Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

«Χρειάζονται τη Χρυσή Αυγή ως μπράβο»

Καμία διάθεση να συγκρουστεί με το φασισμό δεν έχει η κυβέρνηση, λέει στο TPP ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Σεραφείμ Σεφεριάδης, γιατί –όπως εξηγεί- τον χρειάζεται ως «μπράβο» για εκφοβισμό και για να περνά την πολιτική των μνημονίων. 
  
«Η κυβέρνηση κινήθηκε εναντίον της Χρυσής Αυγής για λόγους καθαρά εκλογικούς» δηλώνει. Στην άλλη πλευρά, όσων θέλουν να δουν την κοινωνία να ενεργοποιείται, επισημαίνει ότι...
αυτό θα πρέπει να γίνει μέσα από ακριβείς διατυπώσεις εναλλακτικών, που στον πυρήνα τους θα έχουν το μείζον ζήτημα της λογοδοσίας.
  
Παρά τον τολμηρό και αποκαλυπτικό λόγο του για τη ζοφερή πραγματικότητα, ο Σεραφείμ Σεφεριάδης παραμένει ωστόσο, αισιόδοξος, πιστεύοντας ότι η κοινωνία θα εξεγερθεί (ξανά) μέχρις εσχάτων, ζητώντας πραγματική δημοκρατία.
   
Η συνέντευξη στο ThePressProject και τη Βασιλική Σιούτη:
   
-Η συνομιλία του γενικού γραμματέα της κυβέρνησης με τον υπόδικο βουλευτή του νεοναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής, επιβεβαίωσε τη στενή σχέση συνεργατών του πρωθυπουργού μαζί τους, όπως πολλοί υποψιάζονταν. Είναι όμως, μόνο θέμα Μπαλτάκου κατά τη γνώμη σας, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση;

«Και μόνο η υποψία μιας θετικής απάντησης στο ερώτημα αυτό (ότι, δηλαδή, πράγματι πρόκειται για μεμονωμένο, ατυχές περιστατικό) συνιστά εκκωφαντικό παραλογισμό. Και στις πιο μικρές και ανώδυνες εκφάνσεις του δημόσιου βίου, οι διαδικασίες επιλογής κομβικών αξιωματούχων, ανθρώπων που στελεχώνουν νευραλγικές θεσμικές θέσεις, απηχούν όχι μόνον ιδεολογική συνάφεια, αλλά και κάτι παραπάνω: οντολογική σύμπτωση.

Ο γ.γ. της κυβέρνησης είναι το alter ego του πρωθυπουργού –ο άνθρωπος με τον οποίο επικοινωνεί με νεύματα, με ένα βλέμμα. Η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός (αλλά και όλοι όσοι συμμετέχουν ιδεολογικά, με πράξεις ή παραλείψεις, στο εγχείρημά του –την κατεδάφιση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων) είναι καταστατικά υπόλογοι, και –όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης- άλλη ερμηνεία δεν χωρεί. Έχει περίτρανα αποκαλυφθεί ότι η ναζιστική ακροδεξιά βρίσκεται στον πυρήνα της εκτελεστικής εξουσίας. Τα ΜΜΕ προσπαθούν στις περιστάσεις να αναπλαισιώσουν τη συζήτηση στο πλαίσιο που οι κυρίαρχοι προτάσσουν: ότι ο πρωθυπουργός δεν ήξερε και πως, όταν επιτέλους, έμαθε εξοργίστηκε.

Υποστηρίζουν έτσι, ίσως χωρίς απολύτως να το κατανοούν (μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι), ότι ο πρωθυπουργός υπήρξε απολύτως ηλίθιος. Υπό το φως του πειράματος ΓΑΠ (και των απογόνων: ελιά, ξύδι, ας υιοθετήσει ο καθένας τον καρπό που επιθυμεί), αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, όμως και πάλι η πολιτική (και λογική) κατρακύλα δεν αποσοβείται. Ας το λάβουν υπόψη τους αυτό κυρίως οι όψιμοι κατήγοροι –ο αναιδής και προσβλητικός αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και οι ανερυθρίαστα νομικίζοντες «αριστεροί» της ιδιοτελούς αντιποίησης συμβόλων και οραμάτων».


-Εσείς πως κρίνετε την αντίδραση της κυβέρνησης στο θέμα της υπόθεσης αυτής;

«Υπήρξε απολύτως αναμενόμενη. Μια κυβέρνηση ένοχη –με την ενοχή της ναζιστικής συνέργειας- είναι απολύτως εύλογο να μεταθέτει τη συζήτηση στα δευτερεύοντα, τα τριτεύοντα και τα ασήμαντα. Υστερικές καταγγελίες υποκλοπών, στροφή στα ιερά και όσια της δήθεν «ανεξάρτητης δικαιοσύνης» επί της οποίας καμιά πίεση δεν ασκείται (πράγματι, το πιο σύντομο ανέκδοτο των ημερών), για να συγκαλυφθεί το μείζον: η ιδεολογική και πολιτική σύμπλευση της κυρίαρχης επιλογής –της βίαιης καταλήστευσης της κοινωνίας για να διατηρηθούν και αναπαραχθούν τα προνόμια μιας αισχρής μειοψηφίας- με το ναζισμό. Όλα αυτά είναι απολύτως αναμενόμενα –μόνο που αποτελούν ένα ακόμη τεκμήριο ενοχής. Αναρωτιέται κανείς με έστω στοιχειώδη ιστορική συνείδηση: Μα με πόση ακόμα ευτέλεια και υποτίμηση της νοημοσύνης μας είναι οι άνθρωποι αυτοί έτοιμοι να μας βομβαρδίσουν;

​Επειδή όμως αναφέρθηκα σε πιέσεις επί της δικαιοσύνης, να πω ότι, ενώ τα ΜΜΕ παρουσιάζουν το θέμα ως πιέσεις για την πάταξη των ναζιστικών δράσεων, αυτό με το οποίο στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε είναι πιέσεις για την εξακολουθητική ασυλία τους: οι 32 δικογραφίες στο γραφείο Δένδια παραπέμφθηκαν στη δικαιοσύνη εξαιτίας του θανάτου του Παύλου Φύσσα, του μάρτυρα αυτού του αντιφασιστικού αγώνα, όχι εξαιτίας κάποιας κυβερνητικής ευαισθησίας. Η κυβέρνηση –όλοι αυτοί οι λόγω και έργω ακροδεξιοί της κατάλυσης των κοινωνικών δικαιωμάτων- δεν έχουν καμιά πρόθεση να συγκρουστούν με το φασισμό διότι, πολύ απλά, τον εκκολάπτουν και τον χρειάζονται».
-Η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής από την κυβέρνηση δηλαδή δεν είναι αποτελεσματική;

«Η κυβέρνηση κινήθηκε εναντίον της Χρυσής Αυγής για λόγους καθαρά εκλογικούς. Υπό το φως του όγκου των ήδη αποκαλυμμένων μεταξύ τους δολοπλοκιών, είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς το φαύλο σκεπτικό τους σε όλες τις επιχειρησιακές του λεπτομέρειες. Όμως η δεσπόζουσα αρχή είναι ξεκάθαρη. Έλεγε η Σαμαρική δεξιά στη Χρυσή Αυγή: βοηθήστε μας να σταθεροποιήσουμε την κατάσταση, εννοείται πως εμείς θα είμαστε από πάνω, κάντε τα κουμάντα σας. Κάπου, το μοτίβο αυτό φαίνεται πως χάλασε. Η δολοφονία Φύσσα απείλησε να προκαλέσει αντιφασιστική κοινωνική έκρηξη (την ώρα που η πυρηνική δεξιά ψήφος απειλούνταν), και έτσι η κυβέρνηση προχώρησε σε διώξεις. Η συγκυρία Μπαλτάκου τα αποκαλύπτει όλα αυτά, όμως το συνολικό πλαίσιο του σκεπτικού δείχνει πως (και πώς) το γενικό εγχείρημα αποσκοπεί σε παγίωση της υφιστάμενης κυριαρχίας, της καταστολής κάθε φωνής αντίστασης.

Η κυβέρνηση –και όχι μόνο αυτή: κάθε κυρίαρχος και με την κυβέρνηση συνεργαζόμενος- ποτέ δεν θα προβεί σε εκκαθάριση του ναζιστικού κόπρου. Και ο λόγος είναι απλός: τον χρειάζεται. Χρειάζεται τα τάγματα εφόδου για εκφοβισμό και για να μπορεί να υλοποιήσει τα μνημόνια που έρχονται –ανεξαρτήτως του πώς αυτά θα ονομαστούν (διότι, προφανώς, δεν θα αποκαλούνται «Μνημόνια»)· χρειάζεται τη γενικευμένη πολιτική και κοινωνική καταστολή. Το σημείο αυτό είναι αναγκαίο να το κατανοήσουμε και να το τονίσουμε: Ποτέ η κυριαρχία δεν πρόκειται να αφοπλίσει πλήρως τη δολοφονική, φασιστική της συνιστώσα. Σε συνθήκες οργανικής κρίσης, η κυριαρχία δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς βία, χωρίς προγραμματικά συγκροτούμενη δολοφονία. Θέλει βέβαια να έχει πάντα το πάνω χέρι –να έχει τη Χρυσή Αυγή ως μπράβο. Στο διάλογο αυτό προκύπτουν ασυμφωνίες: ο μπράβος θέλει πάντα κάτι παραπάνω, και ο «μεγαλοαστός» κυρίαρχος (όπως λέει και ο Μπαλτάκος) την ανωνυμία του δολοφονικού εντολέα. Μεταξύ τους είναι αναπόφευκτο να ξεσπάσουν έριδες –όμως είναι τέτοιου τύπου έριδες. Το λαϊκό κίνημα πρέπει να το έχει υπόψη του».

-Εκτιμάτε ότι θα υπάρξουν πολιτικές συνέπειες ή το θέμα θα σταματήσει εδώ;

«Νομίζω ότι συνέπειες έχουν ήδη υπάρξει. Είδαμε ήδη πράγματα δια γυμνού οφθαλμού, που ως τώρα τα βλέπαμε δια οφθαλμού μόνον κατά τι εκπαιδευμένου σε κινηματικά βιώματα. Και πάλι όμως η εμπειρία της ναζιστικής συνέργειας της εκτελεστικής εξουσίας (της προεδρεύουσας Ευρωπαϊκής χώρας –για να ευθυμήσουμε και λίγο) οφείλει να ερμηνευθεί και να αποδοθεί ρητά και εμπεριστατωμένα στη δημόσια σφαίρα. Η συνταρακτική αποκάλυψη ότι –ναι!- η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση που διατείνεται πρωτογενή πλεονάσματα, εξόδους στις αγορές και άλλα φαιδρά παρόμοια είναι υποχείρια των συναλλαγών της με ναζί δολοφόνους, πρέπει να γίνει κτήμα όσων υφίστανται την κυριαρχία –όλων των απλών ανθρώπων. Αυτό είναι καθήκον της πολιτικής Αριστεράς, που είναι πολιτική Αριστερά γι αυτό και μόνο το λόγο: για να συμπυκνώνει και να γενικεύει την εμπειρία των απλών ανθρώπων. Αν αυτό επιτευχθεί –που πρέπει και είναι απολύτως εφικτό να επιτευχθεί- ναι, οι συνέπειες της αποκάλυψης του ναζιστικού προφίλ του υπουργικού συμβουλίου μπορεί πράγματι να είναι καταλυτικές. Αν πάλι όχι, θα πρέπει να διανυθεί ο γνωστός επώδυνος και μακρύς δρόμος προς τη συνειδητοποίηση…».

-Η διάκριση των εξουσιών πόσο ισχύει στην Ελλάδα σήμερα; Πόσο γίνεται σεβαστή;

«Αυτό είναι ένα ωραίο ερώτημα που απαντιέται μόνο με την ανασκευή του. Στην αστική δημοκρατία η διάκριση των εξουσιών συνιστά δομική πρόνοια με σκοπούμενη λειτουργία την αναπαραγωγή της υφιστάμενης κυριαρχίας. Με άλλα λόγια (και για να γίνει ο παραπάνω αφορισμός καλύτερα κατανοητός), το σύστημα ορίζει πως πρέπει να υπάρχουν τεκμήρια πολιτειακής αρετής προκειμένου η ωμή κυριαρχία να μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό της (αυτή είναι άλλωστε και η υπόδειξη του Μακιαβέλι στον Ηγεμόνα). Ως επικοινωνιακό και ιδεολογικό μοτίβο, η περίφημη «διάκριση των εξουσιών» είναι, ως εκ τούτου –και από καταβολής της, απάτη. Διάκριση των εξουσιών (πραγματικών εξουσιών, και όχι απλώς του εκάστοτε προσωπικού που τις στελεχώνει) δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ. Η διαπίστωση της πραγματικότητας αυτής αποτελεί –παραδόξως- μια πρωτοπορία της Ελλάδας: Πιστεύει άραγε κανείς έλληνας πολίτης ότι εισαγγελέας χ, λ.χ., του Αρείου Πάγου ανήλθε στη θέση της ερήμην των πολιτικών της καταβολών και πιστεύω; Ακόμη και τα πιο συμβατικά εγχειρίδια πολιτικής επιστήμης υποστηρίζουν ότι η δικαστική εξουσία επιτελεί εγγενώς πολιτικές λειτουργίες. Αλλά για να απαντήσω στο ερώτημά σας ρητά: Διάκριση των εξουσιών δεν ισχύει στην Ελλάδα και, όπου φαίνεται να ισχύει, είναι εξόχως απατηλή. Λειτουργοί που ενδεχομένως θα ήθελαν να αντιταχθούν στον Αρμαγεδδώνα της κοινωνικής καταλήστευσης είτε δεν θα ανελιχθούν είτε θα διωχθούν. Είναι σε όλους αυτονόητο –και πώς να μην είναι όταν ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας αισθάνεται άνετα με το να διαγράφει στο έδρανο του προεδρείου της Βουλής όποιον βουλευτή «του» –φορέα νομοθετικής, κατά τα άλλα, εξουσίας- διαφωνεί με τις επιλογές του;

Πρόκληση δική μας, όσων αισθάνονται τη χυδαία αυτή πραγματικότητα, είναι να οραματιστούν εμπράγματα νέους θεσμούς που θα ελέγχουν αποτελεσματικά τους εν γένει επικεφαλής».

-Τελευταία υπάρχει όχι μόνο υποχώρηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, αλλά και ιδιαίτερα προβληματική λειτουργία των θεσμών. Γιατί η δημοκρατία δεν αμύνεται; Γιατί η κοινωνία δεν υπερασπίζεται τη δημοκρατία που πλήττεται βάναυσα;

«Ειδικά σε περιόδους κρίσης, η απάντηση είναι αφόρητα απλή: Οι θεσμοί υπολειτουργούν διότι είναι εκ της φύσεώς τους ανεπαρκείς. Ή, για να το διατυπώσω αλλιώς, επιτελώντας την εγγενώς ελλιπή λειτουργία τους, οι θεσμοί αδυνατούν να αντισταθούν στην καθημερινή συρρίκνωση της δημοκρατίας. Η διαπίστωση αυτή πρέπει να τεθεί ρητά: Ως πολιτικό εγχείρημα που αποσκοπεί στην ουσιαστική πολιτική ισονομία, η δημοκρατία ως έννοια και όραμα δεν μπορεί να αισθάνεται άνετα με τους υφιστάμενους θεσμούς –είναι θεσμοί φτιαγμένοι για να διευκολύνουν τους κυρίαρχους στη συγκάλυψη των εγκλημάτων τους. Κι αυτό αποτελεί γέφυρα για το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας, περί της στάσης της κοινωνίας. Παρά την εκκωφαντική ανοησία των πολιτικών παραγόντων των ημερών, η κοινωνία αντιλαμβάνεται –ίσως καλύτερα απ’ τον καθένα- ότι αυτό που μπροστά στα εναγώνια μάτια της διαδραματίζεται δεν αφορά τα δικά της συμφέροντα, τη δική της υπόθεση. Η δημοκρατία που πλήττεται βάναυσα δεν είναι η δική της δημοκρατία, δεν είναι η αληθινή, η πραγματική δημοκρατία –είναι μια φαύλη, επιλεκτική και προσχηματική επίκληση δημοκρατικών αρχών προκειμένου να προωθηθούν επιδιώξεις απόλυτα απολυταρχικές. Το πρόβλημα για όσους απασχολούνται με το όραμα της ενεργοποίησης του Δήμου έγκειται στην ακριβή διατύπωση των αναγκαίων εναλλακτικών που στον πυρήνα τους θα πρέπει να έχουν το μείζον ζήτημα της λογοδοσίας.

Στις περιστάσεις, πρέπει να μιλήσουμε απλά: η κοινωνία δεν θα κινηθεί ποτέ για να υπερασπίσει την ψευδεπίγραφη «δημοκρατία» που έχει γνωρίσει. Θα εξεγερθεί όμως μέχρις εσχάτων –και ας μην εκπλαγούμε- ζητώντας την πραγματική δημοκρατία. Η ευθύνη του προσδιορισμού της και οι ανάλογες δράσεις που απαιτούνται για την υλοποίησή της έχουν χαρακτήρα απολύτως πολιτικό».

-Τι φταίει κατά τη γνώμη σας και η κοινωνία, παρότι είναι εξοργισμένη, δεν αντιδρά πολιτικά; Δεν συμμετέχει και δεν παρεμβαίνει;

«Είναι καταρχάς λάθος –και λιγάκι προσβλητικό προς την κοινωνία- να πούμε πως αυτή δεν αντιδρά και δεν παρεμβαίνει. Συμβαίνει μάλιστα το ακριβώς αντίθετο: ό,τι σήμερα έχουμε και όποιες ελπίδες ακόμα διατηρούμε, προκύπτουν και απορρέουν από τη στάση της κοινωνίας (ας σκεφτούμε για μια στιγμή τις δεκάδες γενικές απεργίες της πρώτης μνημονιακής περιόδου και σήμερα τις απολυμένες καθαρίστριες). Εννοείτε ίσως ότι δεν έχουμε στις μέρες μας –σήμερα- ένα πάνδημο κίνημα αντίστασης. Όμως στο παρελθόν είχαμε. Η ελληνική κοινωνία αντιστάθηκε όσο σχεδόν καμία άλλη στον βλακώδη νεοφιλελευθερισμό όσων –με το αζημίωτο- σήμερα αγωνιούν για το πολιτικό τους μέλλον, και πέτυχε την απόλυτη ανατροπή του πολιτικού σκηνικού: καταρρίπτοντας το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα. Όμως η πολιτική αλλαγή που επήλθε είτε δεν έγινε κατανοητή είτε συνειδητά επιχειρήθηκε η φίμωσή της. Οι κινηματικές και συγκρουσιακές παρακαταθήκες της πρώτης μνημονιακής περιόδου αντίστασης παρακάμφθηκαν και αποσιωπήθηκαν προς όφελος μιας εμμονικής επιμονής στο φαύλο συστημικό ορίζοντα (είναι το περιεχόμενο της έννοιας «κοινοβουλευτικός κρετινισμός»). Το κίνημα που έδωσε τα πάντα –και προκάλεσε πάρα πολλά- προκειμένου να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό, μετατράπηκε σιγά-σιγά σε φτωχό συγγενή, σε δυνάμεις «επικίνδυνες» που, αντί να κλιμακώσουν τις δράσεις τους, έπρεπε να χειραγωγηθούν και να ελεγχθούν. Είναι μια δύσκολη και περίπλοκη ιστορία, που όμως μόνο στις πτυχές της μπορεί κανείς να βρει απαντήσεις στα γιατί της σημερινής πρόσκαιρης ύφεσης του διεκδικητικού πολιτικού κινήματος. Όσοι όμως επιχαίρουν γι’ αυτό (μαζί και προπαντός οι γραφειοκράτες των κάθε λογής εσμών), ας είναι επιφυλακτικοί: η κοινωνία είναι εδώ, και εδώ θα παραμείνει. Ας μην ποντάρουν τόσο πολύ την καριέρα και την επιβίωσή τους στην απάθειά της. Πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, η κοινωνία θα επανακάμψει και τότε να δούμε πού ακριβώς θα κρυφτούν…».

-Πολιτική χωρίς πολιτικές θέσεις γίνεται; Και αναφέρομαι στο νέο μηντιακό φαινόμενο, το Ποτάμι, που φιλοδοξεί να παίξει πολιτικό ρόλο, με τις δημοσκοπήσεις να του δίνουν ήδη υψηλά ποσοστά.

«Όχι βέβαια, δεν γίνεται. Και να με συγχωρείτε, αλλά δεν επιθυμώ να σας μιλήσω για το ποτάμι (την ελιά, το ξύδι, το κρασί ή το σαλέπι…). Το μείζον πρόβλημα εδώ είναι το πώς έγινε δυνατόν να φιγουράρουν στο δημόσιο βίο τέτοιες ανυπόστατες πολιτικές εκφορές. Υπάρχουν δυο αλληλένδετες εξηγήσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με τα όσα πιο πάνω συζητήσαμε: έχουν άραγε οι υφιστάμενες εξουσίες κάποιο δεδηλωμένο πρόγραμμα; Μας είπαν ποτέ ότι σχέδιό τους είναι ο αφανισμός της κοινωνίας για να πλουτίζουν εις το διηνεκές οι τράπεζες; Όχι βέβαια. Έτσι και το Ποτάμι. Πολιτεύεται με το πανάρχαιο ό,τι δηλώσεις είσαι (κάτι σαν το «Ελλάς το μεγαλείο σου»). Αρκεί όμως αυτός ο –όντως πανίσχυρος- κώδικας για να ερμηνευθεί το φαιδρό αυτό φαινόμενο; Ναι και όχι. Ναι διότι μας επιβάλλεται κατακλυσμιαία και επιτακτικά από τα ΜΜΕ, όχι διότι προϋποθέτει ένα κενό εκπροσώπησης που επιτρέπει σειδεοτυπικής φαυλότητας μορφώματα τύπου «Ποτάμι» να διατηρούν πρόσκαιρες ελπίδες. (Να τονίσω όμως εδώ ότι είναι πρόσκαιρες. Ας μην έχει κανείς την παραμικρή αμφιβολία ότι το «Ποτάμι» θα καταλήξει σε μεθύστερες αφηγήσεις της μορφής «μας πήρε το ποτάμι, μας πήρε ο ποταμός»). Όμως η πρόσκαιρη εμφάνισή του μας λέει ότι κάτι λείπει από την εκπροσώπηση των «από κάτω». Ότι τα κοινωνικά, πολιτειακά και πολιτικά κενά της ισχύουσας εξουσίας αντιμετωπίστηκαν ρηχά, πεζά, ατελέσφορα. Η κοινωνία όμως αντιδρά. Και όλες αυτές τις ελλείψεις θα τις αντιμετωπίσει –δύσκολα, επίπονα –είναι γεγονός- αλλά, ας είμαστε σίγουροι, θα τις αντιμετωπίσει…».

-Τρόικα, τράπεζες, διαπλοκή. Κανείς τους δεν έχει θεσμοθετημένο ρόλο, κι όμως επηρεάζουν την πολιτική ζωή της χώρας καθοριστικά. Τι σημαίνει αυτό για τη δημοκρατία και την πολιτική διαδικασία; Μπορεί να ανατραπεί υπέρ των πολιτών η κατάσταση αυτή;

«Κατέστη στις μέρες μας απολύτως σαφές ότι η υπερεθνική διάχυση των εξουσιών χωρίς αναφορά στο περιεχόμενο και τις διαδικασίες πιστοποίησης αυτής της διάχυσης αποτελούν φύλλο συκής για την παλινδρόμηση σε –κάποτε ακόμα και προνεωτερικές- μορφές απολυταρχίας. Πρέπει όμως πάραυτα να διαρρήξουμε το θεσμικό μας κέλυφος. Το πρόβλημα που όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιμετωπίζουν είναι βέβαια εν πρώτοις θεσμικό, πρωτίστως όμως είναι πρόβλημα περιεχομένου πολιτικής που άμεσα συναρτάται με το ζήτημα της εξουσίας. Όσοι σήμερα παίρνουν αποφάσεις θέλουν να θεσμοθετήσουν τη βίαιη μεταφορά πλούτου εις βάρος της κοινωνίας. Θέλουν να κανονικοποιήσουν μια απίστευτη (με δι-ιστορικούς όρους πράγματι απίστευτη) μεταφορά πλούτου από τους φτωχούς παραγωγούς στους πλούσιους (και ανίκανους) κηφήνες. Αυτό είναι το περιεχόμενο που διαμορφώνει τους όρους για την τρέχουσα πρακτική των υπερεθνικών θεσμών (όπου αυτοί υπάρχουν). Και πρέπει να πούμε ότι στο πλαίσιό τους καμιά «ανατροπή» δεν είναι εφικτή. Ανατροπή, πραγματική ανατροπή (όχι σε εισαγωγικά), μπορεί να υπάρξει μόνο με νέους θεσμούς που όμως θα συγκροτούνται σε άλλη εντελώς βάση: όχι σε μια βάση προσχηματικής επίκλησης του αστικού κοινοβουλευτισμού με στόχο την κατακρεούργηση της κοινωνίας, αλλά σε βάση που να εγγυάται τη λογοδοσία άμεσα ανακλητών εκπροσώπων με στόχο την έκφραση της κοινωνίας. Είναι κάτι που η κοινωνία, ακόμα και αν έμπρακτα το ζητά (όπως περίτρανα φάνηκε στις αυτοσχέδιες συνελεύσεις των «Αγανακτισμένων» του Συντάγματος), δεν ξέρει ακόμη πώς συγκεκριμένα να το διατυπώσει. Γι αυτό όμως ανέτρεψε το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα, γι αυτό ανέδειξε νέες ριζοσπαστικές δυνάμεις σε περίοπτη θέση. Δικό τους καθήκον είναι να εξειδικεύσουν αυτό το πάνδημο αίτημα. Είναι μείζον, ιστορικό καθήκον…».

-Το πολιτικό σκηνικό εκτιμάτε ότι θα παραμείνει ρευστό για πολύ καιρό ακόμα; Θα δούμε κι άλλες αλλαγές, σε κόμματα, σχηματισμούς, συσχετισμούς κτλ;

«Τα δεδομένα της –όντως ιστορικής μας- συγκυρίας είναι πλέον γνωστά, όπως εξίσου γνωστά είναι και τα αποτελέσματα της λαϊκής ενεργοποίησης. Η ρευστότητα που παρατηρείται στις μέρες μας είναι ρευστότητα που εντοπίζεται πρωτίστως στον πόλο της κυριαρχίας (όπως πριν λέγαμε, ποτάμια, ελιές, σαλέπια…). Το κυρίαρχο μπλοκ προσπαθεί να βρει τρόπους ώστε να μπορεί στο διηνεκές να βαφτίζει το ψάρι κρέας, να λέει μέρα τη νύχτα. Όμως η κοινωνία τους κοιτά με απλή, αν και εκάστοτε απορημένη, περιέργεια. Και επιστρέψτε μου να τους το πω: Δεν έχουν καμιά απολύτως ελπίδα. Ας βρουν κάποιαν άλλη δουλειά κάπου αλλού, όσοι έχουν τη δυνατότητα…



 Όμως μεγάλο τμήμα της ανερυθρίαστης αυτής νομενκλατούρας έχει προσχωρήσει και στην Αριστερά που το κίνημα –ευθέως και ενάντιά της- ανέδειξε. Βλέπουμε, λ.χ., διανοούμενους και «διανοούμενους», εκσυγχρονιστές και μετωπάρχες της Λογικής, λ.χ., υπέρ της αναθεώρησης του Άρθρου 16 να στελεχώνουν πόστα, να διατυμπανίζουν ανερμάτιστες ανοησίες, να καμώνονται τον αριστερό ενώ δεν είναι παρά αγχωμένοι καριερίστες. Όπως είπα και πριν, μικρές θα είναι οι απολαβές τους και νύχτα θα φύγουν, όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι ο φίλαυτος αυτισμός τους βλάπτει σοβαρά το κίνημα που τους ανέδειξε. Η σοβαρή Αριστερά έχει στις συνθήκες αυτές ευθύνες: πολιτικές, προγραμματικές, κινηματικές. Απειλείται –και πώς θα ήταν δυνατόν να μην απειλείται- από γιάπηδες της πολιτικής που απλώς αλλάζουν κοστούμι. Αυτό βάζει επιτακτικά επί τάπητος το ζήτημα της δημοκρατίας στις αριστερές οργανώσεις, το ζήτημα του προγράμματος, το ζήτημα της εσωτερικής λειτουργίας. Αν αυτά δεν αντιμετωπιστούν –τώρα άμεσα ή στο αμέσως εγγύς μέλλον- είναι πιθανό να δούμε ευρύτερες αλλαγές και πολιτικούς μετασχηματισμούς. «Αριστερά» είναι ό,τι αποσκοπεί στην ενδυνάμωση της εργασίας στον αγώνα που διεξάγει ενάντια στο κεφάλαιο, ενάντια σε όσους ιδιοποιούνται και νέμονται κοινωνικό υπερπροϊόν. Όσοι δεν συντάσσονται με την αρχή αυτή σύντομα θα ανακαλύψουν ότι το μάντρα τους επιτακτικά καλεί για «κάτι άλλο». Ας μην απασχολούνται με την Αριστερά, ας κάνουν λοιπόν κάτι άλλο…». 
 

 -Και μια τελευταία ερώτηση: Είστε αισιόδοξος;
   
 «Απολύτως! Είμαι απολύτως αισιόδοξος, όχι μόνο διότι οι αντίπαλοι της κοινωνικής χειραφέτησης είναι ανόητοι, αλλά και διότι η αισιοδοξία είναι –τηρουμένων των αναλογιών- επιστημολογική αρχή που τέμνει τις όποιες ειδικές συνθήκες. Το τρέχον εγχείρημα της κυριαρχίας είναι παντελώς αναποτελεσματικό και καταστρεπτικό. Στην Ελλάδα και διεθνώς, οι κοινωνίες –αργά, κάποτε βασανιστικά- το κατανοούν και θα το ανατρέψουν. Ναι λοιπόν! Όσο κι αν περί του αντιθέτου να μας βομβαρδίζει η –από τα ΜΜΕ διαμεσολαβημένη- τρέχουσα συγκυρία, είμαι απόλυτα αισιόδοξος. Δυστυχείς και μεμψίμοιροι ας είναι οι κυρίαρχοι, οι φαιδροί αναλυτές των μεγάλων ΜΜΕ, και οι πάσης λογής αριβίστες της πολιτικής (όσοι τουλάχιστον έχουν τον νου για να το αντιληφθούν). Ό,τι και να κάνουν –σήμερα, αύριο ή μεθαύριο- το εγχείρημά τους, εκτός από αντιδραστικό, απάνθρωπο και γελοίο, είναι και εγγενώς ανέφικτο. Είμαι, και πρέπει όλοι με κριτικό λόγο και ανιδιοτελές έργο, να είμαστε αισιόδοξοι».
    
Σεραφείµ Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήµης στο Πάντειο Πανεπιστήµιο και Life Member στο Πανεπιστήµιο του Cambridge( Life Member in Politics & History, University of Cambridge (CLH).
  
Βασιλική Σιούτη από ThePressProject