γίνει στο μεταξύ, χάρη στον οκνό απόγονο των Τριανταφυλλίδηδων, πρώτη φορά στη ζωή του, Γιώργος. Την πήρε την Πανώρια με ταξίματα. «Λεφτά υπάρχουν»! Και ύστερα τα γύρισε. Σαν τον Ντόρη στα «Πράσινα Φανάρια». Του ’πε κι αυτή η απελπισμένη «Μη φύγεις, θα φαρμακωθώ» και την έβγαλε στο κλαρί.
Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Γερμανοί κι Αμερικάνοι είδαν τον Ντόρη να την ταπεινώνει δίχως έλεος, να τη δέρνει στο λιμάνι κι αυτή να του χαρίζει ό,τι πολυτιμότερο είχε. Και κατάλαβαν. Ήταν αυτός που μπορούσε να της τα παίρνει όλα και για πάντα. Του παραδόθηκε η Πανώρια. Και τα λεφτά της του ’δωσε. Και στους πελάτες πήγε. Και τον παρακαλούσε να μη φύγει.
Και το παρατσούκλι της άλλαξε για χάρη του. Ψωρογιώργαινα τη λένε από τότε. Μα ούτε που τη νοιάζει. Όσο υπάρχουν τα Πράσινα Φανάρια, αυτή θα είναι εκεί. Και δεν θα φύγει. Γιατί λεφτά υπάρχουν. Τα δικά της...
Του Σταύρου Χριστακόπουλου από το "Ποντίκι"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου