Αφού η υπόθεση των καταθέσεων είναι απολύτως εγγυημένη, τότε γιατί όλοι οι εμπλεκόμενοι συνεχίζουν να ασχολούνται μαζί τους; Το ερώτημα σημαντικό και η απάντηση περίπλοκη, μια και οι ενδείξεις δεν είναι τόσο ξεκάθαρες όσο κάποιοι θέλουν να μας πείσουν.
Μια «γκρίνια» του Προβόπουλου τις προηγούμενες ημέρες άνοιξε μια νέα πτυχή στο θέμα. Ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης, μιλώντας σε συνέδριο στην Πολωνία, άσκησε κριτική (κάτι που σπάνια κάνει) στον τρόπο λειτουργίας του Νέου Μηχανισμού Εκκαθάρισης των Ευρωπαϊκών Τραπεζών που θα τεθεί σε λειτουργία μέσα στον χρόνο που «τρέχει». Αφορμή για την... γκρίνια του Προβόπουλου...
είναι το γεγονός ότι ο μηχανισμός θα έχει μειωμένη αποτελεσματικότητα, αφού δεν θα έχει την αρμοδιότητα να αποφασίζει ποιες τράπεζες είναι βιώσιμες και ποιες όχι.
Τι σημαίνει αυτό κατά τον Προβόπουλο; Ότι καθώς οι αποφάσεις για την εκκαθάριση ενός πιστωτικού ιδρύματος θα λαμβάνονται σε πολλαπλά επίπεδα, η αποτελεσματικότητα θα φθίνει, μια και στη διαδικασία θα υπεισέρχονται δεκάδες παράγοντες.
Όπως είναι γνωστό, για τον μηχανισμό υπάρχει μια γενική προσέγγιση, η οποία με την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης θα καταλήξει σε μια διακυβερνητική συμφωνία,
Κατά την αρχική προσέγγιση, το Ενιαίο Ταμείο για την εκκαθάριση θα δημιουργηθεί από τις εισφορές των τραπεζών για μάξιμουμ 10 χρόνια. Και παράλληλα, ο μηχανισμός θα πρέπει να διαθέτει ένα αξιόπιστο απόθεμα κεφαλαίων.
Σε περίπτωση που τα κεφάλαια δεν είναι επαρκή, η γενική προσέγγιση προβλέπει ότι υπεύθυνες θα είναι οι εθνικές αρχές. Κατά τον Προβόπουλο, η συνέχιση της εθνικής χρηματοδότησης του Ταμείου έχει το σημαντικό μειονέκτημα ότι διατηρείται ο «ομφάλιος λώρος» μεταξύ των τραπεζών και των εθνικών κυβερνήσεων.
Γι’ αυτό και ο τραπεζίτης πρότεινε να περιοριστεί το μεταβατικό διάστημα των 10 ετών για τη δημιουργία του αποθέματος ασφαλείας για τη λειτουργία του Ενιαίου Ταμείου, καθώς ακόμη και μετά τη 10ετία οι πόροι του μηχανισμού μπορεί να εξαντληθούν.
Κατέληξε δε, ότι είναι αναγκαίο το Ενιαίο Ταμείο Εκκαθάρισης να έχει τη δυνατότητα να δανείζεται από τις αγορές και πως η εναρμόνιση του Συστήματος Εγγύησης Καταθέσεων θα αποτρέψει τη φυγή καταθέσεων στο μέλλον σε περιόδους κρίσεων.
Αυτό ακριβώς είναι που φοβάται ο Προβόπουλος, προτείνοντας ένα μοντέλο τραπεζών - μεγαλοεπιχειρήσεων, ανεξάρτητων από τα κράτη.
Tα νούμερα
Το πρόβλημα όμως για την ελληνική περίσταση είναι σοβαρότερο. Και αυτό το γνωρίζει και ο Προβόπουλος. Και αυτό είναι ότι η ελληνική καταθετική βάση συνεχίζει να συρρικνώνεται, χωρίς να υπάρχουν φαινόμενα όξυνσης της κρίσης. Το γιατί είναι απλό: οι Έλληνες δεν στέλνουν πια τα χρήματά τους στο εξωτερικό για να τα προστατεύουν, αλλά τα ξοδεύουν στο εσωτερικό για να εξοφλήσουν τους δυσθεώρητους φόρους και τα χαράτσια.
Το «ροκάνισμα» των καταθέσεων δεν απασχολεί μόνο τον Προβόπουλο, αλλά και τις διοικήσεις των τραπεζών, που βλέπουν τα νούμερα να μην συνέρχονται. Το τελευταίο εξάμηνο, σύμφωνα με αρμόδια τραπεζικά στελέχη, οι ιδιωτικές καταθέσεις μειώθηκαν κατά 5-6 δισ. ευρώ και τα κεφάλαια αυτά έχουν κατευθυνθεί κατά 95% για την εξόφληση χρεών στην εφορία και τα ταμεία.
Τα στοιχεία των τραπεζών δείχνουν ότι από τον Ιούνιο του 2012 που έγιναν οι εκλογές μέχρι τον Μάρτιο του 2013 που σημειώθηκε η κατάρρευση των κυπριακών τραπεζών, οι ιδιωτικές καταθέσεις στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 14 δισ. ευρώ (από 150 δισ. ευρώ στα 164 δισ.). Τα περισσότερα από αυτά προήλθαν από επιστροφές από κυπριακές τράπεζες (υπό τον φόβο της χρεοκοπίας), αλλά και από τα... μαξιλάρια, καθώς ο κίνδυνος κατάρρευσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος άρχισε να απομακρύνεται.
Από τον Μάρτιο όμως και μετά, σημειώνεται ξανά μείωση, η οποία έγινε εντονότερη το τελευταίο εξάμηνο. Και η τάση δεν δείχνει να αλλάζει, καθώς για τα περισσότερα νοικοκυριά η φορολογική επιβάρυνση είναι μεγάλη και η ανάγκη «να μπει χέρι στα έτοιμα» είναι πια μόνιμη...
Φρούδες ελπίδες
Την ίδια ώρα οι ελπίδες που είχαν εναποτεθεί στην επιστροφή καταθέσεων από ξένες τράπεζες δεν επαληθεύονται. Και οι λόγοι είναι δύο:
Πρώτα απ’ όλα η τρόικα δεν δέχεται την αλλαγή του φορολογικού πλαισίου και τη θεσμοθέτηση απαλλαγών ή άλλων ελκυστικών μέτρων για την επιστροφή καταθέσεων από το εξωτερικό.
Και δεύτερον, οι καταθέσεις των Ελλήνων στο εξωτερικό (μετά το «κούρεμα» της Κύπρου) δεν δείχνουν να κινδυνεύουν από έκτακτες αποκοπές ή φορολόγηση προς όφελος του ελληνικού Δημοσίου. Σαν συνέπεια οι καταθέτες νιώθουν πιο ασφαλείς να τις διατηρήσουν εκεί που τις είχαν. Το πρόσφατο παράδειγμα με τις ελληνικές καταθέσεις στην Ελβετία εξηγεί του λόγου το αληθές.
Έτσι, έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια φιλολογίας και παραφιλολογίας για την επιβολή πλαφόν και αναδρομικής φορολόγησης στις καταθέσεις των Ελλήνων στην Ελβετία, πριν από δύο εβδομάδες αποκαλύφθηκε ότι οι δύο χώρες είναι ακόμη μακριά από μια συμφωνία και ακόμη μακρύτερα από τις προϋποθέσεις που έθετε η ελληνική πλευρά.
Οι Ελβετοί διαφωνούν με κάθε ελληνική πρόταση για αναδρομική φορολόγηση των ελληνικών καταθέσεων στην Ελβετία, ενώ όποια συμφωνία γίνει θα αφορά, σύμφωνα με τις ελβετικές απαιτήσεις, τη φορολόγηση των καταθέσεων από εδώ και στο εξής με βάση την ευρύτερη συμφωνία της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το κακό είναι ότι η επιστροφή των καταθέσεων (απαραίτητη προϋπόθεση για την ενίσχυση της καταθετικής βάσης) είναι βασικό προαπαιτούμενο προκειμένου οι τράπεζες να μπορούν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Και κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει. Και αυτό είναι που ανησυχεί τον Προβόπουλο, που βλέπει τις τράπεζες να προχωρούν μεν σε εξυγίανση, αλλά να μην μπορούν να ρίξουν χρήμα στην αγορά, καθώς αυτό... δεν υπάρχει.
«Σκοτεινή» αναμόρφωση
Για τον λόγο αυτό και ο Προβόπουλος βιάζεται να προχωρήσει η διάθεση στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών και η αξιοποίηση των συνεργιών (όπως είναι και οι συγχωνεύσεις στο δίκτυο των Βαλκανίων) θα μπορούσε να ενισχύσει τα κεφάλαιά τους κατά 5 δισ. ευρώ. Δηλαδή σχεδόν το ισόποσο αυτών που «χάθηκαν» το τελευταίο εξάμηνο από τις καταθέσεις.
Οι κινήσεις αυτές γίνονται παράλληλα με την εφαρμογή της δεύτερης φάσης αναμόρφωσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που περιλαμβάνει το νέο επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας των συστημικών τραπεζών (ΕΤΕ, Πειραιώς, Alpha και Eurobank), το οποίο θα τους επιτρέψει να αποπληρώσουν τις κρατικές ενισχύσεις που έλαβαν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για ένα ακόμη βήμα στην κατεύθυνση της στρατηγικής του κεντρικού τραπεζίτη για ανεξάρτητους ομίλους, που θα μπορούν να δανειστούν γρήγορα από τις αγορές.
Ασκήσεις προετοιμασίας
Μπορεί προ ημερών το Ecofin να έβαλε τη βούλα του στην προστασία των καταθέσεων μέχρι το ποσό των 100.000 ευρώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως και ότι προστατευτήκαμε...
Από τη δημοσίευση του Fiscal Monitor του ΔΝΤ (με το οποίο το Ταμείο επανέφερε ενδεχόμενο της φορολόγησης των καταθέσεων προκειμένου να γίνει διαχειρίσιμο το χρέος) και μετά, διάφορες δηλώσεις συσκοτίζουν συστηματικά την κατάσταση.
Στην ουσία πρόκειται για ασκήσεις προετοιμασίας της κοινής γνώμης και των καταθετών με τα θηριώδη μεγέθη σε διεθνές επίπεδο να συνηγορούν υπέρ της άποψης πως «αργά ή γρήγορα» και στην κατάλληλη συγκυρία θα συμβεί το... αναπόφευκτο. Ένα αναπόφευκτο που δεν είναι απαραίτητο να αφορά «κούρεμα των πλουσίων και μόνο, και το οποίο πολλοί αναλυτές συνδέουν με την προωθούμενη (κυρίως από το Βερολίνο) τραπεζική ενοποίηση του συστήματος υπό το πρόσχημα της καλύτερης εποπτείας.
Ίσως να μην είναι και τόσο τυχαίο ότι παλαιότερα ο Stefan Bach, αναφερόμενος μόνο στο χρέος της Γερμανίας, είχε προτείνει την επιβολή έκτακτης εισφοράς της τάξης του 3,4%. Το ποσοστό αυτό προτάθηκε με βάση τα 2,95 τρισ. δολάρια που υπολογιζόταν το χρέος (το 2011) και θα μπορούσε να συγκεντρώσει περί τα 100 δισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχούσε στο 4% του γερμανικού ΑΕΠ.
Εάν αυτό ήταν μια πρόταση για την υγιή Γερμανία, η γενική δοκιμή σε μια μη υγιή περίσταση έγινε με το «κούρεμα» στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου. Τότε το Ταμείο ανέλαβε να διαδραματίσει τον ρόλο του «κακού», καθώς αποφάνθηκε πως δεν υπήρχε άλλη λύση...
Με την προσμέτρηση θετικών και αρνητικών, όλα τα σενάρια παραμένουν ανοικτά στο τραπέζι όσο διογκώνεται το χρέος και βαθαίνει η κρίση. Ίσως το μόνο το ερώτημα να είναι σε ποια συγκυρία και με βάση ποια αφορμή θα μπορούσε να επιχειρηθεί η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου. Και οι ανησυχίες του κεντρικού τραπεζίτη να νοικοκυρέψει στα γρήγορα το «μαγαζί» επιβεβαιώνουν τη γενικότερη ανησυχία...
Από Το Ποντίκι
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου