Αν ρωτήσετε κάποια γυναίκα που την κακοποιεί συστηματικά ο σύντροφός της «για ποιο λόγο δεν φεύγεις;», το πιθανότερο είναι ότι θα χαμογελάσει αμήχανα και θα σηκώσει τους ώμους της σ’ ένα παραιτημένο «δεν ξέρω».
Όμως ξέρει. Δεν θέλει να πει. Γνωρίζει ότι δε θα καταλάβουν αυτά που θα πει. Μπορεί ούτε η ίδια να μην τα καταλαβαίνει αυτά που ξέρει. Δεν καταλαβαίνει γιατί όταν ξεκίνησαν οι πρώτες φωνές και βρισιές χωρίς λόγο ή για ηλίθιο λόγο, δεν αντέδρασε.
Δεν καταλαβαίνει γιατί την πρώτη φορά που μαζί με τις φωνές σηκώθηκε απειλητικά κι ένα χέρι, λούφαξε. Δεν καταλαβαίνει γιατί μετά το πρώτο χαστούκι έμεινε εκεί. Δεν καταλαβαίνει γιατί στον πρώτο άγριο ξυλοδαρμό ήλπιζε ότι κάποια στιγμή θα σταματήσει το «πρόβλημα». Δεν καταλαβαίνει γιατί στο πρώτο κάταγμα που έπαθε συνέχισε να ελπίζει ότι...
Όμως ξέρει. Δεν θέλει να πει. Γνωρίζει ότι δε θα καταλάβουν αυτά που θα πει. Μπορεί ούτε η ίδια να μην τα καταλαβαίνει αυτά που ξέρει. Δεν καταλαβαίνει γιατί όταν ξεκίνησαν οι πρώτες φωνές και βρισιές χωρίς λόγο ή για ηλίθιο λόγο, δεν αντέδρασε.
Δεν καταλαβαίνει γιατί την πρώτη φορά που μαζί με τις φωνές σηκώθηκε απειλητικά κι ένα χέρι, λούφαξε. Δεν καταλαβαίνει γιατί μετά το πρώτο χαστούκι έμεινε εκεί. Δεν καταλαβαίνει γιατί στον πρώτο άγριο ξυλοδαρμό ήλπιζε ότι κάποια στιγμή θα σταματήσει το «πρόβλημα». Δεν καταλαβαίνει γιατί στο πρώτο κάταγμα που έπαθε συνέχισε να ελπίζει ότι...
τα πράγματα δε μπορούν να γίνουν χειρότερα. Και δεν καταλαβαίνει πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν, αλλά το ξέρει ότι θα γίνουν.
Σε ένα μεγάλο μέρος των ελλήνων ψηφοφόρων βλέπω τις αντιδράσεις μιας κακοποιημένης γυναίκας που ζει μέσα στο φόβο και τον πόνο, αλλά δε φεύγει. Επί πέντε χρόνια τους ξευτιλίζουν, τους δέρνουν, τους κοροϊδεύουν μέσα στα μούτρα τους, τους παίρνουν ό,τι βγάζουν από τη δουλειά τους, αλλά αυτοί δε φεύγουν. Ελπίζουν. Δεν ξέρουν σε τί, αλλά ελπίζουν.
Οι εκλογές είναι σαν την κακοποιημένη γυναίκα που αποφασίζει να απευθυνθεί κάπου για να τη βοηθήσουν. Για να καταγγείλει τη βιαιότητα που καθημερινά υφίσταται. Και τότε ο σκληρός άντρας μεταμορφώνεται σε πριγκιπόπουλο. Την αγκαλιάζει. Της μιλάει τρυφερά. Της λέει ότι ξέρει πως έκανε κάποια λάθη, αλλά όλα θα διορθωθούν τώρα πια. Της λέει ότι την αγαπάει. Ότι θέλει απλώς να την προστατεύει απ΄ όλους τους άλλους που θα τη δέρνουν ακόμη χειρότερα. Μέχρι και ότι μπορεί να τη σκοτώσουν! Ενώ αυτός δε θα έφτανε ποτέ σε αυτό το σημείο. Και ορκίζεται ότι δεν του αρέσει να τη χτυπάει, αλλά να.. λίγο η ανεργία, λίγο η φτώχεια, λίγο τα νεύρα του είναι που τον κάνουν να ξεφεύγει. Όμως θα στρώσουν όλα. Μόλις γυρίσει σπίτι, όλα θα αλλάξουν.
Κι όταν εκείνη επιστρέφει σπίτι, το ξύλο γίνεται χειρότερο. Το ήξερε. Το ίδιο είχε γίνει και τις προηγούμενες φορές. Κι όταν ο ψηφοφόρος γυρίζει σπίτι του από το εκλογικό κέντρο το ξέρει ότι πάλι τον κορόιδεψαν. Το ξέρει ότι μόλις ξημερώσει θα τον ξευτιλίζουν, θα τον δέρνουν, θα τον κοροϊδεύουν μέσα στα μούτρα του χειρότερα από τις προηγούμενες φορές.
Όμως και οι δύο μένουν επειδή φοβούνται το άγνωστο. Έχουν πιστέψει ότι όλοι οι άλλοι είναι χειρότεροι. Ότι θέλουν να τους σκοτώσουν. Ακόμη κι όταν η γυναίκα βρίσκεται στο τέλος της σκάλας από την οποία έπεσε και βλέπει τον βασανιστή της να της λέει γελώντας «δε γλίστρησες, εγώ σ’ έσπρωξα», ακόμη κι όταν ο ψηφοφόρος βρίσκεται στον πάτο της αξιοπρέπειας και του λέει ο υπουργός που ψήφισε «δε σ’ έσπρωξε ο Τόμσεν, εγώ σε έσπρωξα», ακόμη και τότε δεν φεύγουν.
Και μένουν…
Έγραψε ο ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου