Μια μέρα, σ’ ένα διάλειμμα της δουλειάς, έτυχε οι τρεις παρευρισκόμενοι μαντράχαλοι να κάνουμε ταυτόχρονα την ίδια κίνηση: πλίκι πλίκι στο κινητό, να στείλουμε SMS, ο καθένας στην καλή του. Όταν τελειώσαμε, αφού γελάσαμε αφθόνως με τα χάλια μας, ο νευροχειρουργός μας αφηγήθηκε μια ιστορία έρωτος που έλαβε χώραν όταν οι τηλεπικοινωνίες ήταν ακόμα πρωτόγονες.
* * *
Ακούστε μια ιστορία που μου συνέβη την άνοιξη του ’83. Ήμουνα τότε τριτοετής, ετών είκοσι τριών – κι αυτή πρωτοετής του Οικονομικού της Νομικής, δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαοχτώ, από την Αθήνα. Ελισάβετ την έλεγαν, αλλά εγώ τη φώναζα πάντα Ελιζαμπέτα…
Τη γνώρισα μέσω της συγκατοίκου της, και ήταν love at the first sight, κατά το κοινώς λεγόμενο… Δυο βδομάδες μετά ο έρως ολοκλήρωσε πλήρως τα δικαιώματά του – και μπήκα ζωντανός στον παράδεισο…
Ξαφνικά, πρόβλημα, τρομερό: μεταγραφή εν όψει! Ο μπαμπάς της ήταν γυμνασιάρχης, αυστηροτάτων αρχών, και δεξιός. ΠΑΣΟΚ είχαμε τότε, αλλά κίνησε γη και ουρανό, είχε τα κατάλληλα κονέ στο Υπουργείο Παιδείας – και παρόλο που η αίτηση της μεταγραφής ήταν εκπρόθεσμη και έλλειπαν δικαιολογητικά, την πέρασε…
Όταν έμαθα πως έρχεται η μαμά της στη Θεσσαλονίκη για να καταθέσει την αίτηση για τη μεταγραφή, που τη θεωρούσαν σίγουρη, πλάνταξα… να φύγει η Ελιζαμπέτα από τη Θεσσαλονίκη… να μη τη βλέπω, να μη της μιλάω… αδιανόητο! Έκλαιγε κι αυτή, αλλά δεν τολμούσε να εναντιωθεί στη θέληση του μπαμπά της, τι να του έλεγε κιόλας – δε θέλω μεταγραφή στην Αθήνα γιατί στη Θεσσαλονίκη βρήκα αυτόν τον τύπο με τα μούσια και τα μαλλιά και δε θέλω να κουνήσω ρούπι;
Έμεναν δυο μέρες, Πέμπτη και Παρασκευή και έληγε η προθεσμία. Μέσα στην απελπισιά μου σκέφτηκα πως η λύση του προβλήματος ήταν να κλείσει η Γραμματεία, για να μην ολοκληρωθούν εγκαίρως οι διαδικασίες. Κι επειδή δε μπορούσα να την κλείσω, σκέφτηκα να την κάψω.
Πήγα λοιπόν πριν ξημερώσει Πέμπτη και έβαλα τρία γκαζάκια, μ’ ένα βραδύκαυστο φιτίλι, στην πόρτα της Γραμματείας. Τηλεφώνησα και στην Ελευθεροτυπία από ένα θάλαμο που υπήρχε εκεί κοντά και …το μπουμπούνησα! Άναψε φωτιά, ήρθε η Πυροσβεστική, η ασφάλεια, χαμός… Πάει η Πέμπτη, η Γραμματεία δε δούλεψε!
Το πρωί της Παρασκευής, εγώ απίκο να παρακολουθώ… Προς μεγάλη μου απογοήτευση, όλα λειτουργούσαν κανονικά… Τι να κάνω, ξαναπαίρνω τηλέφωνο στη Ελευθεροτυπία και λέω πως θα σκάσει μπόμπα… Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, βλέπω το κτήριο να εκκενώνεται, μετά τα χθεσινά γκαζάκια πήραν το τηλέφωνο στα σοβαρά… Βλέπω και τη μαμά της Ελιζαμπέτας να κατεβαίνει από τη ράμπα τρεχάτη – και μαθαίνω αργότερα σε μια δίλεπτη συνάντηση μας στο κυλικείο της άτυχης Νομικής, ότι δεν είχε προλάβει να καταθέσει τη ρημάδα την αίτηση μεταγραφής και θα έφευγε άπρακτη για Αθήνα.
Θρίαμβος! Γύρισα αργά το βράδυ στο σπίτι, μπαρουτοκαπνισμένος – κατά κάποιον τρόπο… Εκείνη τη μέρα ήταν τα γενέθλιά μου, έκλεινα τα 23 και όπως πάντα οι γονείς μου το γιόρταζαν. Όλο το σόι, θείοι, θειάδες, ξαδέρφια είχε έρθει να μου ευχηθεί, όλοι ρωτούσαν που χάθηκα – αλλά εγώ έλειωσα όταν είδα μια ανθοδέσμη με είκοσι τρία κόκκινα τριαντάφυλλα και μια καρτούλα με ευχές, με την υπογραφή «Ε»…
*
Νόμισα πως είχα νικήσει το θηρίο, αλλά λίγες μέρες μετά η Ελιζαμπέτα έρχεται στην Ιατρική και μου λέει κλαίγοντας πως η μεταγραφή της εγκρίθηκε και θα έφευγε αμέσως, την άλλη μέρα δηλαδή, για Αθήνα!
Πριν συνειδητοποιήσω τι γίνεται, βρισκόμαστε στο σιδηροδρομικό σταθμό να την αποχαιρετάω… Φιλιά, αγκαλιές, κλάματα… Έρχεται το τραίνο, μπαίνει μέσα… εγώ να τα έχω στυλώσει, σα να με βιδώσανε, σα να μπορούσα να το κρατήσω το ρημάδι, να μη φύγει…
Μένω στην έρημη αποβάθρα και παίρνω ευθύς την απόφασή μου: τρέχω στα εκδοτήρια και ρωτάω πότε έχει τραίνο για Αθήνα. Είχε – σε τέσσερις ώρες, βγάζω φοιτητικό, 295 δραχμές…
Με την κίνησή μου αυτή έχανα οριστικά το εργαστήριο της Ιστολογίας, στο οποίο δεν είχα κανένα περιθώριο απουσίας – ο Τσούρας έκλεινε την πόρτα στις οχτώ και τέταρτο το πρωί, κι όποιος μπήκε μπήκε, οι απέξω απουσία… Ολόκληρα σκηνικά είχαν στηθεί, να τον απασχολούν οι συνάδελφοι όσο έπαιρνε τις παρουσίες, για να προλαβαίνω να χώνομαι μέσα κι εγώ που έφτανα πάντα καθυστερημένος, άνοιγε η βοηθός – είναι καθηγήτρια τώρα – την πόρτα, στη ζούλα… Άγχος κάθε φορά… και μετά διαβάζαμε το ΠΟΝΤΙΚΙ, ανάμεσα στα μικροσκόπια, με την Κασσιανή. Τη ρωτάει μια φορά η βοηθός – δε σας ενδιαφέρουν όλα αυτά, κι αυτή απαντάει όχι, εγώ θα πάω στο ΙΚΑ…
*
Πήρα το επόμενο τραίνο λοιπόν και ακολούθησα την Ελιζαμπέτα στην Αθήνα. Έμενε Φυλής και Εορδαίας 2, κοντά στους Αγίους Πάντες – ή Άγιο Παντελεήμονα; – τρίτος όροφος… Η Φυλής είχε ακόμα αρκετά μπουρδέλα και το βράδυ η περασιά ήταν δύσκολη για τις κοπελιές από συντηρητικά και θεοσεβούμενα σπίτια…
Είχε φτάσει σούρουπο, έφτασα κι εγώ τέσσερις -πέντε ώρες αργότερα, νύχτα. Παίρνω τηλέφωνο από το θάλαμο της πλατείας, ευτυχώς το σηκώνει αυτή, φαίνεται οι δικοί της ήταν σε απόσταση ασφαλείας, σε πεθύμησα μου λέει – αν με πεθύμησες κατέβα να με δεις της λέω, που είσαι, απέναντι από το σπίτι σου, το βλέπω κιόλας, από το πλάι… μα πώς να βγω, τι να τους πω – τελικά εφευρίσκει μια επείγουσα επίσκεψη στο ψιλικατζίδικο και κατεβαίνει…
Την είδα λιγότερο από πέντε λεπτά – τα περάσαμε αγκαλιασμένοι, σε μια γωνιά…
Μένω μόνος, είναι αδύνατο να πάρω πάλι τηλέφωνο, τι να κάνω κι εγώ, αρχίζω να σουλατσάρω στη Φυλής. Τα κορίτσια από τις πόρτες με καλούν επίμονα να περάσω μέσα, αλλά εμένα το μυαλό μου στον τρίτο όροφο, γωνία με Εορδαίας… Αρχίζω να πεινάω κιόλας, δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα μου από την προηγούμενη μέρα, τσούκου τσούκου καμιά σαρανταριά λεπτά με το πόδι, φτάνω Ομόνοια, όπου αναστυλώνομαι σωματικά με δυο απανωτά πιάτα πατσά, στην Αγίου Κωνσταντίνου.
Επιστρέφω στη Φυλής με το πάσο μου, κοντεύει τέσσερις… Πιάνω παγκάκι, γιατί στις οχτώ το πρωί θα έβγαινε…
*
Βγαίνει – με τον πατέρα της μαζί… Γκαντεμιά… Παίρνουν ταξί, παίρνω κι εγώ το επόμενο, χωρίς άγχος – γιατί ξέρω τον προορισμό τους, η Γραμματεία της Νομικής… Πάνε μαζί στη Γραμματεία και μετά ο μπαμπάς φεύγει, αφού τη συνοδεύει ως την αίθουσα τάδε, που είχε μάθημα. Εγώ απέξω, μπάστακας!
Αργεί να βγει, δεν κρατιέμαι και μπαίνω. Μικρή αίθουσα, κάθομαι στην πίσω σειρά που είχε δυο τρία κενά καθίσματα και περιμένω μήπως και στρέψει το κεφάλι…
Κάποια στιγμή με βλέπει, σηκώνεται και βγαίνουμε έξω. Δεν έφυγες ακόμα; με ρωτάει. Καλυπτόμαστε πίσω από κάτι φυτά και φιλιόμαστε και χαϊδευόμαστε, για κανένα τέταρτο – έπρεπε να φύγει πάλι, ο μπαμπάς περίμενε. Όλα αυτά, εκεί – στο ηρωικό Θησείο…
Ίσα που πρόβαλα να της πω τη φαεινή ιδέα μου, να ξανακάνει αίτηση μεταγραφής για τη Θεσσαλονίκη, να κάνει τη στεναχωρημένη για να πείσει τους δικούς της. Μου λέει τα ίδια, πως φοβάται τον πατέρα της – θα τον σκίσω! ωρύομαι εγώ, βάζει τα κλάματα αυτή και πάνω στη σύγχυση της στιγμής της αποκαλύπτω πως εγώ είχα κάψει τη Γραμματεία στη Θεσσαλονίκη, για να εμποδίσω τη μεταγραφή της…
Με κοιτάζει με πελώρια μάτια και με αγκαλιάζει σφιχτά, αλλά μετά αρχίζει να φοβάται πάλι… κι αν τούτο κι αν εκείνο… και πρέπει να φύγει για το σπίτι της…
Γυρίζουμε μαζί, με τρόλευ και αστικό στη Φυλής, θα μείνω εδώ και θα σε περιμένω, απόγευμα και βράδυ – της λέω. Βγαίνει το απόγευμα για γάλα – τη βλέπω για πέντε λεπτά και μετά ξαναβγαίνει τάχα πρέπει να κατέβει στην αγορά για να αγοράσει μπότες, οπότε περνάμε μαζί μέχρι το σούρουπο και μετά δίνει ρεσιτάλ, καθώς εξασφαλίζει έξοδο από το μαντρόσκυλο με αιτιολογία ότι θα βγει με κάτι συναδέλφισσες για να πάρει τις σημειώσεις τους για τα μαθήματα.
Περνάμε μαζί λίγες ώρες, ούτε που σκέφτομαι να της προτείνω να μπούμε σ’ ένα ξενοδοχείο, όχι πως θα δεχόταν κι αυτή δηλαδή… Τη βγάζουμε σε καφετέριες και σουλατσάροντας… Επιστρέφουμε μετά τα μεσάνυχτα στη Φυλής, εγώ υποτίθεται πως θα πάρω το τραίνο, αλλά ποιο τραίνο; Το τελευταίο φεύγει στις έντεκα από το σταθμό…
Περνάω σ’ ένα από τα παγκάκια του Αγίου Παντελεήμονα, αν ήταν αυτός, και δεύτερο βράδυ.
*
Την άλλη μέρα το πρωί, μπάστακας πάλι έξω από το σπίτι της, με το γαλατάκι μου στο χέρι. Μα δεν έφυγες, έχασα το τραίνο, πάμε μαζί στη σχολή της, όπου αρχίζω να παρακολουθώ κι εγώ και να μαθαίνω οικονομικά… Να βρεθούμε – κι αν βρεθούμε τι θ’ αλλάξει; Αρχίζω να βλέπω τις πρώτες ρωγμές, αλλά είναι νωρίς ακόμα, ο έρωτάς μου υψώνεται υπερήφανος, κοτζάμ Ταζ Μαχάλ…
Το βράδυ όμως αποχαιρετιόμαστε στις δέκα και μισή και φεύγω σφαίρα, ποδαράτος, για Σταθμό Λαρίσης… Το τελευταίο τραίνο μόλις έχει αρχίσει να κινείται, πηδάω επάνω και πληρώνω και πρόστιμο επειδή δε είχα βγάλει εισιτήριο στα εκδοτήρια…
Φτάνω στο πατρικό μου στην Τούμπα, αντικρίζουν οι δικοί μου ένα ζόμπι, άπλυτο, άυπνο, ταλαίπωρο – καλά ρε συ, μου λέει ο πατέρας μου, εσύ μας είπες πως πας μέχρι το σταθμό να αποχαιρετίσεις κάποια φίλη σου, στο φεγγάρι πήγες; Με κοιτάζει αμίλητος καθώς αδειάζω τα πιάτα, τότε δεν το παίρνω χαμπάρι, δε λέει κι αυτός τίποτα βεβαίως, αλλά τώρα είμαι σίγουρος πως διαβάζοντας στη Μακεδονία για τα γεγονότα του Οικονομικού και συνδυάζοντάς τα με τις δικές μου κινήσεις κατάλαβε πως εγώ τα είχα κάνει όλα – και μάλιστα για λόγους καψούρας…
*
Μετά πέσαμε στα δύσκολα τηλέφωνα… να είμαι εγώ συνέχεια στο σπίτι, σκοπιά κανονική, για να πάρει αυτή όταν μπορέσει, από θάλαμο – γιατί από το δικό της σπίτι ήταν αδύνατο – η μάνα της ήταν πάντα εκεί, κέρβερος… Που είσαι ρε Κορωνιά με τη Βόνταφον; Κι όταν βρισκόμαστε τηλεφωνικά, να κλαίμε τη μοίρα μας…
Ήρθε στη Θεσσαλονίκη, μετά της μητρός βέβαια, για να μαζέψει τα πράγματά της… Τριγύριζα συνέχεια ένα γύρω, αλλά ελάχιστα μπορέσαμε να βρεθούμε – ούτε λόγος για σεξ βέβαια… Την παρακαλούσα να τα βροντήξει και να έρθει μαζί μου – τίποτα: ο μπαμπάς είχε την καρδιά του, θα πάθαινε… κατέβηκα δυο τρεις φορές στην Αθήνα, Σαββατοκύριακα και καθημερινές, αλλά μάλλον μας είχαν πάρει χαμπάρι οι δικοί της και σχεδόν της απαγόρευαν να βγαίνει από το σπίτι.
Από κει και πέρα, το Ταζ Μαχάλ του έρωτα της Ελιζαμπέτας άρχισε να γκρεμίζεται, στην αρχή κάτι σοφάδες, μετά οι στέγες, μετά όλο κάτω – σκέτα μπάζα… Κάποιες συναντήσεις του καλοκαιριού που τις περίμενα πως και πως δεν έγιναν ποτέ – αρρώστησε ο μπαμπάς… σε ό,τι πρότεινα η απάντηση ήταν όχι, όχι, όχι, δε μπορώ… και να κλαίει…
Απηυδησμένος κι εγώ έφυγα με φίλους για τα νησιά… Πάτμος, Κως, Κάλυμνος… στην Κάλυμνο έτυχε τώρα και συνάντησα μια Δανέζα, την ερωτεύτηκα – και ρεφάρισα ερωτικά για τα βάσανα του χειμώνα και της άνοιξης και του μισού καλοκαιριού…
*
Πόσα χρόνια περάσανε; Είκοσι τρία… Εκείνα τα είκοσι τρία τριαντάφυλλα που μου είχε στείλει στη γιορτή μου η Ελιζαμπέτα τα συντηρώ ακόμα… κι όταν με ρώτησε η γυναίκα μου της είπα πως μου τα είχε φέρει στη γιορτή μου ένας θείος μου που πέθανε και τα κρατάω αποξηραμένα – για ενθύμιο.
Από panosz
Ξαφνικά, πρόβλημα, τρομερό: μεταγραφή εν όψει! Ο μπαμπάς της ήταν γυμνασιάρχης, αυστηροτάτων αρχών, και δεξιός. ΠΑΣΟΚ είχαμε τότε, αλλά κίνησε γη και ουρανό, είχε τα κατάλληλα κονέ στο Υπουργείο Παιδείας – και παρόλο που η αίτηση της μεταγραφής ήταν εκπρόθεσμη και έλλειπαν δικαιολογητικά, την πέρασε…
Όταν έμαθα πως έρχεται η μαμά της στη Θεσσαλονίκη για να καταθέσει την αίτηση για τη μεταγραφή, που τη θεωρούσαν σίγουρη, πλάνταξα… να φύγει η Ελιζαμπέτα από τη Θεσσαλονίκη… να μη τη βλέπω, να μη της μιλάω… αδιανόητο! Έκλαιγε κι αυτή, αλλά δεν τολμούσε να εναντιωθεί στη θέληση του μπαμπά της, τι να του έλεγε κιόλας – δε θέλω μεταγραφή στην Αθήνα γιατί στη Θεσσαλονίκη βρήκα αυτόν τον τύπο με τα μούσια και τα μαλλιά και δε θέλω να κουνήσω ρούπι;
Έμεναν δυο μέρες, Πέμπτη και Παρασκευή και έληγε η προθεσμία. Μέσα στην απελπισιά μου σκέφτηκα πως η λύση του προβλήματος ήταν να κλείσει η Γραμματεία, για να μην ολοκληρωθούν εγκαίρως οι διαδικασίες. Κι επειδή δε μπορούσα να την κλείσω, σκέφτηκα να την κάψω.
Πήγα λοιπόν πριν ξημερώσει Πέμπτη και έβαλα τρία γκαζάκια, μ’ ένα βραδύκαυστο φιτίλι, στην πόρτα της Γραμματείας. Τηλεφώνησα και στην Ελευθεροτυπία από ένα θάλαμο που υπήρχε εκεί κοντά και …το μπουμπούνησα! Άναψε φωτιά, ήρθε η Πυροσβεστική, η ασφάλεια, χαμός… Πάει η Πέμπτη, η Γραμματεία δε δούλεψε!
Το πρωί της Παρασκευής, εγώ απίκο να παρακολουθώ… Προς μεγάλη μου απογοήτευση, όλα λειτουργούσαν κανονικά… Τι να κάνω, ξαναπαίρνω τηλέφωνο στη Ελευθεροτυπία και λέω πως θα σκάσει μπόμπα… Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, βλέπω το κτήριο να εκκενώνεται, μετά τα χθεσινά γκαζάκια πήραν το τηλέφωνο στα σοβαρά… Βλέπω και τη μαμά της Ελιζαμπέτας να κατεβαίνει από τη ράμπα τρεχάτη – και μαθαίνω αργότερα σε μια δίλεπτη συνάντηση μας στο κυλικείο της άτυχης Νομικής, ότι δεν είχε προλάβει να καταθέσει τη ρημάδα την αίτηση μεταγραφής και θα έφευγε άπρακτη για Αθήνα.
Θρίαμβος! Γύρισα αργά το βράδυ στο σπίτι, μπαρουτοκαπνισμένος – κατά κάποιον τρόπο… Εκείνη τη μέρα ήταν τα γενέθλιά μου, έκλεινα τα 23 και όπως πάντα οι γονείς μου το γιόρταζαν. Όλο το σόι, θείοι, θειάδες, ξαδέρφια είχε έρθει να μου ευχηθεί, όλοι ρωτούσαν που χάθηκα – αλλά εγώ έλειωσα όταν είδα μια ανθοδέσμη με είκοσι τρία κόκκινα τριαντάφυλλα και μια καρτούλα με ευχές, με την υπογραφή «Ε»…
*
Νόμισα πως είχα νικήσει το θηρίο, αλλά λίγες μέρες μετά η Ελιζαμπέτα έρχεται στην Ιατρική και μου λέει κλαίγοντας πως η μεταγραφή της εγκρίθηκε και θα έφευγε αμέσως, την άλλη μέρα δηλαδή, για Αθήνα!
Πριν συνειδητοποιήσω τι γίνεται, βρισκόμαστε στο σιδηροδρομικό σταθμό να την αποχαιρετάω… Φιλιά, αγκαλιές, κλάματα… Έρχεται το τραίνο, μπαίνει μέσα… εγώ να τα έχω στυλώσει, σα να με βιδώσανε, σα να μπορούσα να το κρατήσω το ρημάδι, να μη φύγει…
Μένω στην έρημη αποβάθρα και παίρνω ευθύς την απόφασή μου: τρέχω στα εκδοτήρια και ρωτάω πότε έχει τραίνο για Αθήνα. Είχε – σε τέσσερις ώρες, βγάζω φοιτητικό, 295 δραχμές…
Με την κίνησή μου αυτή έχανα οριστικά το εργαστήριο της Ιστολογίας, στο οποίο δεν είχα κανένα περιθώριο απουσίας – ο Τσούρας έκλεινε την πόρτα στις οχτώ και τέταρτο το πρωί, κι όποιος μπήκε μπήκε, οι απέξω απουσία… Ολόκληρα σκηνικά είχαν στηθεί, να τον απασχολούν οι συνάδελφοι όσο έπαιρνε τις παρουσίες, για να προλαβαίνω να χώνομαι μέσα κι εγώ που έφτανα πάντα καθυστερημένος, άνοιγε η βοηθός – είναι καθηγήτρια τώρα – την πόρτα, στη ζούλα… Άγχος κάθε φορά… και μετά διαβάζαμε το ΠΟΝΤΙΚΙ, ανάμεσα στα μικροσκόπια, με την Κασσιανή. Τη ρωτάει μια φορά η βοηθός – δε σας ενδιαφέρουν όλα αυτά, κι αυτή απαντάει όχι, εγώ θα πάω στο ΙΚΑ…
*
Πήρα το επόμενο τραίνο λοιπόν και ακολούθησα την Ελιζαμπέτα στην Αθήνα. Έμενε Φυλής και Εορδαίας 2, κοντά στους Αγίους Πάντες – ή Άγιο Παντελεήμονα; – τρίτος όροφος… Η Φυλής είχε ακόμα αρκετά μπουρδέλα και το βράδυ η περασιά ήταν δύσκολη για τις κοπελιές από συντηρητικά και θεοσεβούμενα σπίτια…
Είχε φτάσει σούρουπο, έφτασα κι εγώ τέσσερις -πέντε ώρες αργότερα, νύχτα. Παίρνω τηλέφωνο από το θάλαμο της πλατείας, ευτυχώς το σηκώνει αυτή, φαίνεται οι δικοί της ήταν σε απόσταση ασφαλείας, σε πεθύμησα μου λέει – αν με πεθύμησες κατέβα να με δεις της λέω, που είσαι, απέναντι από το σπίτι σου, το βλέπω κιόλας, από το πλάι… μα πώς να βγω, τι να τους πω – τελικά εφευρίσκει μια επείγουσα επίσκεψη στο ψιλικατζίδικο και κατεβαίνει…
Την είδα λιγότερο από πέντε λεπτά – τα περάσαμε αγκαλιασμένοι, σε μια γωνιά…
Μένω μόνος, είναι αδύνατο να πάρω πάλι τηλέφωνο, τι να κάνω κι εγώ, αρχίζω να σουλατσάρω στη Φυλής. Τα κορίτσια από τις πόρτες με καλούν επίμονα να περάσω μέσα, αλλά εμένα το μυαλό μου στον τρίτο όροφο, γωνία με Εορδαίας… Αρχίζω να πεινάω κιόλας, δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα μου από την προηγούμενη μέρα, τσούκου τσούκου καμιά σαρανταριά λεπτά με το πόδι, φτάνω Ομόνοια, όπου αναστυλώνομαι σωματικά με δυο απανωτά πιάτα πατσά, στην Αγίου Κωνσταντίνου.
Επιστρέφω στη Φυλής με το πάσο μου, κοντεύει τέσσερις… Πιάνω παγκάκι, γιατί στις οχτώ το πρωί θα έβγαινε…
*
Βγαίνει – με τον πατέρα της μαζί… Γκαντεμιά… Παίρνουν ταξί, παίρνω κι εγώ το επόμενο, χωρίς άγχος – γιατί ξέρω τον προορισμό τους, η Γραμματεία της Νομικής… Πάνε μαζί στη Γραμματεία και μετά ο μπαμπάς φεύγει, αφού τη συνοδεύει ως την αίθουσα τάδε, που είχε μάθημα. Εγώ απέξω, μπάστακας!
Αργεί να βγει, δεν κρατιέμαι και μπαίνω. Μικρή αίθουσα, κάθομαι στην πίσω σειρά που είχε δυο τρία κενά καθίσματα και περιμένω μήπως και στρέψει το κεφάλι…
Κάποια στιγμή με βλέπει, σηκώνεται και βγαίνουμε έξω. Δεν έφυγες ακόμα; με ρωτάει. Καλυπτόμαστε πίσω από κάτι φυτά και φιλιόμαστε και χαϊδευόμαστε, για κανένα τέταρτο – έπρεπε να φύγει πάλι, ο μπαμπάς περίμενε. Όλα αυτά, εκεί – στο ηρωικό Θησείο…
Ίσα που πρόβαλα να της πω τη φαεινή ιδέα μου, να ξανακάνει αίτηση μεταγραφής για τη Θεσσαλονίκη, να κάνει τη στεναχωρημένη για να πείσει τους δικούς της. Μου λέει τα ίδια, πως φοβάται τον πατέρα της – θα τον σκίσω! ωρύομαι εγώ, βάζει τα κλάματα αυτή και πάνω στη σύγχυση της στιγμής της αποκαλύπτω πως εγώ είχα κάψει τη Γραμματεία στη Θεσσαλονίκη, για να εμποδίσω τη μεταγραφή της…
Με κοιτάζει με πελώρια μάτια και με αγκαλιάζει σφιχτά, αλλά μετά αρχίζει να φοβάται πάλι… κι αν τούτο κι αν εκείνο… και πρέπει να φύγει για το σπίτι της…
Γυρίζουμε μαζί, με τρόλευ και αστικό στη Φυλής, θα μείνω εδώ και θα σε περιμένω, απόγευμα και βράδυ – της λέω. Βγαίνει το απόγευμα για γάλα – τη βλέπω για πέντε λεπτά και μετά ξαναβγαίνει τάχα πρέπει να κατέβει στην αγορά για να αγοράσει μπότες, οπότε περνάμε μαζί μέχρι το σούρουπο και μετά δίνει ρεσιτάλ, καθώς εξασφαλίζει έξοδο από το μαντρόσκυλο με αιτιολογία ότι θα βγει με κάτι συναδέλφισσες για να πάρει τις σημειώσεις τους για τα μαθήματα.
Περνάμε μαζί λίγες ώρες, ούτε που σκέφτομαι να της προτείνω να μπούμε σ’ ένα ξενοδοχείο, όχι πως θα δεχόταν κι αυτή δηλαδή… Τη βγάζουμε σε καφετέριες και σουλατσάροντας… Επιστρέφουμε μετά τα μεσάνυχτα στη Φυλής, εγώ υποτίθεται πως θα πάρω το τραίνο, αλλά ποιο τραίνο; Το τελευταίο φεύγει στις έντεκα από το σταθμό…
Περνάω σ’ ένα από τα παγκάκια του Αγίου Παντελεήμονα, αν ήταν αυτός, και δεύτερο βράδυ.
*
Την άλλη μέρα το πρωί, μπάστακας πάλι έξω από το σπίτι της, με το γαλατάκι μου στο χέρι. Μα δεν έφυγες, έχασα το τραίνο, πάμε μαζί στη σχολή της, όπου αρχίζω να παρακολουθώ κι εγώ και να μαθαίνω οικονομικά… Να βρεθούμε – κι αν βρεθούμε τι θ’ αλλάξει; Αρχίζω να βλέπω τις πρώτες ρωγμές, αλλά είναι νωρίς ακόμα, ο έρωτάς μου υψώνεται υπερήφανος, κοτζάμ Ταζ Μαχάλ…
Το βράδυ όμως αποχαιρετιόμαστε στις δέκα και μισή και φεύγω σφαίρα, ποδαράτος, για Σταθμό Λαρίσης… Το τελευταίο τραίνο μόλις έχει αρχίσει να κινείται, πηδάω επάνω και πληρώνω και πρόστιμο επειδή δε είχα βγάλει εισιτήριο στα εκδοτήρια…
Φτάνω στο πατρικό μου στην Τούμπα, αντικρίζουν οι δικοί μου ένα ζόμπι, άπλυτο, άυπνο, ταλαίπωρο – καλά ρε συ, μου λέει ο πατέρας μου, εσύ μας είπες πως πας μέχρι το σταθμό να αποχαιρετίσεις κάποια φίλη σου, στο φεγγάρι πήγες; Με κοιτάζει αμίλητος καθώς αδειάζω τα πιάτα, τότε δεν το παίρνω χαμπάρι, δε λέει κι αυτός τίποτα βεβαίως, αλλά τώρα είμαι σίγουρος πως διαβάζοντας στη Μακεδονία για τα γεγονότα του Οικονομικού και συνδυάζοντάς τα με τις δικές μου κινήσεις κατάλαβε πως εγώ τα είχα κάνει όλα – και μάλιστα για λόγους καψούρας…
*
Μετά πέσαμε στα δύσκολα τηλέφωνα… να είμαι εγώ συνέχεια στο σπίτι, σκοπιά κανονική, για να πάρει αυτή όταν μπορέσει, από θάλαμο – γιατί από το δικό της σπίτι ήταν αδύνατο – η μάνα της ήταν πάντα εκεί, κέρβερος… Που είσαι ρε Κορωνιά με τη Βόνταφον; Κι όταν βρισκόμαστε τηλεφωνικά, να κλαίμε τη μοίρα μας…
Ήρθε στη Θεσσαλονίκη, μετά της μητρός βέβαια, για να μαζέψει τα πράγματά της… Τριγύριζα συνέχεια ένα γύρω, αλλά ελάχιστα μπορέσαμε να βρεθούμε – ούτε λόγος για σεξ βέβαια… Την παρακαλούσα να τα βροντήξει και να έρθει μαζί μου – τίποτα: ο μπαμπάς είχε την καρδιά του, θα πάθαινε… κατέβηκα δυο τρεις φορές στην Αθήνα, Σαββατοκύριακα και καθημερινές, αλλά μάλλον μας είχαν πάρει χαμπάρι οι δικοί της και σχεδόν της απαγόρευαν να βγαίνει από το σπίτι.
Από κει και πέρα, το Ταζ Μαχάλ του έρωτα της Ελιζαμπέτας άρχισε να γκρεμίζεται, στην αρχή κάτι σοφάδες, μετά οι στέγες, μετά όλο κάτω – σκέτα μπάζα… Κάποιες συναντήσεις του καλοκαιριού που τις περίμενα πως και πως δεν έγιναν ποτέ – αρρώστησε ο μπαμπάς… σε ό,τι πρότεινα η απάντηση ήταν όχι, όχι, όχι, δε μπορώ… και να κλαίει…
Απηυδησμένος κι εγώ έφυγα με φίλους για τα νησιά… Πάτμος, Κως, Κάλυμνος… στην Κάλυμνο έτυχε τώρα και συνάντησα μια Δανέζα, την ερωτεύτηκα – και ρεφάρισα ερωτικά για τα βάσανα του χειμώνα και της άνοιξης και του μισού καλοκαιριού…
*
Πόσα χρόνια περάσανε; Είκοσι τρία… Εκείνα τα είκοσι τρία τριαντάφυλλα που μου είχε στείλει στη γιορτή μου η Ελιζαμπέτα τα συντηρώ ακόμα… κι όταν με ρώτησε η γυναίκα μου της είπα πως μου τα είχε φέρει στη γιορτή μου ένας θείος μου που πέθανε και τα κρατάω αποξηραμένα – για ενθύμιο.
Από panosz
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου