Επιστολή των «Γεωπόνων του Κόσμου» προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον νέο Κανονισμό που αφορά τον έλεγχο της παραγωγής και κυκλοφορίας των σπόρων και του αναπαραγωγικού υλικού των φυτών.
Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή των "Γεωπόνων του Κόσμου προς τα μέλη της Ευρωπαικής Επιτροπής, τα μέλη του Ευρωπαϊκού και Ελληνικού Κοινοβουλίου και προς κάθε αρμόδιο Κυβερνητικό και μη Κυβερνητικό Οργανισμό:...
Αγαπητοί Κυρίες και Κύριοι
Επιτρέψτε μας να συστηθούμε. Οι «ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» είμαστε μία μη κερδοσκοπική, μη κυβερνητική οργάνωση με έδρα την Αθήνα. Τα μέλη μας είναι γνωστοί επιστήμονες, ερευνητές και έμπειροι επαγγελματίες στον ελληνικό χώρο και στο εξωτερικό. Προέρχονται από τους κλάδους της Γεωπονίας, Δασοπονίας, Αγροτικής Οικονομίας, Προστασία Περιβάλλοντος, των επιστημών της Βιοτεχνολογίας και προστασίας της Βιοποικιλότητας, της Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής και συγγενών γνωστικών αντικειμένων και δραστηριοτήτων.
Σας διαβιβάζουμε την παρούσα επιστολή ζητώντας να ασκήσετε τις απαιτούμενες πιέσεις από την πλευρά σας για την αποφυγή των επιπτώσεων που αναμένονται να προκληθούν από την ψήφιση και εφαρμογή του παραπάνω Κανονισμού, με τον οποίο θα «ρυθμίζονται» θέματα σχετικά με την εμπορία και διακίνηση των σπόρων σποράς όταν κατά γενική ομολογία της επιστημονικής κοινότητας και όχι μόνο, η εφαρμογή του Κανονισμού αυτού αναμένεται να επηρεάσει την βιοποικιλότητα, τις κατά τόπους αγροτικές οικονομίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και συνεπώς την συνοχή των τοπικών αγροτικών κοινωνιών περιλαμβανομένης της χώρας μας.
Κρίνουμε ότι για μερικά Κράτη Μέλη της ΕΕ οι επιπτώσεις θα είναι πολύ χειρότερες συγκριτικά με άλλα. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, λόγω της διεθνώς αναγνωρισμένης σπάνιας γεωργικής, φυτικής και ζωικής βιοποικιλότητας ειδών και οικοσυστημάτων που παρουσιάζεται στο σύνολο της επικράτειας, οι επιπτώσεις μιας τέτοιας νομοθεσίας θα είναι καταλυτικές και πολλαπλά επιζήμιες σε σχέση με εκείνες που θα υποστούν οι υπόλοιπες 29 χώρες Μέλη της ΕΕ.
Το επίσημο προφίλ της Ελληνικής Βιοποικιλότητας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης
Ως αποτέλεσμα του σύνθετου γεωμορφολογικά ανάγλυφου και των μέχρι πρόσφατα σχετικά ήπιων ανθρώπινων δραστηριοτήτων, η Ελλάδα συνεχίζει να κατέχει τεράστια και πλούσια βιολογική ποικιλότητα σε επίπεδο ειδών και οικοσυστημάτων. Υπάρχουν 25 διαφορετικοί τύποι οικοτόπων στη χώρα οι σπουδαιότεροι των οποίων είναι οι μακίες, τα φρύγανα, οι υγροβιότοποι και τα δασικά της οικοσυστήματα. Με την μακρύτερη ακτογραμμή στη Μεσόγειο, τα θαλάσσια και παράκτια οικοσυστήματα επίσης αποτελούν σημαντικούς φυσικούς πόρους για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ήπειρο.
Παρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής βιοποικιλότητας σε επίπεδο ειδών και βιοαποθέματος παραμένει απροσδιόριστο, δημοσιευμένα στοιχεία δείχνουν καθαρά ότι το επίπεδο αυτό ήδη είναι εξαιρετικά υψηλό όσο αφορά την άγρια χλωρίδα και πανίδα και τους γενετικούς πόρους που σχετίζονται με την γεωργία και τα προϊόντα διατροφής. Ενώ 15.000 είδη πανίδας έχουν ήδη καταγραφεί στον ελληνικό χώρο, εκτιμάται ότι συνολικά υπάρχουν περί τα 50.000 είδη από τα οποία το 25% είναι ενδημικά. Παρομοίως, υπάρχουν περί τα 5.500 είδη χλωρίδας (κατ’ άλλους 5.800) από τα οποία πάνω από 1.000 είναι ενδημικά. Από την Νομοθεσία προστατεύονται 700 ζώα και 900 είδη φυτών, αλλά μόνο για ένα μικρό μέρος από αυτά υπάρχουν μέτρα διαχείρισης σε εφαρμογή. Λόγω του μεγάλου βαθμού ενδημισμού και επειδή αποτελεί ένα από τα τελευταία καταφύγια απειλούμενων και σπάνιων ειδών σε Ευρωπαϊκή κλίμακα, η Ελλάδα παραμένει σημαντική περιοχή στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο για την χλωρίδα και την πανίδα.
Από την πλευρά μας, αναρωτιόμαστε εάν ο εν λόγω Κανονισμός και οι σκοποί του, συνάδουν με τις κατά καιρούς δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για πλήρη εφαρμογή του πρωτοκόλλου της Καρθαγένης για την βιοποικιλότητα και τη βιοασφάλεια καθώς και από την χώρα μας από την έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου στις 17/08/2004 .
Βασικές έννοιες και ορισμοί
Πριν μπούμε στο κυρίως θέμα και για να γίνουμε πιο κατανοητοί απευθυνόμενοι και σε λιγότερο ειδικούς κρίνουμε σκόπιμο να σας γνωρίσουμε τι σημαίνουν:
α) Γεωργική Βιοποικιλότητα
β) Nτόπιες ή τοπικές ποικιλίες
γ) Υβρίδια
α) Η Γεωργική ποικιλότητα περιλαμβάνει τις παραδοσιακές ποικιλίες, τα άγρια και ημιάγρια είδη που είναι συγγενικά ή πρόγονοι των καλλιεργούμενων ειδών π.χ. άγριο βλίτο, άγρια μελιτζάνα, κλπ. Σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό τροφίμων FAO, «αγροτική βιοποικιλότητα είναι το αποτέλεσμα διεργασιών φυσικής επιλογής και της προσεκτικής επιλογής και ευρεσιτεχνίας των γεωργών, των κτηνοτρόφων και των αλιέων δια μέσου των αιώνων. Η αγροβιοποικιλότητα αποτελεί μέρος της βιοποικιλότητας». Η ασφαλής τροφή και η επιβίωση μεγάλου πληθυσμού της γης αλλά και της Ευρώπης, εξαρτώνται από την βιώσιμη διαχείριση των βιολογικών πόρων που είναι σημαντικοί παράγοντες για την αγροτική παραγωγή και την διατροφή τους. Απλούστερα, η αγροτική βιοποικιλότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από τους γενετικούς πόρους της φύσης που κάνουμε χρήση για την τροφή και την γεωργία…
β) ντόπιες ή τοπικές ποικιλίες είναι η πρώτη ύλη που αναπτύχθηκε η γεωργία, μια διαδρομή στους αιώνες όπου δημιουργήθηκαν οι πρώτες ποικιλίες από τους αγρότες και αργότερα από την επιστήμη. Ο Κανονισμός τις αναφέρει ως αβελτίωτες ποικιλίες και όχι ως ντόπιες.
Έχουν χρειαστεί αιώνες για να προσαρμοστούν γενετικά στις ιδιαίτερες συνθήκες όπως έλλειψη νερού, ανέμους, φτωχά εδάφη, παθογόνα, κλπ. Αναπτύσσονται έχοντας καλή απόδοση χωρίς πολλές φορές να χρειάζονται χημικά και φυτοφάρμακα.
γ) Υβρίδια, είναι επιλεγμένες διασταυρώσεις μεταξύ διαφορετικών ποικιλιών του ιδίου είδους για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όπως σχήμα, χρώμα, αντοχή στις μεταφορές και στο ράφι αλλά υστερούν σε γεύση, άρωμα, οργανοληπτικά στοιχεία σε σχέση με τις ντόπιες ποικιλίες, κλπ. Μόνο τα φυτά και οι σπόροι που προέρχονται από ανοικτή επικονίαση (open pollinated) και οι ντόπιες κατά τόπους ποικιλίες, εντάσσονται στην έννοια της γεωργικής βιοποικιλότητας και όχι τα υβρίδια.
Τα υβρίδια (F1) είναι ποικιλίες που προήλθαν από ανθρωπογενή παρέμβαση και όχι από ανοικτή επικονίαση στη φύση (από έντομα, πουλιά, ζώα, τον άνεμο, κλπ..). Εκφυλισμός των υβριδίων παρατηρείται μετά την γενιά F2 γι αυτό οι εταιρίες πουλάνε κυρίως σπόρους F1… για να μην μπορούν οι αγρότες να κρατάνε σπόρο για τις επόμενες χρονιές!!! Οι γενετικά τροποποιημένοι σπόροι εκφυλίζονται πολύ πιο γρήγορα…. δεν μπορεί να κρατηθεί σπόρος για δεύτερη περίοδο σποράς, δεν αποτελούν προφανώς μέρος της αγροτικής βιοποικιλότητας και δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την παραδοσιακή και την βιολογική γεωργία από τις οποίες και απορρίπτονται και μάλιστα απαγορεύεται η χρήση τους στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες.
Μέχρι το 1950, η καλυτέρευση των ποικιλιών ήταν δουλειά των αγροτών, των κρατικών ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων. Όταν όμως οι πολυεθνικές οι οποίες ασχολούνται με την παραγωγή λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων μυρίστηκαν χρήματα τότε επιδόθηκαν συστηματικά στην παραγωγή νέων ποικιλιών με την μέθοδο του υβριδισμού και έκτοτε προέκυψαν πνευματικά δικαιώματα, πατέντες, μοριακή σήμανση, σπόροι εξολοθρευτές, κλπ.
Ποια όμως είναι η κατάσταση της Ελληνικής Γεωργικής Βιοποικιλότητας σήμερα ;
Η κατάσταση της Ελληνικής Γεωργικής Βιοποικιλότητας
Όσο αφορά την γεωργική βιοποικιλότητα της Ελλάδας και σύμφωνα με τον Ν. Σταυρόπουλο (Πρώην Διευθυντή της Ελληνικής Τράπεζας Γενετικού υλικού στη Θεσσαλονίκη) «μόνο το 2-3% των ποικιλιών των καλλιεργειών που χρησιμοποιούνταν το 1950 καλλιεργούνται σήμερα» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. επίσης: «Αξιολόγηση της Ελληνικής Γονιδιακής Τράπεζας», έκθεση του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας και τη στήριξη του Ιδρύματος Λάτση)
Σήμερα επικρατούν τα υβρίδια των πολυεθνικών εταιριών με μια υπερπροστατευτική νομοθεσία που αποτελείται από 14 διαφορετικές οδηγίες όπου γίνεται διαβούλευση για να αντικατασταθούν τουλάχιστον οι 12.
Η νομοθεσία αναφέρει ότι για να κυκλοφορήσει μια εταιρία μια καινούργια ποικιλία ή μια τοπική για σπορά, πρέπει να εγγραφεί στους καταλόγους ή να πάρει άδεια κυκλοφορίας. Ειδικά για τις ντόπιες ποικιλίες κάτι τέτοιο είναι «αδιανόητο», λες και είναι κάτι κακό το οποίο βλάπτει το έδαφος και το νερό και γενικά το περιβάλλον ή πρόκειται για κάποιο χημικό.
Σύμφωνα με την αρχική φιλοσοφία του νέου Κανονισμού και τα κριτήρια ΔΟΣ, για να δοθεί άδεια κυκλοφορίας σε μια ποικιλία ανεξάρτητα εάν είναι υβρίδιο ή ντόπια ποικιλία, έπρεπε αυτή να πληροί τους τρεις όρους (ΔΟΣ):
1. Να έχει Διακριτότητα. Αναφέρεται σε όλα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του φυτού, φύλλα, άνθη, στελέχη καρπού, κλπ τα οποία πρέπει να είναι ίδια.
2. Ομοιομορφία παντού στους καρπούς, το σχήμα, το χρώμα κλπ.
3. Σταθερότητα. Να διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά μετά από διαδοχικούς κύκλους αναπαραγωγής
Αυτοί οι όροι απαντώνται μόνο στα υβρίδια της γνωστής ως σειρά F1. Ποτέ μια τοπική ποικιλία δεν είναι ίδια στη διάρκεια του χρόνου, αλλά συνεχώς μεταβάλλεται ανάλογα με το περιβάλλον και γι’ αυτό επιβιώνει.
Άρα βάσει των παραπάνω, ήταν έκδηλο το σκεπτικό του νέου Κανονισμού να αποκλείσει από του να πάρουν άδεια οι τοπικές ποικιλίες. Βέβαια για να εγγραφεί μια ποικιλία στους καταλόγους, που για τους απλούς γεωργούς είναι μια τεράστια γραφειοκρατική διαδικασία, χρειάζονται και χρήματα που δεν υπάρχουν και δεν είναι εφάπαξ, αλλά θα πληρώνονται κάθε χρόνο σαν τα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων.
Μετά και τις τελευταίες τροπολογίες για την διαμόρφωση του τελικού κειμένου του νέου Κανονισμού, τα κριτήρια ΔΟΣ για την εγγραφή των παραδοσιακών ντόπιων ποικιλιών έχουν κάπως απαλυνθεί με ένα διαφοροποιημένο σκεπτικό που επεκράτησε μετά από την πρόκληση μεγάλων αντιδράσεων και το οποίο έχει ως εξής:
«… για τις παραδοσιακές ποικιλίες λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις απαιτούνται για την εγγραφή τους ώστε να αναδεικνύεται η προστασία και η χρήση τους σύμφωνα με το περιεχόμενο των παλαιότερων Κοινοτικών Οδηγιών 2008/62/EC και 2009/145/EC. Οι ποικιλίες αυτές θα συνεχίσουν να εγγράφονται, στη βάση μιας επίσημα μεν αναγνωρισμένης περιγραφής που δεν θα την επινοούν οι αρμόδιες αρχές, αλλά για την περιγραφή αυτή τα κριτήρια ΔΟΣ (γνωστό ως DUS examination) δεν θα είναι πλέον υποχρεωτικά. Η επίσημα αναγνωρισμένη περιγραφή (Officially Recognized Description) θα περιγράφει μόνο τα ειδικά χαρακτηριστικά της ποικιλίας και μερών του φυτού που είναι αντιπροσωπευτικά της ποικιλίας, ώστε να κάνουν την συγκεκριμένη ποικιλία «προσδιορίσημη» περιλαμβανομένου του ονόματος προέλευσης… κλπ, κλπ…!!!»
Παρά την όποια τροπολογία προς το καλύτερο, επιβάλλεται η συνεχής παρακολούθηση για τυχόν «μεταβολές της τελευταίας στιγμής» μετά από τις συνεχιζόμενες και εντεινόμενες πιέσεις της βιομηχανίας σπόρων σε βάρος των ντόπιων ποικιλιών και της έννοιας της γεωργικής βιοποικιλότητας, αλλά και της ελευθεριότητας στην χρήση και την ανταλλαγή τους από τις αγροτικές κοινωνίες και ερασιτέχνες καλλιεργητές.
Επί πλέον είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι τεράστιες εταιρίες παραγωγής προστατεύουν τα συμφέροντά τους με δύο τρόπους:
1. Με τα πνευματικά δικαιώματα: ζητούν εξουσιοδότηση του βελτιωτή για την παραγωγή, τον πολλαπλασιασμό, την αποθήκευση, την πώληση και γενικά την εμπορία του σπόρου. Ο βελτιωτής όμως δεν πληρώνει πουθενά για την χρησιμοποίηση μιας τοπικής ποικιλίας.
2. Με τις πατέντες που αποδίδονται σε νέες εφευρέσεις και ισχύουν για 20 χρόνια και τελευταία με την μοριακή σήμανση. Άρα στην πράξη, κάθε γεωργός πρέπει να αγοράζει σπόρο από τις πολυεθνικές, χωρίς να έχει δικαίωμα να κρατήσει τον δικό του σπόρο. Εάν παράνομα κρατήσει σπόρο και τον σπείρει τότε η σοδιά δεν είναι καλή λόγω γενετικού εκφυλισμού.
Επειδή δε οι πολυεθνικές υποστηρίζουν ότι θα λύσουν το πρόβλημα της πείνας, τους λέμε ότι ο σκοπός τους είναι η μονοπώληση του σπόρου και της διατροφής και κατά συνέπεια το κέρδος. Άλλωστε αυτό φαίνεται με το ότι έχουν δημιουργήσει σπόρους που τους ονομάζουν εξολοθρευτές, στους οποίους δεν έχει δοθεί ακόμη άδεια κυκλοφορίας. Είναι σπόροι που για να βλαστήσουν, να ριζώσουν, να ανθίσουν ή να καρποδέσουν με μεγάλες αποδόσεις, πρέπει να ψεκάζονται με σκευάσματα των δημιουργών εταιριών τους. Αν και δεν συζητάμε για τα γενετικά τροποποιημένα στην παρούσα φάση έχουν κυκλοφορήσει όμως δεκάδες ποικιλίες γενετικά τροποποιημένων σπόρων με ενσωματωμένα εντομοκτόνα που σκοτώνουν τα έντομα που προσβάλουν τις καλλιέργειες, ή είναι ανθεκτικές στα ζιζανιοκτόνα.
Μπορεί κάποιος να μας πει με βεβαιότητα ποια θα είναι η τύχη των γεωργικών φάρμακων που μπαίνουν στον ανθρώπινο οργανισμό ή των ζώων και των πτηνών μετά από πάροδο 10-15 χρόνια ;
Δεν είμαστε αντίθετοι με τους συμβατικούς σπόρους των πολυεθνικών, όμως ζητάμε διαφάνεια για τους τρόπους βελτίωσης και έλεγχου της ασφάλειας των σπόρων των ποικιλιών, καθώς επίσης να μην δημιουργούνται εμπόδια στο να έχουμε κι’ εμείς τους δικούς μας σπόρους, εννοούμε τους σπόρους των ντόπιων ποικιλιών.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση αναμένουμε και από την Πολιτεία (ΥΠΑΑΤ και ΥΠΕΚΑ) να παίρνει καθαρές θέσεις, να μην υποχωρεί σε πιέσεις πολυεθνικών και διπλωματικών αποστολών που στηρίζουν τις πολυεθνικές παραγωγής και εμπορίας σπόρων και την καλούμε να δημοσιοποιεί τις θέσεις της πριν από κάθε ψηφοφορία και συζήτηση στα Ευρωπαϊκά όργανα (Τεχνικές Επιτροπές, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Επιτροπή και Συμβούλια Υπουργών).
Στην προκειμένη περίπτωση του Κανονισμού που προτείνεται, οι θέσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης δεν έχει γίνει καθαρά γνωστή, οι συναρμόδιες Υπηρεσίες του ΥΠΑΑΤ και του ΥΠΕΚΑ δεν κάνουν γνωστές τις προθέσεις τους, δίδουν την εντύπωση ότι υποβαθμίζουν το θέμα, ενώ δρουν «εμπιστευτικά» χωρίς να υπάρχει λόγος. Όλα αυτά την ίδια μάλιστα ώρα που είναι ευρέως γνωστό ότι συνομιλούν με Εταιρίες και
Συνδέσμους εμπορίας σπόρων, δεχόμενοι παράλληλα εισηγήσεις και πιέσεις από τις διπλωματικές αποστολές στη χώρα, αλλά και από την ίδια την ΕΕ η οποία φαίνεται να επιθυμεί (και να απαιτεί) να τηρηθούν οι βασικοί στόχοι του Κανονισμού όσο το δυνατόν περισσότερο αναλλοίωτοι, στην αρχική τους μορφή.
Κάποιες φήμες, ήδη ομιλούν για έκδοση αδειών καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών με χρήση σπόρων που θα συλλέγονται μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές παραγωγής προϊόντων ΠΟΠ (π.χ. φασόλια Πρεσπών) με σκοπό να καλλιεργούνται μόνον εντός των ορίων της περιοχής ΠΟΠ. Αυτό το σκεπτικό δεν έχει αξία στην πράξη, απλούστατα γιατί η πράξη έχει αποδείξει ότι ντόπιες ποικιλίες που καλλιεργούνται εκτός της παραδοσιακής γεωγραφικής περιοχής, έχουν δώσει πολύ καλά αποτελέσματα και σε άλλες περιοχές που καλλιεργούνται χωρίς υποχρεωτικά να χαρακτηρίζονται προϊόντα ΠΟΠ (π.χ. η ελιά Καλαμών καλλιεργείται σε περισσότερες από μία περιοχές της χώρας, ακόμη και στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ…).
Εμείς λέμε ότι το σταφύλι Ασύρτικο της Σαντορίνης που καλλιεργείται εδώ και αιώνες και είναι προϊόν ΠΟΠ, έχει καλλιεργηθεί και σε άλλες περιοχές της χώρας μας και έχει δώσει ένα υψηλής ποιότητας κρασί που δεν είναι ΠΟΠ, αλλά γίνεται εξαιρετικό σε άλλες εδαφοκλιματικές συνθήκες. Τα φασόλια Πρεσπών επίσης καλλιεργούνται και σε άλλες περιοχές της χώρας χωρίς να είναι ΠΟΠ, αλλά είναι πεντανόστιμα.
Ποια είναι η σημερινή Κατάσταση στην Αγορά
Επί πλέον θα θέλαμε να σας γνωρίσουμε ότι σήμερα η κατάσταση στην αγορά των σπόρων έχει ως εξής:
Τρεις εταιρίες ελέγχουν το 53% των σπόρων που πωλούνται παγκοσμίως, ενώ 10 εταιρίες στο σύνολό τους κατέχουν ένα μερίδιο 75% - 80% περίπου της παγκόσμιας αγοράς σπόρων. Το μερίδιο των ντόπιων ποικιλιών βάσει της υπάρχουσας νομοθεσίας είναι να μην υπερβαίνει το 0,5% της συνολικής κυκλοφορίας της συγκεκριμένης ποικιλίας, το οποίο επίσης να μην υπερβαίνει το 10% του είδους. Το υπόλοιπο 90% να είναι οι σπόροι των εταιριών στους οποίους δεν μπαίνει κανείς ποσοτικός περιορισμός.
Όλες οι παραπάνω εταιρίες ασκούν μεγάλη επιρροή στις εθνικές αντιπροσωπείες και στις διεθνείς συνθήκες όπως είναι η διεθνής ένωση για την προστασία των νέων ποικιλιών φυτών (UPOV), η συνθήκη για τη βιοποικιλότητα (CBD) και η Διεθνής συνθήκη για τους φυτικούς γενετικούς πόρους (ITGR-FA). Επίσης στις Βρυξέλλες δρουν η Ευρωπαϊκή Ένωση Σπόρων (ESA) και η Europa-BIO.
Σας κάνουμε επίσης γνωστό ότι η παγκόσμια ομοσπονδία σπόρων γνωστή ως ISF που εκπροσωπεί την βιομηχανία των σπόρων, μέλη της οποίας είναι οι εθνικές ενώσεις και σύνδεσμοι εταιριών μαζί και η χώρα μας, έκαναν εκτιμήσεις σε 18 χώρες και βρήκαν ότι οι σπόροι που φυλάσσονται από τους γεωργούς αντιπροσωπεύουν περίπου μια «μέση απώλεια αγοράς» το μέγεθος της οποίας ανέρχεται σε σπορές 10 δισεκατομμυρίων στρεμμάτων. Δηλαδή υπάρχει ακόμη πολύ λίπος στην αγορά και το θέλουν όλο δικό τους.
Τα εμπόδια και οι αντιδράσεις που προκάλεσε ο νέος Κανονισμός
Διαβάζοντας προσεκτικά τις 160 σελίδες προτάσεων και τις προτεινόμενες βελτιώσεις του εν’ λόγω Κανονισμού, καταλήξαμε ότι καλύπτονται από ένα φιλοπεριβαλλοντικό περίβλημα χωρίς ουσιαστικά να λύνει το πρόβλημα. Ξεκινά με την παραδοχή ότι όλα τα καλλιεργήσιμα φυτά, λαχανικά, οπωροφόρα και λοιπά δενδρώδη ή θαμνώδη πρέπει επίσημα να είναι καταχωρημένα στον κατάλογο ποικιλιών της ΕΕ πριν επιτραπεί να αναπαραχθούν ή να διανεμηθούν. Αυτό από μόνο του εισάγει ένα απαγορευτικό κόστος σε χρήμα και χρόνο για να μην μπορεί να συνεχίσει να ασχολείται η μικρή γεωργική επιχείρηση και μια ανασταλτική γραφειοκρατία που δημιουργείται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία ποικιλιών φυτού (EU, European Plant Variety Agency).
Βέβαια στο στάδιο της διαβούλευσης και στην αρχική της μορφή, η πρόταση του Κανονισμού δεν προέβλεπε (εσκεμμένα ή από παράλειψη) για τις οικιακές καλλιέργειες του ερασιτέχνη καλλιεργητή και την ελεύθερη ανταλλαγή σπόρων και σπορόφυτων.
Καθιστούσε παράνομες όλες τις παραπάνω δραστηριότητες και το αναπαραγωγικό υλικό αν δεν ήταν εγκεκριμένο και ηλεγμένο από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία ποικιλιών φυτού (EU, European Variety Agency) η οποία είναι η μόνη αρμόδια να συντάσσει τον κατάλογο των εγκεκριμένων ποικιλιών φυτών.
Επιπλέον θα έπρεπε όσοι επιθυμούν να καλλιεργούν ερασιτεχνικά, να καταβάλουν έναν ετήσιο φόρο στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ποικιλιών των Φυτών (EU Plant Variety Agency) ώστε να τους συμπεριλαμβάνει στον κατάλογο. Αν δεν το έκαναν δε θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν.
Απαγόρευε την οικιακή καλλιέργεια. Ο κήπος, το προκήπιο, το χωραφάκι, ακόμη και το μαρούλι στη γλάστρα θα ήταν παράνομα! Εν ολίγοις από άγνοια, αδιαφορία, βιασύνη, δόλο και πιθανώς από συνδυασμό όλων αυτών δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη για όσους επιθυμούν να καλλιεργήσουν τα δικά τους τρόφιμα.
Η γραφειοκρατία, η πολυπλοκότητα αλλά και το κόστος που εισάγεται από τις διαδικασίες που προτείνει ο νέος Κανονισμός, καταστρέφουν χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (υπάρχουν περίπου 7.000 στην Ευρώπη), που ασχολούνται με την παραγωγή και εμπορία σπόρων και πολλαπλασιαστικού υλικού.
Το γενικό σκεπτικό του προτεινόμενου Κανονισμού, αλλά και οι ειδικές κατευθύνσεις του δείχνουν μία τάση (και κατά σημεία υποκρύπτεται) η οποία ευνοεί την παγκόσμια βιομηχανία παραγωγής σπόρων η οποία έχει ανάγκη από ένα τέτοιο νομοθετικό πλαίσιο που θα συμβαδίζει με τις γενετικές πατέντες και πατέντες φυτών που ή ίδια παράγει ή κατέχει τα δικαιώματα, ώστε να μπορεί να καταχωρεί τις δικές της ποικιλίες με ασφάλεια και σιγουριά, πριν τις πουλήσει κατά μεγάλες ποσότητες σε επαγγελματίες αγρότες, οι οποίοι σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσαν να παράγουν το δικό τους σπόρο ώστε να τον χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι ξανά ή να τον πωλούν σε άλλους παραγωγούς.
Η συνέχεια μετά τις αντιδράσεις
Στο αρχικό κείμενο του Κανονισμού και μετά τις έντονες αντιδράσεις που δημιούργησε, προστέθηκαν κάποιες εξαιρέσεις υπό όρους, όπως:
1. Οι ερασιτέχνες καλλιεργητές θα επιτρέπεται να διατηρούν και να ανταλλάσσουν μη καταχωρημένους σπόρους στον Κατάλογο της ΕΕ χωρίς να θεωρείται παραβίαση του νόμου.
2. Οι μικρές επιχειρήσεις (που απασχολούν μέχρι 10 άτομα) θα μπορούν να καλλιεργούν φυτά για σπόρο και να εμπορεύονται τους μη καταχωρημένους σπόρους χωρίς να θεωρείται παραβίαση του νόμου.
3. Οι τράπεζες γενετικού υλικού (σπόρων) μπορούν να παράγουν μη καταχωρημένους σπόρους και αυτό να μη θεωρείται παραβίαση του νόμου, αλλά δεν θα μπορούν να τους δώσουν στο κοινό.
4. Μπορεί να υπάρξουν απλούστεροι κανόνες (χωρίς να ορίζεται ο τρόπος) για τους μεγάλους παραγωγούς σπόρων με βιολογική καλλιέργεια σε κάποια μελλοντική διαβούλευση (χωρίς να αναφέρεται το πότε).
Ακόμη όμως και για αυτές τις εξαιρέσεις, ο τρόπος που είναι γραμμένος ο Κανονισμός προβλέπει ότι μπορούν να απαλειφθούν, να τροποποιηθούν ή και να μειωθούν αριθμητικά σε οποιαδήποτε περίσταση στο μέλλον, χωρίς μάλιστα να είναι απαραίτητη η ψήφος από το Ευρωπαϊκή Κοινοβούλιο (!!!)
Ήδη βάσει μεταγενέστερων πληροφοριών της 26ης Νοέμβρη 2013, και μετά από εισηγήσεις των Γενικών Διευθύνσεων Γεωργίας και Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες, προτείνεται η απαλοιφή κάποιων εκ των παραπάνω εξαιρέσεων από την πρόταση του Κανονισμού. Για παράδειγμα, προτείνουν να αλλάξει η φράση «μικρές επιχειρήσεις» και να αντικατασταθεί από μία πιο περιορισμένου μεγέθους «εξαίρεση», με τη φράση: «πολύ μικρής κλίμακας τοπικοί παραγωγοί ποικιλιών δευτερευούσης σημασίας»…!!!!!, γεγονός που θα περιλαμβάνει ακόμη περισσότερους μικροπαραγωγούς, διατηρητές και διακινητές σπόρων ντόπιων & παραδοσιακών ποικιλιών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ, ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ, ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ
Με σκοπό να ικανοποιηθεί η σκοπιμότητα του Κανονισμού αυτού που χαρακτηρίζεται πλέον, «εμμέσως πλην σαφώς», από την «βασική» του προσπάθεια να προστατεύσει και να ενισχύσει τις μεγάλες εταιρείες παραγωγής σπόρων και αναπαραγωγικού φυτικού υλικού, προκαλούνται οι παρακάτω δυσάρεστες επιπτώσεις:
* Καταστρέφονται περίπου 7.000 μικρές Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας σπόρων και αναπαραγωγικού υλικού με δευτερογενείς επιπτώσεις, την απώλεια εργασίας για χιλιάδες εργαζόμενους και τον αφανισμό πολλών ποικιλιών καλλιεργειών με ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά και προσαρμοστικότητες στις κατά τόπους ειδικές βιοκλιματικές συνθήκες.
* Καθίσταται παράνομη η για αιώνες «ελεύθερη» ερασιτεχνική καλλιέργεια σε όλη την Ευρώπη, χωρίς καν να χρειαστεί η απόφαση να ψηφιστεί από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, αγνοώντας το θεμελιώδες γεγονός ότι οι ερασιτέχνες Ευρωπαίοι καλλιεργητές είναι οι καταλληλότεροι προστάτες φύλακες των ντόπιων ποικιλιών και της γεωργικής βιοποικιλότητας στις περιοχές τους.
* Εκχωρείται το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής και εμπορίας σπόρων μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στο κόστος, σε χρόνο και σε χρήμα, της γραφειοκρατίας και των απαιτητικών διαδικασιών τυποποίησης και καταγραφής που απαιτεί ο Κανονισμός.
* Μόνον και μόνο η εξαίρεση κάποιων μικρών επιχειρήσεων σποροπαραγωγής από τον κανονισμό, προδίδει προθέσεις «για απόλυτο έλεγχο του κλάδου σποροπαραγωγής» από τις μεγάλες εταιρίες οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του κανονισμού. Οι εταιρίες αυτές και κυρίως οι επιχειρήσεις βιοτεχνολογίας και σποροπαραγωγής μετά από σειρά συγχωνεύσεων και κοινοπραξιών τα τελευταία χρόνια, είναι πολύ περιορισμένες σε αριθμό με τεράστια όμως συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης και τρόπων και μέσων επικράτησης στον ανταγωνισμό.
* Καταδικάζεται η κατά τόπους παραδοσιακή και ποιοτική γεωργική δραστηριότητα σε αφανισμό, χωρίς να αντιλαμβάνονται οι ευρωπαίοι νομοθέτες (μάλλον προσποιούνται ότι το αγνοούν) ότι οι μεγάλης κλίμακας γεωργικές εκμεταλλεύσεις και καλλιέργειες μαζικής παραγωγής αγροτικών προϊόντων είναι τελείως διαφορετικός τομέας από τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής τροφίμων, π.χ. οπωροκηπευτικών αγαθών από ντόπιο γενετικό υλικό το οποίο επιβιώνει στον χρόνο, ακριβώς γιατί προστατεύεται από γενιά σε γενιά.
* Προκαλούν διατροφική εξάρτηση και «ομηρία» μεγάλων πληθυσμών στην Ευρωπαϊκή περιφέρεια και κυρίως των μικρών οικογενειακής μορφής γεωργικές εκμεταλλεύσεις με υψηλό βαθμό αυτοσυντήρησης, από προϊόντα που δεν θα μπορούν πλέον να παράγουν στον σχετικά μικρό τους κλήρο και σε ιδιωτικούς
λαχανόκηπους. Τους εξαναγκάζουν να μεταβληθούν σε «κατευθυνόμενους καταναλωτές» αγροδιατροφικών προϊόντων και αγαθών αμφιβόλου προέλευσης και διατροφικής αξίας τα οποία δεν θα αποτελούν δική τους παραγωγή ή ελεύθερη επιλογή. Κατά ένα μεγάλο μέρος αυτό θα επηρεάσει και τους αστικούς καταναλωτές με διάφορους τρόπους. Όλα αυτά σε τιμές που θα γίνονται όλο και περισσότερο απαγορευτικές για τα μικρά εισοδήματα εκατομμυρίων πολιτών που σήμερα αυτοσυντηρούνται από μικρής κλίμακας παραδοσιακές ποικιλίες μέσα από πολύτιμη και διαχρονική διατήρησή τους και με ανταλλαγές ντόπιου φυτικού γενετικού υλικού.
* Ο πλήρης έλεγχος των ποικιλιών των φυτών μέσα από έναν γενικό Κανονισμό «ομπρέλα» που στρέφεται κατά των μικρών παραγωγών και χρηστών παραδοσιακού γενετικού υλικού φυτών, δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους να αναδυθεί μία νέα τάξη «φτωχών» στην Ευρωπαϊκή ύπαιθρο με πρώτα θύματα πληθυσμούς και περιοχές με τη μεγαλύτερη καταγεγραμμένη γεωργική βιοποικιλότητα στον Ευρωπαϊκό χώρο, με την Ελλάδα να φιγουράρει πρώτη στη λίστα.
ΤΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΤΟΠΙΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ
Παραπέμπουμε σε συμπεράσματα δύο επιστημονικών συνεδρίων που έγιναν πρόσφατα στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών με τη συμμετοχή έγκυρων επιστημόνων και ερευνητών:
* Στον 20ο αιώνα σημειώθηκε αύξηση της γεωργικής παραγωγής λόγω της εξέλιξης της γεωργικής έρευνας, την εισαγωγή νέων υβριδίων στην παραγωγή και γενικά της νέας γεωργικής τεχνολογίας περιλαμβανομένης της λιπασματολογίας, των μεθόδων και μέσων φυτοπροστασίας και αγροτικής χημείας, της βελτίωσης των εδαφών και των ορθών γεωργικών πρακτικών.
* Σήμερα, οι βελτιώσεις αυτές έχουν συμβάλλει σε μια εκτεταμένη ανάπτυξη και χρήση «ομοιομόρφων» ποικιλιών καλλιεργειών σε σχέση με την γενετική διαφοροποίηση που παρατηρείται σε τοπικό επίπεδο σε ολόκληρη την ΕΕ και πιο έντονα σε περιοχές της νότιας Ευρώπης (Βλ.: Pecceti and Annicchiario, 1998).
* Αν και οι εξελίξεις αυτές στον γεωργικό τομέα είναι εμφανείς, μετά από εμπεριστατωμένη έρευνα και επιστημονική παρατήρηση συμπεραίνεται τελικά ότι «ο καλύτερος δρόμος προς μια αειφορική αύξηση της αγροτικής παραγωγής σε γεωργικά συστήματα χαμηλών εισροών (αγροχημικών και νερού) , είναι αυτός που περνά μέσα από προγράμματα αναπαραγωγής και διατήρησης των τοπικών ποικιλιών» (Βλ.: Salvatore Ceccarelli, Euphytica 92 : 203-214, 1996)
Τελικά καλούμαστε να απαντήσουμε στην ακόλουθη ερώτηση: Στοχεύουμε σε μια ποιοτική ή σε μια ποσοτική απόδοση των καλλιεργειών;
Η δημιουργία ενός νέου «γενοτύπου» (ποικιλίας) από τη βιομηχανία σπόρων πρέπει να κατευθύνεται προς τέτοιους γενοτύπους που θα είναι σε θέση να αξιοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τις γεωργικές εισροές, αντί της ανάπτυξης ποικιλιών που υπερπαράγουν μόνο σε συνθήκες χρήσης μαζικών ποσοτήτων εισροών ανά τύπο καλλιέργειας ή ανά μονάδα επιφάνειας, αντιστοιχούντες σε υψηλά και απαγορευτικά κόστη παραγωγής τα οποία επιβαρύνουν υπερβολικά το αγροτικό εισόδημα και δευτερογενώς τις τιμές καταναλωτή. Άλλωστε αυτό αποδεικνύεται και από τις παραδοσιακές πρακτικές π.χ. αραίωση των καρπών των οπωροφόρων και του πράσινου τρύγου στα αμπέλια κατά τον μήνα Ιούνιο, ώστε το φυτό να μπορέσει να θρέψει σωστά και να αποδώσει καλύτερα χωρίς υποβάθμιση της ποιότητας με καχεξίες και έλλειψη οργανοληπτικών χαρακτηριστικών.
Η συρρίκνωση της «γενετικής βάσης» των καλλιεργειών, η συνεχώς αυξανόμενη και επιδιωκόμενη «γενετική ομοιομορφία» και η επέκταση των καλλιεργειών σε μεγάλες εκτάσεις μόνο με μία ή με ελάχιστες ποικιλίες (δημιουργώντας συνθήκες τοπίου μονοκαλλιέργειας), έχουν οδηγήσει στην αυξημένη ευπάθεια των καλλιεργειών σε περισσότερα παθογόνα και νέους εχθρούς. Από την πλευρά της γενετικής η ευπάθεια αυτή εξελίσσεται σε πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα όταν η γενετική βάση συνεχώς μικραίνει (Βλ.: Tailler and Bernardo, 2004)
Γιατί στηρίζουμε την προστασία και την εμπορική χρήση των ντόπιων ποικιλιών
Οι ντόπιες ποικιλίες προσφέρουν:
* Καλύτερη εξοικείωση των παραγωγών σε σχέση με τις ξενικές ποικιλίες καλλιεργειών που προωθούνται
* Καλύτερη αξιοποίηση του νερού και των θρεπτικών ουσιών
* Ανταγωνίζονται καλύτερα τα ζιζάνια
* Αντιστέκονται καλύτερα στο στρες (βιοτικό και αβιοτικό)
* Σταθερές αποδόσεις σε λιγότερο ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες
* Συνιστώνται για παραδοσιακά συστήματα γεωργικής παραγωγής (άνυδρη κηπευτική και ξερικές συνθήκες)
* Κατάλληλες για βιολογική καλλιέργεια
* Διευρύνουν την γενετική βάση μέσα από τη συμμετοχή τους σε έρευνες βελτίωσης και προγράμματα
* Υψηλή κληρονομικότητα (οι παραλλαγές που εκδηλώνονται σε συγκεκριμένες ντόπιες ποικιλίες συσσωρεύονται και βοηθούν πολλά είδη να εξελίσσονται)
* Υψηλή διατροφική αξία και γευστικές ποιότητες (π.χ. τα φρούτα και τα λαχανικά είναι σπουδαίες πηγές αντιοξειδωτικών και μεταλλικών αλάτων τα οποία ενοχοποιούνται για αριθμό εκφυλιστικών ασθενειών και ασθενειών που σχετίζονται με ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού)
* Βασική τους ικανότητα είναι η προσαρμοστικότητα στον χρόνο και τις κλιματικές μεταβολές
* Έχουν καταφέρει να επιβιώνουν όταν όλες οι προβλέψεις ήταν εναντίον τους. Αυτό συμβαίνει λόγω της εγγενούς δύναμης των γονιδίων τους και της πολυμορφικών φυτοκοινωνιών που επιβιώνουν λόγω της διαφορετικότητας μεταξύ των μελών τους.
Σήμερα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε την κοινωνική πίεση που επιζητά να εφαρμόσουμε περισσότερο φιλικές γεωργικές πρακτικές προς το περιβάλλον και προς τους καταναλωτές:
* Οι υδάτινοι πόρου ελαττώνονται
* Μετά από μονοκαλλιεργητικές πρακτικές, τα εδάφη εμφανίζουν σοβαρή κούραση και υποβάθμιση
* Η υπερχρήση των αγροχημικών όλων των ειδών έχει συντελέσει σε περιβαλλοντική υποβάθμιση του εδάφους, επιμόλυνση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτινων πόρων, της χλωρίδας, της πανίδας, των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων άρα και της τροφής.
* Ο καταναλωτής καλείται να πληρώνει για άγευστα, ενίοτε για μολυσμένα και ακατάλληλα γεωργικά προϊόντα, για συστατικά τροφίμων χαμηλής διατροφικής αξίας και για «υποθετικά» ωφέλιμες για την υγεία του ουσίες οι οποίες στην πραγματικότητα έχουν χαθεί.
Ως μοναδική διαθέσιμη εναλλακτική, προτείνουμε την εκμετάλλευση (με την καλή έννοια) των δυνατοτήτων που προσφέρονται από ένα ευρύτατο φάσμα ντόπιων ποικιλιών καλλιεργειών, ανοίγοντας νέες διαδικασίες γενετικής δημιουργίας νέων ποικιλιών που θα απαιτούν αειφόρες καλλιεργητικές πρακτικές όπως οι αμειψισπορές, τη δραστικά μειωμένη χρήση λιπασμάτων και παρασιτοκτόνων, κλπ. Πιο συγκεκριμένα :
* Να επιστρέψουμε τις παραδοσιακές ντόπιες ποικιλίες στη συστηματική καλλιέργεια ως «εμπορικές ποικιλίες»
* Να γίνεται η εγγραφή των ντόπιων ποικιλιών ως ΠΟΠ με την ελάχιστη επέμβαση βελτίωσης
* Να χρησιμοποιούνται ως γονείς στην διαδικασία αναπαραγωγής για την ενσωμάτωση των πλεονεκτημάτων τους στις νέες γενιές, με άλλα λόγια «στις νέες εμπορικές ποικιλίες που θα προκύπτουν και προωθούνται για καλλιέπεια».
Οι ντόπιες ποικιλίες και οι απόγονοί τους να μπορούν να προωθούνται στα εμπορικά δίκτυα αγοραπωλησίας σπόρων, να είναι εύκολα διαθέσιμες και προσεγγίσιμες από τους αγρότες. Να επιτρέπεται στους αγρότες να είναι σε θέση να κρατούν σπόρο για την επόμενη και για διαδοχικές σπορές.
Ισχυρή η σύνδεση με την υγιεινή διατροφή
Στα περισσότερα μέρη της Ελληνικής υπαίθρου, το άρωμα, η γεύση, τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά και γενικά η ποιότητα των αγροτικών προϊόντων είναι υψηλού επιπέδου λόγω της χρήσης ντόπιων ποικιλιών και της εφαρμογής παραδοσιακών γεωργικών πρακτικών, παράγοντες που σχετίζονται με την υγιεινή ελληνική δίαιτα, παγκοσμίως γνωστή. Σε εθνική κλίμακα, οι ντόπιες ποικιλίες προστατεύονται από τις αγροτικές κοινωνίες και την επιστημονική κοινότητα, ανταλλάσσονται και χρησιμοποιούνται όχι μόνο για μικρής και μεσαίας κλίμακας κηπευτικά και καλλιέργειες, αλλά και από ερασιτέχνες καλλιεργητές οι οποίοι χρειάζονται και αναζητούν διαφορετικό σπόρο και οι οποίοι δεν πρέπει να αφανιστούν. Αυτός ο τύπος γεωργίας που αντιπροσωπεύει ένα εκτεταμένο και ευρύ «μωσαϊκό» χρήσεων γης σε ολόκληρη την Ευρώπη έχει αυτόαναπτυχθεί και έχει επιβιώσει μέσα από αιώνες καλλιέργειας της γης σε ειδικές συνθήκες όπως η συνεχής παρατήρηση, το ένστικτο επιβίωσης και εξασφάλισης τροφής σε δύσκολες εποχές, χειρονακτική εργασία, συνεχώς επαναλαμβανόμενες συγκομιδές κλπ, και αποτελεί μια τελείως διαφορετική μορφή γεωργίας η οποία επάξια χρειάζεται και απαιτεί να θεσμοθετείται χωριστά από τις βιομηχανικής μορφής και κλίμακας γεωργικές πρακτικές.
Όσο αφορά την Ελλάδα, οι περισσότεροι κάτοικοι της υπαίθρου αλλά και οι κάτοικοι των πόλεων και της ελληνικής διασποράς που θυμούνται, συχνά αναφέρονται στα φρέσκα και τα αγνά προϊόντα της πατρίδας τους, καθώς και στα πολύτιμα διατροφικά τοπικά προϊόντα με την αξέχαστη γεύση και άρωμα.
Από την άλλη πλευρά ο σύγχρονος άνθρωπος έχει απολέσει την ικανότητα και τη δεξιότητα να ξεχωρίζει «την κακή από την καλή τροφή» μέσα από την οσμή και τη γεύση (π.χ. η οσμή που παλιότερα τον προστάτευε από κάτι επικίνδυνο που θα έτρωγε, δεν υπάρχει σήμερα. Ακόμη και ο κόρακας που θα μυρίσει γεωργικό φάρμακο στην τροφή δεν θα την φάει, κάτι που ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να κάνει). Για μεγάλη χρονική περίοδο, οι ντόπιες ποικιλίες καλλιεργειών και οι παραδοσιακές διαιτητικές συνήθειες που συνδέονταν άμεσα μ’ αυτές, προσφέρονταν και επιλέγονταν από τους καταναλωτές με βάση την ποιότητα και τη διατροφική αξία, αντί της ποσότητας. Στην περίπτωση που η ζωική και φυτική βιοποικιλότητα ενός τόπου χαθούν, τότε και η ποιότητα της τροφής θα χαθεί, ενώ και τα δύο «ο τοπικός πολιτισμός και η υγεία του πληθυσμού» θα υποστούν τις επιπτώσεις και θα αφανιστούν.
Υπάρχει ένα πρόβλημα που δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και είναι το γεγονός ότι οι καταναλωτές επιζητούν και την ποικιλία και την ποιότητα. Κανένας δεν ακούει την ίδια μουσική ή καταναλώνει την ίδια τροφή κάθε μέρα… Ενημερωμένοι και εκπαιδευμένοι καταναλωτές επιδιώκουν την ποικιλία. Στην σύγχρονη εποχή, η πλειονότητα των Ελλήνων καταναλωτών και των αγροτών είναι επαρκώς ενημερωμένοι στα ίδια επίπεδα που είναι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι καταναλωτές..
Ανάγκη για άμεση δράση
Αν και το αρχικό σχέδιο του Κανονισμού του Μάιου 2013 πρότεινε την εξαίρεση μικρών επιχειρήσεων παραγωγής και διαχείρισης σπόρων, νεότερες αναφορές, τροπολογίες και δημοσιεύματα αναφέρονται σε ολοκληρωτική εξάλειψη της εξαίρεσης από το κείμενο με τη σύμφωνη μάλιστα γνώμη και των δύο Δ/σεων της Επιτροπής (Γεωργίας και Περιβάλλοντος), η να προχωρήσει με μια «στο παρά πέντε» τροπολογία η οποία κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για τους μικρούς «παραγωγούς σπόρων και τους χρήστες σε επίπεδο χωριού και μικρής κλίμακας καλλιεργητών κηπευτικών».
Η γνώμη μας είναι ότι :
* Οι νέες εξαιρέσεις «σημειακών – τοπικών αγορών» που προτείνονται, είναι πολύ λίγες και δεν πρόκειται να επιλύσουν τα προβλήματα ενός πολύ μεγάλου αριθμού Ελλήνων μικρών παραγωγών και κοινωνικών ομάδων που παραδοσιακά ασχολούνται με την παραγωγή και διατήρηση σπόρων ντόπιων ποικιλιών, τα κηπευτικά στην ύπαιθρο, και την αστική και περιαστική γεωργία.
* Το τι χρειάζεται δεν είναι να εξαιρεθούν εταιρίες παραγωγής σπόρων πολλαπλασιαστικού υλικού από το νομοθέτημα, αλλά να διασφαλιστεί ότι οι ανάγκες των μικρών παραγωγών ικανοποιούνται πλήρως, περιλαμβανομένων των ελεύθερων ανταλλαγών σπόρων οι οποίες πραγματοποιούνται στις τοπικές κοινωνίες εδώ και αιώνες και γίνονται πολύ δημοφιλείς στις μέρες μας σε περιβάλλον διατροφικής κρίσης που δημιουργεί η οικονομική κρίση.
* Δεν είναι πρέπον ούτε αποδεκτό, οι σπόροι που πωλούνται ή διανέμονται σε μικρές συσκευασίες σε μικρούς κηπουρούς και λαχανοκόμους, να υφίστανται των όρων και των περιορισμών των διατάξεων του Κανονισμού με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται για τους σπόρους που προορίζονται για τη «βιομηχανική γεωργία». Έλληνες και Ευρωπαίοι μικροί και μικρομεσαίοι παραγωγοί είναι μικρού μεγέθους επιχειρήσεις ή παραγωγοί που καλλιεργούν για αυτοκατανάλωση (κηπευτικά) οι οποίοι δεν είναι εξοικειωμένοι και δεν επιθυμούν να κάνουν χρήση σπόρων ποικιλιών που έχουν «αναπτυχθεί και παραχθεί» σε άλλους τόπους και προορίζονται για τελείως διαφορετικές συνθήκες και συστήματα καλλιέργειας.
Το αίτημά μας
Ως Γεωπόνοι επαγγελματίες, υπηρέτες των Εφαρμοσμένων Γεωπονικών Επιστημών με πολύπλευρη γνώση του αντικειμένου και μέσα από εμπειρίες διάρκειας, Μέλη μιας Επιστημονικής Οργάνωσης που εκπροσωπείται με ευαισθησίες στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό, έχουμε πλήρη επίγνωση της ανεκτίμητης βιοποικιλότητας της Ευρωπαϊκής Ηπείρου και της Ελλάδας ειδικότερα η οποία συγκριτικά, χαρακτηρίζεται από τον μεγαλύτερο βαθμό «βιοαποθέματος» πανίδας, χλωρίδας και αγροτικής βιοποικιλότητας στην Ευρώπη.
Γ’ αυτόν τον λόγο σας ζητούμε ευγενώς να λάβετε υπόψη την τεκμηριωμένη μας άποψη και αγωνία, καθώς επίσης και αυτή των τοπικών αγροτικών κοινωνιών και των καταναλωτών του τόπου και να συνεισφέρετε με θετικό τρόπο προς την κατεύθυνση ριζοσπαστικών αλλαγών που απαιτούνται στο σχέδιο του νέου αυτού Κανονισμού που προωθείται στην ΕΕ, έτσι ώστε οι σπόροι και το πολλαπλασιαστικό υλικό που χρησιμοποιούνται από τους μικρούς παραγωγούς και τις μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις και οποιοδήποτε άλλο πολύτιμο γενετικό υλικό καλλιεργειών που απειλούνται, στο πλαίσιο του Κανονισμού να εξεταστούν χωριστά από τους μαζικά παραγόμενους σπόρους των μεγάλων εταιριών.
Εν ολίγοις, ζητούμε οι προσπάθειές σας να εστιάσουν στο δίκαιο και επαρκώς τεκμηριωμένο αίτημα όλων μας, αλλά και σε αυστηρή παρακολούθηση της διαδικασίας, ώστε ο νέος Κανονισμός να μην αποκλείσει τις ντόπιες ποικιλίες και γενικώς το παραδοσιακό γενετικό υλικό από τις συνήθεις πρακτικές των μικρών παραγωγών στη χώρα και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μας, με τον απαιτούμενο σεβασμό, να κάνουμε μια αναφορά στον γνωστό Έλληνα Επιστήμονα της Διασποράς, Δρα Στυλιανό Αντωναράκη, Καθηγητή της Γενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης, ο οποίος είπε:
«… σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η βιοποικιλότητα είναι η συνέχιση της ζωής…», καθώς επίσης ότι «εάν όλοι οι έλληνες μαζευτούμε στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα και ήμασταν όλοι ίδιοι (κλωνοποιημένοι), εάν προσβληθούμε από μια ασθένεια, η ασθένεια αυτή θα μας εξολόθρευε όλους.
Συνεχίζουμε να είμαστε ζωντανοί γιατί είμαστε διαφορετικοί ως προς τον γενότυπο και τον φαινότυπο…!!»
Μεταφορικά, οι σπόροι επίσης είναι η συνέχιση της ζωής στο φυτικό βασίλειο….
Άρα η διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας ενός τόπου μπορεί να έχει τραγικές συνέπειες και προέρχεται από αλλοίωση της βιοποικιλότητας, τις μονοκαλλιέργειες, την εμφάνιση νέων φυτοασθενειών και την ανθρώπινη αδιαφορία. Υπενθυμίζουμε το παράδειγμα της Βαρκελώνης (1992) και της Αθήνας (2004) με την εισαγωγή μεγάλων φοινικόδεντρων για καλλωπιστικούς σκοπούς από την Αίγυπτο. Μαζί με τους φοίνικες εισήχθη και ο ρυγχοφόρος (έντομο που προσβάλλει τα φοινικοειδή) και κατέστρεψε 100.000 δένδρα στην Ισπανία και άλλα τόσα στην Ελλάδα και απειλεί χιλιάδες ακόμη, ζημιά πολλών εκατομμυρίων. Το πρόβλημα δεν αντιμετωπίστηκε. Οι ερευνητές ισχυρίζονται (καλώς) ότι πρέπει να δημιουργηθούν φυσικοί εχθροί, π.χ. ένα πτηνό ή κάποιο άλλο έντομο. Μέχρι να συμβεί, θα ξεραθούν όλοι οι φοίνικες. Αυτό και μόνο ως χειροπιαστό φαινόμενο αποδεικνύει την πραγματική ανάγκη για ποικιλότητα και ισορροπία στη φύση.
Δανειζόμενοι σχετικά δημοσιεύματα, επιχειρήματα και προβληματισμούς έγκυρων επιστημόνων και ιδρυμάτων, ζητούμε την προσοχή σας και στο θέμα του κόστους που θα απαιτηθεί για την εφαρμογή, την αστυνόμευση και την παρακολούθηση της εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού σε εποχές στυγνής λιτότητας. Διαφαίνεται ότι εκατοντάδες χιλιάδες μικροί παραγωγοί αν όχι εκατομμύρια, εάν αγνοηθούν θα αγνοήσουν με τη σειρά τους τον Κανονισμό αυτό. Για να επιβληθεί επαρκώς θα απορροφήσει τεράστια κονδύλια από τα Ευρωπαϊκά κράτη μέλη τα οποία δεν είναι σε θέση να αντέξουν στις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες.
Εάν υποτεθεί ότι ο Κανονισμός δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη, τότε το ερώτημα παραμένει, «μπορεί ο Κανονισμός αυτός να ικανοποιήσει τους σκοπούς για τους οποίους συντάχθηκε και προωθείται;».
Συνοψίζοντας, παρακαλούμε πληροφορηθείτε ότι:
* Συμφωνούμε απόλυτα με χιλιάδες Ευρωπαίους επιστήμονες και απλούς Πολίτες, με εκατοντάδες Οργανισμούς με εκατομμύρια Μέλη Ευρωπαίων Πολιτών και Αγροτών οι οποίοι θέλουν, δικαιούνται και αναζητούν την πολύχρωμη ποικιλία και όχι την τυποποιημένη «ομοιομορφία» ενώ οι αριθμοί τους διογκώνονται συνεχώς και οι φωνές τους πληθαίνουν ημέρα με την ημέρα.
* Η προτεινόμενη Νομοθεσία της ΕΕ επιβάλλεται να επιτρέψει περισσότερη ποικιλία στους αγρούς μας και στα πιάτα μας, αντί να την καταστρέφει.
* Παραδοσιακές και ντόπιες ποικίλες πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνουν ως εξαίρεση από απαιτήσεις αδειοδότησης και πιστοποίησης
* Αυστηροί κανόνες, έλεγχοι, επιθεωρήσεις και δαπανηρές άδειες θα έπρεπε να εφαρμόζονται μόνο για σπόρους και γενετικό υλικό που τα εμπορεύονται οι εταιρίες σε μεγάλες ποσότητες.
* Η ελεύθερη ανταλλαγή σπόρων και σπορόφυτων μεταξύ αγροτών και καλλιεργητών καθώς και πρωτοβουλίες για τη διατήρηση των σπόρων και των ντόπιων ποικιλιών πρέπει να υποστηρίζονται και να επιδοτούνται
* Μόνο μέσα από την καλλιέργεια μεγάλου φάσματος ποικιλιών φρούτων, λαχανικών και σιτηρών μπορούμε να διασφαλίσουμε μια Γεωργική δραστηριότητα που θα προσαρμόζεται στις κλιματικές αλλαγές νέες ασθένειες και παράσιτα.
Κυρίες και κύριοι
Είμαστε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της διατροφής και των μεγάλων μονοπωλίων. Οι ίδιες εταιρείες που παράγουν τους σπόρους, οι ίδιες παράγουν λιπάσματα, φυτοφάρμακα, παρασιτοκτόνα κλπ, αλλά είναι και αυτές που παράγουν φάρμακα για τον άνθρωπο για να τον θεραπεύουν από ασθένειες που πολλές φορές οι ίδιες προκαλούν.
Όμως η φύση και οι λειτουργίες της είναι οι ανίκητοι παράγοντες σε σχέση με τις πολυεθνικές και την επιστήμη. Ας την αφήσουμε να λειτουργεί όπως αυτή ξέρει εδώ και εκατομμύρια χρόνια.
Είμαστε υπέρ της έρευνας και της επιστήμης, αλλά πρέπει πρώτα να αξιολογηθεί η αναγκαιότητα των συνεπειών της.
Πρόοδο συνιστά ο προσδιορισμός των ορίων του ανθρώπου και της επιστήμης, με σκοπό τη βιωσιμότητα του ίδιου και του οικοσυστήματος.
Η υποταγή της επιστήμης και της έρευνας στους νόμους της αγοράς και του κέρδους και στα μεγάλα συμφέροντα, θα αποβεί μοιραία για την εξέλιξή τους αλλά και την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Σας Ευχαριστούμε βαθιά για την προσοχή σας
Θα ήμασταν υπόχρεοι εάν είχαμε τις απόψεις σας γραπτώς.
Από left
Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή των "Γεωπόνων του Κόσμου προς τα μέλη της Ευρωπαικής Επιτροπής, τα μέλη του Ευρωπαϊκού και Ελληνικού Κοινοβουλίου και προς κάθε αρμόδιο Κυβερνητικό και μη Κυβερνητικό Οργανισμό:...
Αγαπητοί Κυρίες και Κύριοι
Επιτρέψτε μας να συστηθούμε. Οι «ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» είμαστε μία μη κερδοσκοπική, μη κυβερνητική οργάνωση με έδρα την Αθήνα. Τα μέλη μας είναι γνωστοί επιστήμονες, ερευνητές και έμπειροι επαγγελματίες στον ελληνικό χώρο και στο εξωτερικό. Προέρχονται από τους κλάδους της Γεωπονίας, Δασοπονίας, Αγροτικής Οικονομίας, Προστασία Περιβάλλοντος, των επιστημών της Βιοτεχνολογίας και προστασίας της Βιοποικιλότητας, της Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής και συγγενών γνωστικών αντικειμένων και δραστηριοτήτων.
Σας διαβιβάζουμε την παρούσα επιστολή ζητώντας να ασκήσετε τις απαιτούμενες πιέσεις από την πλευρά σας για την αποφυγή των επιπτώσεων που αναμένονται να προκληθούν από την ψήφιση και εφαρμογή του παραπάνω Κανονισμού, με τον οποίο θα «ρυθμίζονται» θέματα σχετικά με την εμπορία και διακίνηση των σπόρων σποράς όταν κατά γενική ομολογία της επιστημονικής κοινότητας και όχι μόνο, η εφαρμογή του Κανονισμού αυτού αναμένεται να επηρεάσει την βιοποικιλότητα, τις κατά τόπους αγροτικές οικονομίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και συνεπώς την συνοχή των τοπικών αγροτικών κοινωνιών περιλαμβανομένης της χώρας μας.
Κρίνουμε ότι για μερικά Κράτη Μέλη της ΕΕ οι επιπτώσεις θα είναι πολύ χειρότερες συγκριτικά με άλλα. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, λόγω της διεθνώς αναγνωρισμένης σπάνιας γεωργικής, φυτικής και ζωικής βιοποικιλότητας ειδών και οικοσυστημάτων που παρουσιάζεται στο σύνολο της επικράτειας, οι επιπτώσεις μιας τέτοιας νομοθεσίας θα είναι καταλυτικές και πολλαπλά επιζήμιες σε σχέση με εκείνες που θα υποστούν οι υπόλοιπες 29 χώρες Μέλη της ΕΕ.
Το επίσημο προφίλ της Ελληνικής Βιοποικιλότητας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης
Ως αποτέλεσμα του σύνθετου γεωμορφολογικά ανάγλυφου και των μέχρι πρόσφατα σχετικά ήπιων ανθρώπινων δραστηριοτήτων, η Ελλάδα συνεχίζει να κατέχει τεράστια και πλούσια βιολογική ποικιλότητα σε επίπεδο ειδών και οικοσυστημάτων. Υπάρχουν 25 διαφορετικοί τύποι οικοτόπων στη χώρα οι σπουδαιότεροι των οποίων είναι οι μακίες, τα φρύγανα, οι υγροβιότοποι και τα δασικά της οικοσυστήματα. Με την μακρύτερη ακτογραμμή στη Μεσόγειο, τα θαλάσσια και παράκτια οικοσυστήματα επίσης αποτελούν σημαντικούς φυσικούς πόρους για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ήπειρο.
Παρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής βιοποικιλότητας σε επίπεδο ειδών και βιοαποθέματος παραμένει απροσδιόριστο, δημοσιευμένα στοιχεία δείχνουν καθαρά ότι το επίπεδο αυτό ήδη είναι εξαιρετικά υψηλό όσο αφορά την άγρια χλωρίδα και πανίδα και τους γενετικούς πόρους που σχετίζονται με την γεωργία και τα προϊόντα διατροφής. Ενώ 15.000 είδη πανίδας έχουν ήδη καταγραφεί στον ελληνικό χώρο, εκτιμάται ότι συνολικά υπάρχουν περί τα 50.000 είδη από τα οποία το 25% είναι ενδημικά. Παρομοίως, υπάρχουν περί τα 5.500 είδη χλωρίδας (κατ’ άλλους 5.800) από τα οποία πάνω από 1.000 είναι ενδημικά. Από την Νομοθεσία προστατεύονται 700 ζώα και 900 είδη φυτών, αλλά μόνο για ένα μικρό μέρος από αυτά υπάρχουν μέτρα διαχείρισης σε εφαρμογή. Λόγω του μεγάλου βαθμού ενδημισμού και επειδή αποτελεί ένα από τα τελευταία καταφύγια απειλούμενων και σπάνιων ειδών σε Ευρωπαϊκή κλίμακα, η Ελλάδα παραμένει σημαντική περιοχή στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο για την χλωρίδα και την πανίδα.
Από την πλευρά μας, αναρωτιόμαστε εάν ο εν λόγω Κανονισμός και οι σκοποί του, συνάδουν με τις κατά καιρούς δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για πλήρη εφαρμογή του πρωτοκόλλου της Καρθαγένης για την βιοποικιλότητα και τη βιοασφάλεια καθώς και από την χώρα μας από την έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου στις 17/08/2004 .
Βασικές έννοιες και ορισμοί
Πριν μπούμε στο κυρίως θέμα και για να γίνουμε πιο κατανοητοί απευθυνόμενοι και σε λιγότερο ειδικούς κρίνουμε σκόπιμο να σας γνωρίσουμε τι σημαίνουν:
α) Γεωργική Βιοποικιλότητα
β) Nτόπιες ή τοπικές ποικιλίες
γ) Υβρίδια
α) Η Γεωργική ποικιλότητα περιλαμβάνει τις παραδοσιακές ποικιλίες, τα άγρια και ημιάγρια είδη που είναι συγγενικά ή πρόγονοι των καλλιεργούμενων ειδών π.χ. άγριο βλίτο, άγρια μελιτζάνα, κλπ. Σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό τροφίμων FAO, «αγροτική βιοποικιλότητα είναι το αποτέλεσμα διεργασιών φυσικής επιλογής και της προσεκτικής επιλογής και ευρεσιτεχνίας των γεωργών, των κτηνοτρόφων και των αλιέων δια μέσου των αιώνων. Η αγροβιοποικιλότητα αποτελεί μέρος της βιοποικιλότητας». Η ασφαλής τροφή και η επιβίωση μεγάλου πληθυσμού της γης αλλά και της Ευρώπης, εξαρτώνται από την βιώσιμη διαχείριση των βιολογικών πόρων που είναι σημαντικοί παράγοντες για την αγροτική παραγωγή και την διατροφή τους. Απλούστερα, η αγροτική βιοποικιλότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από τους γενετικούς πόρους της φύσης που κάνουμε χρήση για την τροφή και την γεωργία…
β) ντόπιες ή τοπικές ποικιλίες είναι η πρώτη ύλη που αναπτύχθηκε η γεωργία, μια διαδρομή στους αιώνες όπου δημιουργήθηκαν οι πρώτες ποικιλίες από τους αγρότες και αργότερα από την επιστήμη. Ο Κανονισμός τις αναφέρει ως αβελτίωτες ποικιλίες και όχι ως ντόπιες.
Έχουν χρειαστεί αιώνες για να προσαρμοστούν γενετικά στις ιδιαίτερες συνθήκες όπως έλλειψη νερού, ανέμους, φτωχά εδάφη, παθογόνα, κλπ. Αναπτύσσονται έχοντας καλή απόδοση χωρίς πολλές φορές να χρειάζονται χημικά και φυτοφάρμακα.
γ) Υβρίδια, είναι επιλεγμένες διασταυρώσεις μεταξύ διαφορετικών ποικιλιών του ιδίου είδους για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όπως σχήμα, χρώμα, αντοχή στις μεταφορές και στο ράφι αλλά υστερούν σε γεύση, άρωμα, οργανοληπτικά στοιχεία σε σχέση με τις ντόπιες ποικιλίες, κλπ. Μόνο τα φυτά και οι σπόροι που προέρχονται από ανοικτή επικονίαση (open pollinated) και οι ντόπιες κατά τόπους ποικιλίες, εντάσσονται στην έννοια της γεωργικής βιοποικιλότητας και όχι τα υβρίδια.
Τα υβρίδια (F1) είναι ποικιλίες που προήλθαν από ανθρωπογενή παρέμβαση και όχι από ανοικτή επικονίαση στη φύση (από έντομα, πουλιά, ζώα, τον άνεμο, κλπ..). Εκφυλισμός των υβριδίων παρατηρείται μετά την γενιά F2 γι αυτό οι εταιρίες πουλάνε κυρίως σπόρους F1… για να μην μπορούν οι αγρότες να κρατάνε σπόρο για τις επόμενες χρονιές!!! Οι γενετικά τροποποιημένοι σπόροι εκφυλίζονται πολύ πιο γρήγορα…. δεν μπορεί να κρατηθεί σπόρος για δεύτερη περίοδο σποράς, δεν αποτελούν προφανώς μέρος της αγροτικής βιοποικιλότητας και δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την παραδοσιακή και την βιολογική γεωργία από τις οποίες και απορρίπτονται και μάλιστα απαγορεύεται η χρήση τους στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες.
Μέχρι το 1950, η καλυτέρευση των ποικιλιών ήταν δουλειά των αγροτών, των κρατικών ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων. Όταν όμως οι πολυεθνικές οι οποίες ασχολούνται με την παραγωγή λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων μυρίστηκαν χρήματα τότε επιδόθηκαν συστηματικά στην παραγωγή νέων ποικιλιών με την μέθοδο του υβριδισμού και έκτοτε προέκυψαν πνευματικά δικαιώματα, πατέντες, μοριακή σήμανση, σπόροι εξολοθρευτές, κλπ.
Ποια όμως είναι η κατάσταση της Ελληνικής Γεωργικής Βιοποικιλότητας σήμερα ;
Η κατάσταση της Ελληνικής Γεωργικής Βιοποικιλότητας
Όσο αφορά την γεωργική βιοποικιλότητα της Ελλάδας και σύμφωνα με τον Ν. Σταυρόπουλο (Πρώην Διευθυντή της Ελληνικής Τράπεζας Γενετικού υλικού στη Θεσσαλονίκη) «μόνο το 2-3% των ποικιλιών των καλλιεργειών που χρησιμοποιούνταν το 1950 καλλιεργούνται σήμερα» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. επίσης: «Αξιολόγηση της Ελληνικής Γονιδιακής Τράπεζας», έκθεση του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας και τη στήριξη του Ιδρύματος Λάτση)
Σήμερα επικρατούν τα υβρίδια των πολυεθνικών εταιριών με μια υπερπροστατευτική νομοθεσία που αποτελείται από 14 διαφορετικές οδηγίες όπου γίνεται διαβούλευση για να αντικατασταθούν τουλάχιστον οι 12.
Η νομοθεσία αναφέρει ότι για να κυκλοφορήσει μια εταιρία μια καινούργια ποικιλία ή μια τοπική για σπορά, πρέπει να εγγραφεί στους καταλόγους ή να πάρει άδεια κυκλοφορίας. Ειδικά για τις ντόπιες ποικιλίες κάτι τέτοιο είναι «αδιανόητο», λες και είναι κάτι κακό το οποίο βλάπτει το έδαφος και το νερό και γενικά το περιβάλλον ή πρόκειται για κάποιο χημικό.
Σύμφωνα με την αρχική φιλοσοφία του νέου Κανονισμού και τα κριτήρια ΔΟΣ, για να δοθεί άδεια κυκλοφορίας σε μια ποικιλία ανεξάρτητα εάν είναι υβρίδιο ή ντόπια ποικιλία, έπρεπε αυτή να πληροί τους τρεις όρους (ΔΟΣ):
1. Να έχει Διακριτότητα. Αναφέρεται σε όλα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του φυτού, φύλλα, άνθη, στελέχη καρπού, κλπ τα οποία πρέπει να είναι ίδια.
2. Ομοιομορφία παντού στους καρπούς, το σχήμα, το χρώμα κλπ.
3. Σταθερότητα. Να διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά μετά από διαδοχικούς κύκλους αναπαραγωγής
Αυτοί οι όροι απαντώνται μόνο στα υβρίδια της γνωστής ως σειρά F1. Ποτέ μια τοπική ποικιλία δεν είναι ίδια στη διάρκεια του χρόνου, αλλά συνεχώς μεταβάλλεται ανάλογα με το περιβάλλον και γι’ αυτό επιβιώνει.
Άρα βάσει των παραπάνω, ήταν έκδηλο το σκεπτικό του νέου Κανονισμού να αποκλείσει από του να πάρουν άδεια οι τοπικές ποικιλίες. Βέβαια για να εγγραφεί μια ποικιλία στους καταλόγους, που για τους απλούς γεωργούς είναι μια τεράστια γραφειοκρατική διαδικασία, χρειάζονται και χρήματα που δεν υπάρχουν και δεν είναι εφάπαξ, αλλά θα πληρώνονται κάθε χρόνο σαν τα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων.
Μετά και τις τελευταίες τροπολογίες για την διαμόρφωση του τελικού κειμένου του νέου Κανονισμού, τα κριτήρια ΔΟΣ για την εγγραφή των παραδοσιακών ντόπιων ποικιλιών έχουν κάπως απαλυνθεί με ένα διαφοροποιημένο σκεπτικό που επεκράτησε μετά από την πρόκληση μεγάλων αντιδράσεων και το οποίο έχει ως εξής:
«… για τις παραδοσιακές ποικιλίες λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις απαιτούνται για την εγγραφή τους ώστε να αναδεικνύεται η προστασία και η χρήση τους σύμφωνα με το περιεχόμενο των παλαιότερων Κοινοτικών Οδηγιών 2008/62/EC και 2009/145/EC. Οι ποικιλίες αυτές θα συνεχίσουν να εγγράφονται, στη βάση μιας επίσημα μεν αναγνωρισμένης περιγραφής που δεν θα την επινοούν οι αρμόδιες αρχές, αλλά για την περιγραφή αυτή τα κριτήρια ΔΟΣ (γνωστό ως DUS examination) δεν θα είναι πλέον υποχρεωτικά. Η επίσημα αναγνωρισμένη περιγραφή (Officially Recognized Description) θα περιγράφει μόνο τα ειδικά χαρακτηριστικά της ποικιλίας και μερών του φυτού που είναι αντιπροσωπευτικά της ποικιλίας, ώστε να κάνουν την συγκεκριμένη ποικιλία «προσδιορίσημη» περιλαμβανομένου του ονόματος προέλευσης… κλπ, κλπ…!!!»
Παρά την όποια τροπολογία προς το καλύτερο, επιβάλλεται η συνεχής παρακολούθηση για τυχόν «μεταβολές της τελευταίας στιγμής» μετά από τις συνεχιζόμενες και εντεινόμενες πιέσεις της βιομηχανίας σπόρων σε βάρος των ντόπιων ποικιλιών και της έννοιας της γεωργικής βιοποικιλότητας, αλλά και της ελευθεριότητας στην χρήση και την ανταλλαγή τους από τις αγροτικές κοινωνίες και ερασιτέχνες καλλιεργητές.
Επί πλέον είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι τεράστιες εταιρίες παραγωγής προστατεύουν τα συμφέροντά τους με δύο τρόπους:
1. Με τα πνευματικά δικαιώματα: ζητούν εξουσιοδότηση του βελτιωτή για την παραγωγή, τον πολλαπλασιασμό, την αποθήκευση, την πώληση και γενικά την εμπορία του σπόρου. Ο βελτιωτής όμως δεν πληρώνει πουθενά για την χρησιμοποίηση μιας τοπικής ποικιλίας.
2. Με τις πατέντες που αποδίδονται σε νέες εφευρέσεις και ισχύουν για 20 χρόνια και τελευταία με την μοριακή σήμανση. Άρα στην πράξη, κάθε γεωργός πρέπει να αγοράζει σπόρο από τις πολυεθνικές, χωρίς να έχει δικαίωμα να κρατήσει τον δικό του σπόρο. Εάν παράνομα κρατήσει σπόρο και τον σπείρει τότε η σοδιά δεν είναι καλή λόγω γενετικού εκφυλισμού.
Επειδή δε οι πολυεθνικές υποστηρίζουν ότι θα λύσουν το πρόβλημα της πείνας, τους λέμε ότι ο σκοπός τους είναι η μονοπώληση του σπόρου και της διατροφής και κατά συνέπεια το κέρδος. Άλλωστε αυτό φαίνεται με το ότι έχουν δημιουργήσει σπόρους που τους ονομάζουν εξολοθρευτές, στους οποίους δεν έχει δοθεί ακόμη άδεια κυκλοφορίας. Είναι σπόροι που για να βλαστήσουν, να ριζώσουν, να ανθίσουν ή να καρποδέσουν με μεγάλες αποδόσεις, πρέπει να ψεκάζονται με σκευάσματα των δημιουργών εταιριών τους. Αν και δεν συζητάμε για τα γενετικά τροποποιημένα στην παρούσα φάση έχουν κυκλοφορήσει όμως δεκάδες ποικιλίες γενετικά τροποποιημένων σπόρων με ενσωματωμένα εντομοκτόνα που σκοτώνουν τα έντομα που προσβάλουν τις καλλιέργειες, ή είναι ανθεκτικές στα ζιζανιοκτόνα.
Μπορεί κάποιος να μας πει με βεβαιότητα ποια θα είναι η τύχη των γεωργικών φάρμακων που μπαίνουν στον ανθρώπινο οργανισμό ή των ζώων και των πτηνών μετά από πάροδο 10-15 χρόνια ;
Δεν είμαστε αντίθετοι με τους συμβατικούς σπόρους των πολυεθνικών, όμως ζητάμε διαφάνεια για τους τρόπους βελτίωσης και έλεγχου της ασφάλειας των σπόρων των ποικιλιών, καθώς επίσης να μην δημιουργούνται εμπόδια στο να έχουμε κι’ εμείς τους δικούς μας σπόρους, εννοούμε τους σπόρους των ντόπιων ποικιλιών.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση αναμένουμε και από την Πολιτεία (ΥΠΑΑΤ και ΥΠΕΚΑ) να παίρνει καθαρές θέσεις, να μην υποχωρεί σε πιέσεις πολυεθνικών και διπλωματικών αποστολών που στηρίζουν τις πολυεθνικές παραγωγής και εμπορίας σπόρων και την καλούμε να δημοσιοποιεί τις θέσεις της πριν από κάθε ψηφοφορία και συζήτηση στα Ευρωπαϊκά όργανα (Τεχνικές Επιτροπές, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Επιτροπή και Συμβούλια Υπουργών).
Στην προκειμένη περίπτωση του Κανονισμού που προτείνεται, οι θέσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης δεν έχει γίνει καθαρά γνωστή, οι συναρμόδιες Υπηρεσίες του ΥΠΑΑΤ και του ΥΠΕΚΑ δεν κάνουν γνωστές τις προθέσεις τους, δίδουν την εντύπωση ότι υποβαθμίζουν το θέμα, ενώ δρουν «εμπιστευτικά» χωρίς να υπάρχει λόγος. Όλα αυτά την ίδια μάλιστα ώρα που είναι ευρέως γνωστό ότι συνομιλούν με Εταιρίες και
Συνδέσμους εμπορίας σπόρων, δεχόμενοι παράλληλα εισηγήσεις και πιέσεις από τις διπλωματικές αποστολές στη χώρα, αλλά και από την ίδια την ΕΕ η οποία φαίνεται να επιθυμεί (και να απαιτεί) να τηρηθούν οι βασικοί στόχοι του Κανονισμού όσο το δυνατόν περισσότερο αναλλοίωτοι, στην αρχική τους μορφή.
Κάποιες φήμες, ήδη ομιλούν για έκδοση αδειών καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών με χρήση σπόρων που θα συλλέγονται μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές παραγωγής προϊόντων ΠΟΠ (π.χ. φασόλια Πρεσπών) με σκοπό να καλλιεργούνται μόνον εντός των ορίων της περιοχής ΠΟΠ. Αυτό το σκεπτικό δεν έχει αξία στην πράξη, απλούστατα γιατί η πράξη έχει αποδείξει ότι ντόπιες ποικιλίες που καλλιεργούνται εκτός της παραδοσιακής γεωγραφικής περιοχής, έχουν δώσει πολύ καλά αποτελέσματα και σε άλλες περιοχές που καλλιεργούνται χωρίς υποχρεωτικά να χαρακτηρίζονται προϊόντα ΠΟΠ (π.χ. η ελιά Καλαμών καλλιεργείται σε περισσότερες από μία περιοχές της χώρας, ακόμη και στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ…).
Εμείς λέμε ότι το σταφύλι Ασύρτικο της Σαντορίνης που καλλιεργείται εδώ και αιώνες και είναι προϊόν ΠΟΠ, έχει καλλιεργηθεί και σε άλλες περιοχές της χώρας μας και έχει δώσει ένα υψηλής ποιότητας κρασί που δεν είναι ΠΟΠ, αλλά γίνεται εξαιρετικό σε άλλες εδαφοκλιματικές συνθήκες. Τα φασόλια Πρεσπών επίσης καλλιεργούνται και σε άλλες περιοχές της χώρας χωρίς να είναι ΠΟΠ, αλλά είναι πεντανόστιμα.
Ποια είναι η σημερινή Κατάσταση στην Αγορά
Επί πλέον θα θέλαμε να σας γνωρίσουμε ότι σήμερα η κατάσταση στην αγορά των σπόρων έχει ως εξής:
Τρεις εταιρίες ελέγχουν το 53% των σπόρων που πωλούνται παγκοσμίως, ενώ 10 εταιρίες στο σύνολό τους κατέχουν ένα μερίδιο 75% - 80% περίπου της παγκόσμιας αγοράς σπόρων. Το μερίδιο των ντόπιων ποικιλιών βάσει της υπάρχουσας νομοθεσίας είναι να μην υπερβαίνει το 0,5% της συνολικής κυκλοφορίας της συγκεκριμένης ποικιλίας, το οποίο επίσης να μην υπερβαίνει το 10% του είδους. Το υπόλοιπο 90% να είναι οι σπόροι των εταιριών στους οποίους δεν μπαίνει κανείς ποσοτικός περιορισμός.
Όλες οι παραπάνω εταιρίες ασκούν μεγάλη επιρροή στις εθνικές αντιπροσωπείες και στις διεθνείς συνθήκες όπως είναι η διεθνής ένωση για την προστασία των νέων ποικιλιών φυτών (UPOV), η συνθήκη για τη βιοποικιλότητα (CBD) και η Διεθνής συνθήκη για τους φυτικούς γενετικούς πόρους (ITGR-FA). Επίσης στις Βρυξέλλες δρουν η Ευρωπαϊκή Ένωση Σπόρων (ESA) και η Europa-BIO.
Σας κάνουμε επίσης γνωστό ότι η παγκόσμια ομοσπονδία σπόρων γνωστή ως ISF που εκπροσωπεί την βιομηχανία των σπόρων, μέλη της οποίας είναι οι εθνικές ενώσεις και σύνδεσμοι εταιριών μαζί και η χώρα μας, έκαναν εκτιμήσεις σε 18 χώρες και βρήκαν ότι οι σπόροι που φυλάσσονται από τους γεωργούς αντιπροσωπεύουν περίπου μια «μέση απώλεια αγοράς» το μέγεθος της οποίας ανέρχεται σε σπορές 10 δισεκατομμυρίων στρεμμάτων. Δηλαδή υπάρχει ακόμη πολύ λίπος στην αγορά και το θέλουν όλο δικό τους.
Τα εμπόδια και οι αντιδράσεις που προκάλεσε ο νέος Κανονισμός
Διαβάζοντας προσεκτικά τις 160 σελίδες προτάσεων και τις προτεινόμενες βελτιώσεις του εν’ λόγω Κανονισμού, καταλήξαμε ότι καλύπτονται από ένα φιλοπεριβαλλοντικό περίβλημα χωρίς ουσιαστικά να λύνει το πρόβλημα. Ξεκινά με την παραδοχή ότι όλα τα καλλιεργήσιμα φυτά, λαχανικά, οπωροφόρα και λοιπά δενδρώδη ή θαμνώδη πρέπει επίσημα να είναι καταχωρημένα στον κατάλογο ποικιλιών της ΕΕ πριν επιτραπεί να αναπαραχθούν ή να διανεμηθούν. Αυτό από μόνο του εισάγει ένα απαγορευτικό κόστος σε χρήμα και χρόνο για να μην μπορεί να συνεχίσει να ασχολείται η μικρή γεωργική επιχείρηση και μια ανασταλτική γραφειοκρατία που δημιουργείται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία ποικιλιών φυτού (EU, European Plant Variety Agency).
Βέβαια στο στάδιο της διαβούλευσης και στην αρχική της μορφή, η πρόταση του Κανονισμού δεν προέβλεπε (εσκεμμένα ή από παράλειψη) για τις οικιακές καλλιέργειες του ερασιτέχνη καλλιεργητή και την ελεύθερη ανταλλαγή σπόρων και σπορόφυτων.
Καθιστούσε παράνομες όλες τις παραπάνω δραστηριότητες και το αναπαραγωγικό υλικό αν δεν ήταν εγκεκριμένο και ηλεγμένο από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία ποικιλιών φυτού (EU, European Variety Agency) η οποία είναι η μόνη αρμόδια να συντάσσει τον κατάλογο των εγκεκριμένων ποικιλιών φυτών.
Επιπλέον θα έπρεπε όσοι επιθυμούν να καλλιεργούν ερασιτεχνικά, να καταβάλουν έναν ετήσιο φόρο στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ποικιλιών των Φυτών (EU Plant Variety Agency) ώστε να τους συμπεριλαμβάνει στον κατάλογο. Αν δεν το έκαναν δε θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν.
Απαγόρευε την οικιακή καλλιέργεια. Ο κήπος, το προκήπιο, το χωραφάκι, ακόμη και το μαρούλι στη γλάστρα θα ήταν παράνομα! Εν ολίγοις από άγνοια, αδιαφορία, βιασύνη, δόλο και πιθανώς από συνδυασμό όλων αυτών δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη για όσους επιθυμούν να καλλιεργήσουν τα δικά τους τρόφιμα.
Η γραφειοκρατία, η πολυπλοκότητα αλλά και το κόστος που εισάγεται από τις διαδικασίες που προτείνει ο νέος Κανονισμός, καταστρέφουν χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (υπάρχουν περίπου 7.000 στην Ευρώπη), που ασχολούνται με την παραγωγή και εμπορία σπόρων και πολλαπλασιαστικού υλικού.
Το γενικό σκεπτικό του προτεινόμενου Κανονισμού, αλλά και οι ειδικές κατευθύνσεις του δείχνουν μία τάση (και κατά σημεία υποκρύπτεται) η οποία ευνοεί την παγκόσμια βιομηχανία παραγωγής σπόρων η οποία έχει ανάγκη από ένα τέτοιο νομοθετικό πλαίσιο που θα συμβαδίζει με τις γενετικές πατέντες και πατέντες φυτών που ή ίδια παράγει ή κατέχει τα δικαιώματα, ώστε να μπορεί να καταχωρεί τις δικές της ποικιλίες με ασφάλεια και σιγουριά, πριν τις πουλήσει κατά μεγάλες ποσότητες σε επαγγελματίες αγρότες, οι οποίοι σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσαν να παράγουν το δικό τους σπόρο ώστε να τον χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι ξανά ή να τον πωλούν σε άλλους παραγωγούς.
Η συνέχεια μετά τις αντιδράσεις
Στο αρχικό κείμενο του Κανονισμού και μετά τις έντονες αντιδράσεις που δημιούργησε, προστέθηκαν κάποιες εξαιρέσεις υπό όρους, όπως:
1. Οι ερασιτέχνες καλλιεργητές θα επιτρέπεται να διατηρούν και να ανταλλάσσουν μη καταχωρημένους σπόρους στον Κατάλογο της ΕΕ χωρίς να θεωρείται παραβίαση του νόμου.
2. Οι μικρές επιχειρήσεις (που απασχολούν μέχρι 10 άτομα) θα μπορούν να καλλιεργούν φυτά για σπόρο και να εμπορεύονται τους μη καταχωρημένους σπόρους χωρίς να θεωρείται παραβίαση του νόμου.
3. Οι τράπεζες γενετικού υλικού (σπόρων) μπορούν να παράγουν μη καταχωρημένους σπόρους και αυτό να μη θεωρείται παραβίαση του νόμου, αλλά δεν θα μπορούν να τους δώσουν στο κοινό.
4. Μπορεί να υπάρξουν απλούστεροι κανόνες (χωρίς να ορίζεται ο τρόπος) για τους μεγάλους παραγωγούς σπόρων με βιολογική καλλιέργεια σε κάποια μελλοντική διαβούλευση (χωρίς να αναφέρεται το πότε).
Ακόμη όμως και για αυτές τις εξαιρέσεις, ο τρόπος που είναι γραμμένος ο Κανονισμός προβλέπει ότι μπορούν να απαλειφθούν, να τροποποιηθούν ή και να μειωθούν αριθμητικά σε οποιαδήποτε περίσταση στο μέλλον, χωρίς μάλιστα να είναι απαραίτητη η ψήφος από το Ευρωπαϊκή Κοινοβούλιο (!!!)
Ήδη βάσει μεταγενέστερων πληροφοριών της 26ης Νοέμβρη 2013, και μετά από εισηγήσεις των Γενικών Διευθύνσεων Γεωργίας και Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες, προτείνεται η απαλοιφή κάποιων εκ των παραπάνω εξαιρέσεων από την πρόταση του Κανονισμού. Για παράδειγμα, προτείνουν να αλλάξει η φράση «μικρές επιχειρήσεις» και να αντικατασταθεί από μία πιο περιορισμένου μεγέθους «εξαίρεση», με τη φράση: «πολύ μικρής κλίμακας τοπικοί παραγωγοί ποικιλιών δευτερευούσης σημασίας»…!!!!!, γεγονός που θα περιλαμβάνει ακόμη περισσότερους μικροπαραγωγούς, διατηρητές και διακινητές σπόρων ντόπιων & παραδοσιακών ποικιλιών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ, ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ, ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ
Με σκοπό να ικανοποιηθεί η σκοπιμότητα του Κανονισμού αυτού που χαρακτηρίζεται πλέον, «εμμέσως πλην σαφώς», από την «βασική» του προσπάθεια να προστατεύσει και να ενισχύσει τις μεγάλες εταιρείες παραγωγής σπόρων και αναπαραγωγικού φυτικού υλικού, προκαλούνται οι παρακάτω δυσάρεστες επιπτώσεις:
* Καταστρέφονται περίπου 7.000 μικρές Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας σπόρων και αναπαραγωγικού υλικού με δευτερογενείς επιπτώσεις, την απώλεια εργασίας για χιλιάδες εργαζόμενους και τον αφανισμό πολλών ποικιλιών καλλιεργειών με ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά και προσαρμοστικότητες στις κατά τόπους ειδικές βιοκλιματικές συνθήκες.
* Καθίσταται παράνομη η για αιώνες «ελεύθερη» ερασιτεχνική καλλιέργεια σε όλη την Ευρώπη, χωρίς καν να χρειαστεί η απόφαση να ψηφιστεί από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, αγνοώντας το θεμελιώδες γεγονός ότι οι ερασιτέχνες Ευρωπαίοι καλλιεργητές είναι οι καταλληλότεροι προστάτες φύλακες των ντόπιων ποικιλιών και της γεωργικής βιοποικιλότητας στις περιοχές τους.
* Εκχωρείται το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής και εμπορίας σπόρων μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στο κόστος, σε χρόνο και σε χρήμα, της γραφειοκρατίας και των απαιτητικών διαδικασιών τυποποίησης και καταγραφής που απαιτεί ο Κανονισμός.
* Μόνον και μόνο η εξαίρεση κάποιων μικρών επιχειρήσεων σποροπαραγωγής από τον κανονισμό, προδίδει προθέσεις «για απόλυτο έλεγχο του κλάδου σποροπαραγωγής» από τις μεγάλες εταιρίες οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του κανονισμού. Οι εταιρίες αυτές και κυρίως οι επιχειρήσεις βιοτεχνολογίας και σποροπαραγωγής μετά από σειρά συγχωνεύσεων και κοινοπραξιών τα τελευταία χρόνια, είναι πολύ περιορισμένες σε αριθμό με τεράστια όμως συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης και τρόπων και μέσων επικράτησης στον ανταγωνισμό.
* Καταδικάζεται η κατά τόπους παραδοσιακή και ποιοτική γεωργική δραστηριότητα σε αφανισμό, χωρίς να αντιλαμβάνονται οι ευρωπαίοι νομοθέτες (μάλλον προσποιούνται ότι το αγνοούν) ότι οι μεγάλης κλίμακας γεωργικές εκμεταλλεύσεις και καλλιέργειες μαζικής παραγωγής αγροτικών προϊόντων είναι τελείως διαφορετικός τομέας από τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής τροφίμων, π.χ. οπωροκηπευτικών αγαθών από ντόπιο γενετικό υλικό το οποίο επιβιώνει στον χρόνο, ακριβώς γιατί προστατεύεται από γενιά σε γενιά.
* Προκαλούν διατροφική εξάρτηση και «ομηρία» μεγάλων πληθυσμών στην Ευρωπαϊκή περιφέρεια και κυρίως των μικρών οικογενειακής μορφής γεωργικές εκμεταλλεύσεις με υψηλό βαθμό αυτοσυντήρησης, από προϊόντα που δεν θα μπορούν πλέον να παράγουν στον σχετικά μικρό τους κλήρο και σε ιδιωτικούς
λαχανόκηπους. Τους εξαναγκάζουν να μεταβληθούν σε «κατευθυνόμενους καταναλωτές» αγροδιατροφικών προϊόντων και αγαθών αμφιβόλου προέλευσης και διατροφικής αξίας τα οποία δεν θα αποτελούν δική τους παραγωγή ή ελεύθερη επιλογή. Κατά ένα μεγάλο μέρος αυτό θα επηρεάσει και τους αστικούς καταναλωτές με διάφορους τρόπους. Όλα αυτά σε τιμές που θα γίνονται όλο και περισσότερο απαγορευτικές για τα μικρά εισοδήματα εκατομμυρίων πολιτών που σήμερα αυτοσυντηρούνται από μικρής κλίμακας παραδοσιακές ποικιλίες μέσα από πολύτιμη και διαχρονική διατήρησή τους και με ανταλλαγές ντόπιου φυτικού γενετικού υλικού.
* Ο πλήρης έλεγχος των ποικιλιών των φυτών μέσα από έναν γενικό Κανονισμό «ομπρέλα» που στρέφεται κατά των μικρών παραγωγών και χρηστών παραδοσιακού γενετικού υλικού φυτών, δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους να αναδυθεί μία νέα τάξη «φτωχών» στην Ευρωπαϊκή ύπαιθρο με πρώτα θύματα πληθυσμούς και περιοχές με τη μεγαλύτερη καταγεγραμμένη γεωργική βιοποικιλότητα στον Ευρωπαϊκό χώρο, με την Ελλάδα να φιγουράρει πρώτη στη λίστα.
ΤΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΤΟΠΙΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ
Παραπέμπουμε σε συμπεράσματα δύο επιστημονικών συνεδρίων που έγιναν πρόσφατα στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών με τη συμμετοχή έγκυρων επιστημόνων και ερευνητών:
* Στον 20ο αιώνα σημειώθηκε αύξηση της γεωργικής παραγωγής λόγω της εξέλιξης της γεωργικής έρευνας, την εισαγωγή νέων υβριδίων στην παραγωγή και γενικά της νέας γεωργικής τεχνολογίας περιλαμβανομένης της λιπασματολογίας, των μεθόδων και μέσων φυτοπροστασίας και αγροτικής χημείας, της βελτίωσης των εδαφών και των ορθών γεωργικών πρακτικών.
* Σήμερα, οι βελτιώσεις αυτές έχουν συμβάλλει σε μια εκτεταμένη ανάπτυξη και χρήση «ομοιομόρφων» ποικιλιών καλλιεργειών σε σχέση με την γενετική διαφοροποίηση που παρατηρείται σε τοπικό επίπεδο σε ολόκληρη την ΕΕ και πιο έντονα σε περιοχές της νότιας Ευρώπης (Βλ.: Pecceti and Annicchiario, 1998).
* Αν και οι εξελίξεις αυτές στον γεωργικό τομέα είναι εμφανείς, μετά από εμπεριστατωμένη έρευνα και επιστημονική παρατήρηση συμπεραίνεται τελικά ότι «ο καλύτερος δρόμος προς μια αειφορική αύξηση της αγροτικής παραγωγής σε γεωργικά συστήματα χαμηλών εισροών (αγροχημικών και νερού) , είναι αυτός που περνά μέσα από προγράμματα αναπαραγωγής και διατήρησης των τοπικών ποικιλιών» (Βλ.: Salvatore Ceccarelli, Euphytica 92 : 203-214, 1996)
Τελικά καλούμαστε να απαντήσουμε στην ακόλουθη ερώτηση: Στοχεύουμε σε μια ποιοτική ή σε μια ποσοτική απόδοση των καλλιεργειών;
Η δημιουργία ενός νέου «γενοτύπου» (ποικιλίας) από τη βιομηχανία σπόρων πρέπει να κατευθύνεται προς τέτοιους γενοτύπους που θα είναι σε θέση να αξιοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τις γεωργικές εισροές, αντί της ανάπτυξης ποικιλιών που υπερπαράγουν μόνο σε συνθήκες χρήσης μαζικών ποσοτήτων εισροών ανά τύπο καλλιέργειας ή ανά μονάδα επιφάνειας, αντιστοιχούντες σε υψηλά και απαγορευτικά κόστη παραγωγής τα οποία επιβαρύνουν υπερβολικά το αγροτικό εισόδημα και δευτερογενώς τις τιμές καταναλωτή. Άλλωστε αυτό αποδεικνύεται και από τις παραδοσιακές πρακτικές π.χ. αραίωση των καρπών των οπωροφόρων και του πράσινου τρύγου στα αμπέλια κατά τον μήνα Ιούνιο, ώστε το φυτό να μπορέσει να θρέψει σωστά και να αποδώσει καλύτερα χωρίς υποβάθμιση της ποιότητας με καχεξίες και έλλειψη οργανοληπτικών χαρακτηριστικών.
Η συρρίκνωση της «γενετικής βάσης» των καλλιεργειών, η συνεχώς αυξανόμενη και επιδιωκόμενη «γενετική ομοιομορφία» και η επέκταση των καλλιεργειών σε μεγάλες εκτάσεις μόνο με μία ή με ελάχιστες ποικιλίες (δημιουργώντας συνθήκες τοπίου μονοκαλλιέργειας), έχουν οδηγήσει στην αυξημένη ευπάθεια των καλλιεργειών σε περισσότερα παθογόνα και νέους εχθρούς. Από την πλευρά της γενετικής η ευπάθεια αυτή εξελίσσεται σε πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα όταν η γενετική βάση συνεχώς μικραίνει (Βλ.: Tailler and Bernardo, 2004)
Γιατί στηρίζουμε την προστασία και την εμπορική χρήση των ντόπιων ποικιλιών
Οι ντόπιες ποικιλίες προσφέρουν:
* Καλύτερη εξοικείωση των παραγωγών σε σχέση με τις ξενικές ποικιλίες καλλιεργειών που προωθούνται
* Καλύτερη αξιοποίηση του νερού και των θρεπτικών ουσιών
* Ανταγωνίζονται καλύτερα τα ζιζάνια
* Αντιστέκονται καλύτερα στο στρες (βιοτικό και αβιοτικό)
* Σταθερές αποδόσεις σε λιγότερο ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες
* Συνιστώνται για παραδοσιακά συστήματα γεωργικής παραγωγής (άνυδρη κηπευτική και ξερικές συνθήκες)
* Κατάλληλες για βιολογική καλλιέργεια
* Διευρύνουν την γενετική βάση μέσα από τη συμμετοχή τους σε έρευνες βελτίωσης και προγράμματα
* Υψηλή κληρονομικότητα (οι παραλλαγές που εκδηλώνονται σε συγκεκριμένες ντόπιες ποικιλίες συσσωρεύονται και βοηθούν πολλά είδη να εξελίσσονται)
* Υψηλή διατροφική αξία και γευστικές ποιότητες (π.χ. τα φρούτα και τα λαχανικά είναι σπουδαίες πηγές αντιοξειδωτικών και μεταλλικών αλάτων τα οποία ενοχοποιούνται για αριθμό εκφυλιστικών ασθενειών και ασθενειών που σχετίζονται με ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού)
* Βασική τους ικανότητα είναι η προσαρμοστικότητα στον χρόνο και τις κλιματικές μεταβολές
* Έχουν καταφέρει να επιβιώνουν όταν όλες οι προβλέψεις ήταν εναντίον τους. Αυτό συμβαίνει λόγω της εγγενούς δύναμης των γονιδίων τους και της πολυμορφικών φυτοκοινωνιών που επιβιώνουν λόγω της διαφορετικότητας μεταξύ των μελών τους.
Σήμερα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε την κοινωνική πίεση που επιζητά να εφαρμόσουμε περισσότερο φιλικές γεωργικές πρακτικές προς το περιβάλλον και προς τους καταναλωτές:
* Οι υδάτινοι πόρου ελαττώνονται
* Μετά από μονοκαλλιεργητικές πρακτικές, τα εδάφη εμφανίζουν σοβαρή κούραση και υποβάθμιση
* Η υπερχρήση των αγροχημικών όλων των ειδών έχει συντελέσει σε περιβαλλοντική υποβάθμιση του εδάφους, επιμόλυνση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτινων πόρων, της χλωρίδας, της πανίδας, των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων άρα και της τροφής.
* Ο καταναλωτής καλείται να πληρώνει για άγευστα, ενίοτε για μολυσμένα και ακατάλληλα γεωργικά προϊόντα, για συστατικά τροφίμων χαμηλής διατροφικής αξίας και για «υποθετικά» ωφέλιμες για την υγεία του ουσίες οι οποίες στην πραγματικότητα έχουν χαθεί.
Ως μοναδική διαθέσιμη εναλλακτική, προτείνουμε την εκμετάλλευση (με την καλή έννοια) των δυνατοτήτων που προσφέρονται από ένα ευρύτατο φάσμα ντόπιων ποικιλιών καλλιεργειών, ανοίγοντας νέες διαδικασίες γενετικής δημιουργίας νέων ποικιλιών που θα απαιτούν αειφόρες καλλιεργητικές πρακτικές όπως οι αμειψισπορές, τη δραστικά μειωμένη χρήση λιπασμάτων και παρασιτοκτόνων, κλπ. Πιο συγκεκριμένα :
* Να επιστρέψουμε τις παραδοσιακές ντόπιες ποικιλίες στη συστηματική καλλιέργεια ως «εμπορικές ποικιλίες»
* Να γίνεται η εγγραφή των ντόπιων ποικιλιών ως ΠΟΠ με την ελάχιστη επέμβαση βελτίωσης
* Να χρησιμοποιούνται ως γονείς στην διαδικασία αναπαραγωγής για την ενσωμάτωση των πλεονεκτημάτων τους στις νέες γενιές, με άλλα λόγια «στις νέες εμπορικές ποικιλίες που θα προκύπτουν και προωθούνται για καλλιέπεια».
Οι ντόπιες ποικιλίες και οι απόγονοί τους να μπορούν να προωθούνται στα εμπορικά δίκτυα αγοραπωλησίας σπόρων, να είναι εύκολα διαθέσιμες και προσεγγίσιμες από τους αγρότες. Να επιτρέπεται στους αγρότες να είναι σε θέση να κρατούν σπόρο για την επόμενη και για διαδοχικές σπορές.
Ισχυρή η σύνδεση με την υγιεινή διατροφή
Στα περισσότερα μέρη της Ελληνικής υπαίθρου, το άρωμα, η γεύση, τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά και γενικά η ποιότητα των αγροτικών προϊόντων είναι υψηλού επιπέδου λόγω της χρήσης ντόπιων ποικιλιών και της εφαρμογής παραδοσιακών γεωργικών πρακτικών, παράγοντες που σχετίζονται με την υγιεινή ελληνική δίαιτα, παγκοσμίως γνωστή. Σε εθνική κλίμακα, οι ντόπιες ποικιλίες προστατεύονται από τις αγροτικές κοινωνίες και την επιστημονική κοινότητα, ανταλλάσσονται και χρησιμοποιούνται όχι μόνο για μικρής και μεσαίας κλίμακας κηπευτικά και καλλιέργειες, αλλά και από ερασιτέχνες καλλιεργητές οι οποίοι χρειάζονται και αναζητούν διαφορετικό σπόρο και οι οποίοι δεν πρέπει να αφανιστούν. Αυτός ο τύπος γεωργίας που αντιπροσωπεύει ένα εκτεταμένο και ευρύ «μωσαϊκό» χρήσεων γης σε ολόκληρη την Ευρώπη έχει αυτόαναπτυχθεί και έχει επιβιώσει μέσα από αιώνες καλλιέργειας της γης σε ειδικές συνθήκες όπως η συνεχής παρατήρηση, το ένστικτο επιβίωσης και εξασφάλισης τροφής σε δύσκολες εποχές, χειρονακτική εργασία, συνεχώς επαναλαμβανόμενες συγκομιδές κλπ, και αποτελεί μια τελείως διαφορετική μορφή γεωργίας η οποία επάξια χρειάζεται και απαιτεί να θεσμοθετείται χωριστά από τις βιομηχανικής μορφής και κλίμακας γεωργικές πρακτικές.
Όσο αφορά την Ελλάδα, οι περισσότεροι κάτοικοι της υπαίθρου αλλά και οι κάτοικοι των πόλεων και της ελληνικής διασποράς που θυμούνται, συχνά αναφέρονται στα φρέσκα και τα αγνά προϊόντα της πατρίδας τους, καθώς και στα πολύτιμα διατροφικά τοπικά προϊόντα με την αξέχαστη γεύση και άρωμα.
Από την άλλη πλευρά ο σύγχρονος άνθρωπος έχει απολέσει την ικανότητα και τη δεξιότητα να ξεχωρίζει «την κακή από την καλή τροφή» μέσα από την οσμή και τη γεύση (π.χ. η οσμή που παλιότερα τον προστάτευε από κάτι επικίνδυνο που θα έτρωγε, δεν υπάρχει σήμερα. Ακόμη και ο κόρακας που θα μυρίσει γεωργικό φάρμακο στην τροφή δεν θα την φάει, κάτι που ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να κάνει). Για μεγάλη χρονική περίοδο, οι ντόπιες ποικιλίες καλλιεργειών και οι παραδοσιακές διαιτητικές συνήθειες που συνδέονταν άμεσα μ’ αυτές, προσφέρονταν και επιλέγονταν από τους καταναλωτές με βάση την ποιότητα και τη διατροφική αξία, αντί της ποσότητας. Στην περίπτωση που η ζωική και φυτική βιοποικιλότητα ενός τόπου χαθούν, τότε και η ποιότητα της τροφής θα χαθεί, ενώ και τα δύο «ο τοπικός πολιτισμός και η υγεία του πληθυσμού» θα υποστούν τις επιπτώσεις και θα αφανιστούν.
Υπάρχει ένα πρόβλημα που δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και είναι το γεγονός ότι οι καταναλωτές επιζητούν και την ποικιλία και την ποιότητα. Κανένας δεν ακούει την ίδια μουσική ή καταναλώνει την ίδια τροφή κάθε μέρα… Ενημερωμένοι και εκπαιδευμένοι καταναλωτές επιδιώκουν την ποικιλία. Στην σύγχρονη εποχή, η πλειονότητα των Ελλήνων καταναλωτών και των αγροτών είναι επαρκώς ενημερωμένοι στα ίδια επίπεδα που είναι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι καταναλωτές..
Ανάγκη για άμεση δράση
Αν και το αρχικό σχέδιο του Κανονισμού του Μάιου 2013 πρότεινε την εξαίρεση μικρών επιχειρήσεων παραγωγής και διαχείρισης σπόρων, νεότερες αναφορές, τροπολογίες και δημοσιεύματα αναφέρονται σε ολοκληρωτική εξάλειψη της εξαίρεσης από το κείμενο με τη σύμφωνη μάλιστα γνώμη και των δύο Δ/σεων της Επιτροπής (Γεωργίας και Περιβάλλοντος), η να προχωρήσει με μια «στο παρά πέντε» τροπολογία η οποία κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για τους μικρούς «παραγωγούς σπόρων και τους χρήστες σε επίπεδο χωριού και μικρής κλίμακας καλλιεργητών κηπευτικών».
Η γνώμη μας είναι ότι :
* Οι νέες εξαιρέσεις «σημειακών – τοπικών αγορών» που προτείνονται, είναι πολύ λίγες και δεν πρόκειται να επιλύσουν τα προβλήματα ενός πολύ μεγάλου αριθμού Ελλήνων μικρών παραγωγών και κοινωνικών ομάδων που παραδοσιακά ασχολούνται με την παραγωγή και διατήρηση σπόρων ντόπιων ποικιλιών, τα κηπευτικά στην ύπαιθρο, και την αστική και περιαστική γεωργία.
* Το τι χρειάζεται δεν είναι να εξαιρεθούν εταιρίες παραγωγής σπόρων πολλαπλασιαστικού υλικού από το νομοθέτημα, αλλά να διασφαλιστεί ότι οι ανάγκες των μικρών παραγωγών ικανοποιούνται πλήρως, περιλαμβανομένων των ελεύθερων ανταλλαγών σπόρων οι οποίες πραγματοποιούνται στις τοπικές κοινωνίες εδώ και αιώνες και γίνονται πολύ δημοφιλείς στις μέρες μας σε περιβάλλον διατροφικής κρίσης που δημιουργεί η οικονομική κρίση.
* Δεν είναι πρέπον ούτε αποδεκτό, οι σπόροι που πωλούνται ή διανέμονται σε μικρές συσκευασίες σε μικρούς κηπουρούς και λαχανοκόμους, να υφίστανται των όρων και των περιορισμών των διατάξεων του Κανονισμού με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται για τους σπόρους που προορίζονται για τη «βιομηχανική γεωργία». Έλληνες και Ευρωπαίοι μικροί και μικρομεσαίοι παραγωγοί είναι μικρού μεγέθους επιχειρήσεις ή παραγωγοί που καλλιεργούν για αυτοκατανάλωση (κηπευτικά) οι οποίοι δεν είναι εξοικειωμένοι και δεν επιθυμούν να κάνουν χρήση σπόρων ποικιλιών που έχουν «αναπτυχθεί και παραχθεί» σε άλλους τόπους και προορίζονται για τελείως διαφορετικές συνθήκες και συστήματα καλλιέργειας.
Το αίτημά μας
Ως Γεωπόνοι επαγγελματίες, υπηρέτες των Εφαρμοσμένων Γεωπονικών Επιστημών με πολύπλευρη γνώση του αντικειμένου και μέσα από εμπειρίες διάρκειας, Μέλη μιας Επιστημονικής Οργάνωσης που εκπροσωπείται με ευαισθησίες στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό, έχουμε πλήρη επίγνωση της ανεκτίμητης βιοποικιλότητας της Ευρωπαϊκής Ηπείρου και της Ελλάδας ειδικότερα η οποία συγκριτικά, χαρακτηρίζεται από τον μεγαλύτερο βαθμό «βιοαποθέματος» πανίδας, χλωρίδας και αγροτικής βιοποικιλότητας στην Ευρώπη.
Γ’ αυτόν τον λόγο σας ζητούμε ευγενώς να λάβετε υπόψη την τεκμηριωμένη μας άποψη και αγωνία, καθώς επίσης και αυτή των τοπικών αγροτικών κοινωνιών και των καταναλωτών του τόπου και να συνεισφέρετε με θετικό τρόπο προς την κατεύθυνση ριζοσπαστικών αλλαγών που απαιτούνται στο σχέδιο του νέου αυτού Κανονισμού που προωθείται στην ΕΕ, έτσι ώστε οι σπόροι και το πολλαπλασιαστικό υλικό που χρησιμοποιούνται από τους μικρούς παραγωγούς και τις μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις και οποιοδήποτε άλλο πολύτιμο γενετικό υλικό καλλιεργειών που απειλούνται, στο πλαίσιο του Κανονισμού να εξεταστούν χωριστά από τους μαζικά παραγόμενους σπόρους των μεγάλων εταιριών.
Εν ολίγοις, ζητούμε οι προσπάθειές σας να εστιάσουν στο δίκαιο και επαρκώς τεκμηριωμένο αίτημα όλων μας, αλλά και σε αυστηρή παρακολούθηση της διαδικασίας, ώστε ο νέος Κανονισμός να μην αποκλείσει τις ντόπιες ποικιλίες και γενικώς το παραδοσιακό γενετικό υλικό από τις συνήθεις πρακτικές των μικρών παραγωγών στη χώρα και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μας, με τον απαιτούμενο σεβασμό, να κάνουμε μια αναφορά στον γνωστό Έλληνα Επιστήμονα της Διασποράς, Δρα Στυλιανό Αντωναράκη, Καθηγητή της Γενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης, ο οποίος είπε:
«… σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η βιοποικιλότητα είναι η συνέχιση της ζωής…», καθώς επίσης ότι «εάν όλοι οι έλληνες μαζευτούμε στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα και ήμασταν όλοι ίδιοι (κλωνοποιημένοι), εάν προσβληθούμε από μια ασθένεια, η ασθένεια αυτή θα μας εξολόθρευε όλους.
Συνεχίζουμε να είμαστε ζωντανοί γιατί είμαστε διαφορετικοί ως προς τον γενότυπο και τον φαινότυπο…!!»
Μεταφορικά, οι σπόροι επίσης είναι η συνέχιση της ζωής στο φυτικό βασίλειο….
Άρα η διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας ενός τόπου μπορεί να έχει τραγικές συνέπειες και προέρχεται από αλλοίωση της βιοποικιλότητας, τις μονοκαλλιέργειες, την εμφάνιση νέων φυτοασθενειών και την ανθρώπινη αδιαφορία. Υπενθυμίζουμε το παράδειγμα της Βαρκελώνης (1992) και της Αθήνας (2004) με την εισαγωγή μεγάλων φοινικόδεντρων για καλλωπιστικούς σκοπούς από την Αίγυπτο. Μαζί με τους φοίνικες εισήχθη και ο ρυγχοφόρος (έντομο που προσβάλλει τα φοινικοειδή) και κατέστρεψε 100.000 δένδρα στην Ισπανία και άλλα τόσα στην Ελλάδα και απειλεί χιλιάδες ακόμη, ζημιά πολλών εκατομμυρίων. Το πρόβλημα δεν αντιμετωπίστηκε. Οι ερευνητές ισχυρίζονται (καλώς) ότι πρέπει να δημιουργηθούν φυσικοί εχθροί, π.χ. ένα πτηνό ή κάποιο άλλο έντομο. Μέχρι να συμβεί, θα ξεραθούν όλοι οι φοίνικες. Αυτό και μόνο ως χειροπιαστό φαινόμενο αποδεικνύει την πραγματική ανάγκη για ποικιλότητα και ισορροπία στη φύση.
Δανειζόμενοι σχετικά δημοσιεύματα, επιχειρήματα και προβληματισμούς έγκυρων επιστημόνων και ιδρυμάτων, ζητούμε την προσοχή σας και στο θέμα του κόστους που θα απαιτηθεί για την εφαρμογή, την αστυνόμευση και την παρακολούθηση της εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού σε εποχές στυγνής λιτότητας. Διαφαίνεται ότι εκατοντάδες χιλιάδες μικροί παραγωγοί αν όχι εκατομμύρια, εάν αγνοηθούν θα αγνοήσουν με τη σειρά τους τον Κανονισμό αυτό. Για να επιβληθεί επαρκώς θα απορροφήσει τεράστια κονδύλια από τα Ευρωπαϊκά κράτη μέλη τα οποία δεν είναι σε θέση να αντέξουν στις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες.
Εάν υποτεθεί ότι ο Κανονισμός δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη, τότε το ερώτημα παραμένει, «μπορεί ο Κανονισμός αυτός να ικανοποιήσει τους σκοπούς για τους οποίους συντάχθηκε και προωθείται;».
Συνοψίζοντας, παρακαλούμε πληροφορηθείτε ότι:
* Συμφωνούμε απόλυτα με χιλιάδες Ευρωπαίους επιστήμονες και απλούς Πολίτες, με εκατοντάδες Οργανισμούς με εκατομμύρια Μέλη Ευρωπαίων Πολιτών και Αγροτών οι οποίοι θέλουν, δικαιούνται και αναζητούν την πολύχρωμη ποικιλία και όχι την τυποποιημένη «ομοιομορφία» ενώ οι αριθμοί τους διογκώνονται συνεχώς και οι φωνές τους πληθαίνουν ημέρα με την ημέρα.
* Η προτεινόμενη Νομοθεσία της ΕΕ επιβάλλεται να επιτρέψει περισσότερη ποικιλία στους αγρούς μας και στα πιάτα μας, αντί να την καταστρέφει.
* Παραδοσιακές και ντόπιες ποικίλες πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνουν ως εξαίρεση από απαιτήσεις αδειοδότησης και πιστοποίησης
* Αυστηροί κανόνες, έλεγχοι, επιθεωρήσεις και δαπανηρές άδειες θα έπρεπε να εφαρμόζονται μόνο για σπόρους και γενετικό υλικό που τα εμπορεύονται οι εταιρίες σε μεγάλες ποσότητες.
* Η ελεύθερη ανταλλαγή σπόρων και σπορόφυτων μεταξύ αγροτών και καλλιεργητών καθώς και πρωτοβουλίες για τη διατήρηση των σπόρων και των ντόπιων ποικιλιών πρέπει να υποστηρίζονται και να επιδοτούνται
* Μόνο μέσα από την καλλιέργεια μεγάλου φάσματος ποικιλιών φρούτων, λαχανικών και σιτηρών μπορούμε να διασφαλίσουμε μια Γεωργική δραστηριότητα που θα προσαρμόζεται στις κλιματικές αλλαγές νέες ασθένειες και παράσιτα.
Κυρίες και κύριοι
Είμαστε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της διατροφής και των μεγάλων μονοπωλίων. Οι ίδιες εταιρείες που παράγουν τους σπόρους, οι ίδιες παράγουν λιπάσματα, φυτοφάρμακα, παρασιτοκτόνα κλπ, αλλά είναι και αυτές που παράγουν φάρμακα για τον άνθρωπο για να τον θεραπεύουν από ασθένειες που πολλές φορές οι ίδιες προκαλούν.
Όμως η φύση και οι λειτουργίες της είναι οι ανίκητοι παράγοντες σε σχέση με τις πολυεθνικές και την επιστήμη. Ας την αφήσουμε να λειτουργεί όπως αυτή ξέρει εδώ και εκατομμύρια χρόνια.
Είμαστε υπέρ της έρευνας και της επιστήμης, αλλά πρέπει πρώτα να αξιολογηθεί η αναγκαιότητα των συνεπειών της.
Πρόοδο συνιστά ο προσδιορισμός των ορίων του ανθρώπου και της επιστήμης, με σκοπό τη βιωσιμότητα του ίδιου και του οικοσυστήματος.
Η υποταγή της επιστήμης και της έρευνας στους νόμους της αγοράς και του κέρδους και στα μεγάλα συμφέροντα, θα αποβεί μοιραία για την εξέλιξή τους αλλά και την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Σας Ευχαριστούμε βαθιά για την προσοχή σας
Θα ήμασταν υπόχρεοι εάν είχαμε τις απόψεις σας γραπτώς.
Από left
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου