Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Κουμπουρόφωνοι και κουμποροφόνοι

Ακόμα και στην άγρια, ολιγαρχική ρωμαϊκή δημοκρατία απαγορευόταν η οπλοφορία των πολιτών και των πολιτικών σε όλους τους δημόσιους χώρους της πόλης, την αγορά, τη Σύγκλητο, τους ναούς και τους δρόμους.

Οπλα οι πολίτες μπορούσαν να έχουν μόνον στα σπίτια τους, για να μπορούν να τα υπερασπίζονται απ’ τους κακοποιούς αλλά και από τους... γείτονές τους. Καθ’ ότι ο νόμος του ισχυρότερου κυριαρχούσε στη ζωή των Ρωμαίων, και επί δημοκρατίας και επί αυτοκρατορίας.

Επισήμως ήταν αδιανόητο Ρωμαίος Συγκλητικός να μπει στη Σύγκλητο ένοπλος ή οπλισμένος. Βεβαίως αρκετοί και συχνά έκρυβαν κάτω απ’ την κοκέτικα φορεμένη τήβεννό τους κοντά σπαθιά ή μακρυά μαχαίρια. Είτε για την προσωπική τους ασφάλεια, είτε για δόλιους σκοπούς, όπως όταν η παρέα των...
δημοκρατικών του Κάσσιου δολοφόνησε τον Καίσαρα. Πριν να προλάβει να δολοφονήσει ο ίδιος τη δημοκρατία, για να τη δολοφονήσει αργότερα ο Οκταβιανός, ο και Αύγουστος ως εκ τούτου επονομασθείς.

Πάντως, πριν η ύστερη δημοκρατία ξεψυχήσει, και καθ’ όλην τη διάρκεια του μακρού εκφυλισμού της, στοιχειώδεις κανόνες ετηρούντο, έστω κατ’ επίφασιν. Ο στρατός, για παράδειγμα, απαγορευόταν να μπει ένοπλος στην πόλη (μάλιστα οι λεγεώνες έπρεπε να στρατοπεδεύουν σε μακρυνές «νόμιμες» αποστάσεις), εκτός απ’ τις περιπτώσεις των θριάμβων, όταν η Σύγκλητος εμπιστευόταν ή αναγκαζόταν να «εμπιστευθεί» έναν νικητή στρατηγό, ώστε να του επιτρέψει να τελέσει τον εν λόγω θρίαμβο, βγάζοντας όμως το στράτευμα (του) απ’ την πόλη πριν να νυχτώσει. Οι Ρωμαίοι φύλαγαν τα όπλα τους για τους εχθρούς τους, αν και εν τέλει τα χρησιμοποίησαν ο ένας εναντίον του άλλου περισσότερο απ’ τον καθένα.

Κατά την αρχική («ηρωική» στην αντίληψη και την εθνική τους μυθολογία) περίοδο της δημοκρατίας τους την ασφάλεια των πατρικίων (κυρίως απ’ τους άλλους πατρικίους αλλά και) από τους πληβείους αναλάμβαναν οι πελάτες τους και μισθωμένοι ραβδούχοι. Αυτοί οι τελευταίοι -κάθε καρυδιάς καρύδι, πρώην κακοποιοί ή κι εκ παραλλήλου- φρουρούσαν επίσης πλούσιες ή παλιές αρχοντικές οικογένειες πληβείων, καθώς και πλούσιους μέτοικους ή ξένους πρέσβεις - ουδείς μπορούσε να κυκλοφορήσει αφύλακτος στους επικίνδυνους δρόμους της Ρώμης.  

Δημόσιοι ραβδούχοι υπήρχαν για τους εκπροσώπους των πέντε μόνον αξιωμάτων του πολιτεύματος, καμιά εικοσαριά νοματαίους δηλαδή, οι υπόλοιποι μίσθωναν ιδιωτικούς. Ο «νόμος και η τάξη» στη Ρώμη ήταν στα χέρια εκείνων που κυριαρχούσαν σε μια πλούσια αγορά αποβρασμάτων εκμισθώνοντας τα μπουμπούκια της. Τα οποία γνώρισαν μέρες δόξης λαμπράς, όσον η δημοκρατία έπεφτε όλο και πιο πολύ στα χέρια αδίστακτων κατσαπλιάδων. Οπλαρχηγών που λεηλατούσαν το εξωτερικό κάνοντας τον πόλεμο εργολαβία και ταυτοχρόνως έσφαζαν ο ένας τον άλλον στο εσωτερικό για το  ποιος θα πάρει την επόμενη εργολαβία. Για να πλουτίσει κι άλλο, να αποκτήσει κι άλλη πολιτική ισχύ, εξαγοράζοντας με τα φράγκα των λεηλασιών τους ισχυρούς κι εκμαυλίζοντας με θεάματα τον λαό. Μάριος και Σύλλας, εμφύλιοι πόλεμοι, προγραφές, Κράσσος, Λούκουλος, συνωμοσία του Κατιλίνα, νεαρός Καίσαρας, μια αιμοσταγής περίοδος στη Ρώμη, όπου διάσημες συμμορίες όπως του Μίλωνα και του Κλαύδιου του Ωραίου έλυναν κι έδεναν στην πόλη, στραγγάλιζαν, έσφαζαν, χτυπιόνταν στους δρόμους, κανονικά Τάγματα Εφόδου - πάντα για την τήρηση της τάξεως, πάντα με τις πλάτες Συγκλητικών, πάντα κατ’ ανάθεσιν απ’ τους αγαθούς, δηλαδή τους δικτάτορες, πάντα για το καλό του λαού, πάντα για την προστασία της δημοκρατίας, πάντα για την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων - ώσπου η δημοκρατία τα κακάρωσε και την προστασία του πτώματός της, αντί των «άοπλων» ένοπλων τραμπούκων που τη σκότωσαν, ανέλαβαν οι ένοπλοι και με τον νόμο πλέον πραιτωριανοί που την ταρίχευσαν.

Ηταν η εποχή που τις ανήσυχες «χήνες του Καπιτωλίου» τής κάποτε -έστω κι ολιγαρχικής, έστω κι αριστοκρατικής- δημοκρατίας αντικατέστησαν οι υποταγμένες στους Καίσαρες «κότες της Συγκλήτου». Η ρωμαϊκή δημοκρατία δεν υπήρξε, παρά για μια-δυο σύντομες στιγμές, δημοκρατία των πολιτών, αλλά μια δημοκρατία των αρχόντων, που πρόσεχαν διαρκώς να μη γίνει κάποιος απ’ αυτούς πιο άρχοντας απ’ τους άλλους.

Inter arma silent leges, εν μέσω των όπλων σιγούν οι νόμοι, έλεγαν οι Ρωμαίοι, αναφερόμενοι στους πολέμους, την αγριότητα της διεξαγωγής τους, όταν δίκαιο είναι το δίκαιο των όπλων, όταν κανείς δεν υπολογίζει τους νόμους. Ως φαίνεται όμως, ούτε εν καιρώ ειρήνης, ούτε μέσα στην πόλη τους, όσον «άοπλοι» κι αν περιφέρονταν οι ίδιοι, εσίγησαν ποτέ τα όπλα, ώστε να ακούγονται οι νόμοι. Ισως διότι οι ίδιοι τους οι νόμοι ήταν όπλα. Των ισχυρών κατά των αδυνάτων. Κι όταν αυτοί οι νόμοι-όπλα «στόμωναν», πάντα υπήρχε ένας Καίσαρας να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να διαλύσει αρχαίες αυταπάτες εγκαθιδρύοντας και καθ-ιερώνοντας νέες.

Τον Μίλωνα -τον κάθε Μίλωνα- αρχηγό των ταγμάτων εφόδου της εποχής του, τον έφαγε το σκοτάδι, τον Καίσαρα όχι. Ούτε ο Πομπήιος έκλαψε με μαύρο δάκρυ τον Κλαύδιο τον Ωραίο, αν δεν κατούρησε κιόλας πάνω στον τάφο του, όπως ο Χίτλερ και ο Χίμλερ πάνω στον τάφο του Ραΐμ.

Με έναν λόγο, υπάρχουν οι κουμπουροφόροι τραμπούκοι, υπάρχουν και οι κουμπουροφόροι ταξικοί νόμοι - ένα πλέγμα ταξικών νόμων όπως το Μνημόνιο. Συνώνυμο της ταξικής ανομίας, όπως όταν δεν υπάρχει συλλογική σύμβαση εργασίας, ή όταν το επιτόκιο μιας πιστωτικής κάρτας είναι 19%-25%. Και οι κουμπουροφόροι τραμπούκοι και οι κουμπουροφόροι ταξικοί νόμοι σκοτώνουν τους πληβείους το ίδιο. Ιδίως εκείνους τους πληβείους που πιστεύουν ότι οι κουμπουροφόροι τραμπούκοι είναι φίλοι τους, επειδή προέρχονται απ’ τις τάξεις τους, κι όχι μίσθαρνα όργανα των αφεντικών για να αλαλιάζουν την τάξη τους.

Αλλά, μιας και το ρίξαμε σήμερα στο λατινικό προγονικό, να μην ξεχάσουμε να πούμε ότι οι Ρωμαίοι επίσης έλεγαν: «υπέρτατος νόμος η σωτηρία της πατρίδας» - αυτή ήταν η δόξα των Γράκχων, η σεμνή δόξα του Αισχύλου - όχι οι τραγωδίες του, η ασπίδα του. Με το πλατύ του στήθος υπέρ των συμπολιτών του ανδραγάθησε ο Σωκράτης κι έφτιαξε τις κουβέντες που ακούει ώς σήμερα ο κόσμος...
 

Του Στάθη από enikos