Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Καληνύχτα Αθήνα, οι άστεγοι σε χαιρετούν -> Η... παράλληλη πόλη των 20.000 αστέγων

ΕΝΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΑ ΜΕΡΗ ΟΠΟΥ «ΣΤΕΓΑΖΟΝΤΑΙ» ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΖΩΗΣ, ΦΤΩΧΕΙΑΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ
«Ορισμένα προβλήματα, όπως το κρύο, λύνονται. Τη νύχτα, βέβαια, τη βγάζεις πολύ πιο άνετα όταν δεν έχει παγωνιά. Το καλοκαίρι έχει τα δικά του προβλήματα. Οι ενορίες σταματάνε τα συσσίτια, γιατί οι εθελόντριες της Εκκλησίας πηγαίνουν να κάνουν τα μπάνια τους». Για το δικό τους «μπάνιο» φροντίζει -ακόμα και στην παγωνιά- το βυτιοφόρο όχημα καθαρισμού του δήμου.
«Το χειμώνα τσούζει περισσότερο». Ψεκάζοντας με νερό τους δρόμους, ολοκληρώνει με επιτυχία αυτό που μεθοδικά επιδιώκει η πολιτεία: να εξαφανίσει τους άστεγους από τη βιτρίνα της πρωτεύουσας. Είναι η ώρα που οι «σωροί από βρεγμένες κουβέρτες» αποκτούν πόδια και τρέχουν κάπου αλλού να κρυφτούν. Κάτω από τις γέφυρες, μέσα στο παλιό μηχανοστάσιο, στις διαβάσεις, σε κάποια φυλαγμένη γωνία, στις πλατείες. Καληνύχτα Αθήνα, οι άστεγοι σε χαιρετούν.

Υπολογίζονται γύρω στους 20.000 - μια παράλληλη πόλη. Ο Γιώργος, ο Λέων, ο Παύλος, η Μάτα, ο Νίκος και η Δέσποινα είναι νεοάστεγοι. Οι τρεις πρώτοι φιλοξενούνται τελευταία στον ξενώνα της «Κλίμακας». Οι υπόλοιποι παραμένουν στο δρόμο. Αναπολούν το σπίτι τους, αλλά κυρίως το δικαίωμα...
στην ιδιωτική ζωή. Είναι, όπως είπε ένας από αυτούς, «προσωρινοί ενοικιαστές πεζοδρομίων».

«Φτωχός δεν πρόλαβα να γίνω», λέει ο Λέων. «Από μεσοαστός έμεινα άστεγος». Στο πλάι του ο Γιώργος, νεοάστεγος κι αυτός. «Νεοάστεγοι είμαστε οι άστεγοι που βγήκαν στο δρόμο λόγω κρίσης».
Είμαστε... χελώνες

«Εμείς οι άστεγοι έχουμε πολλά κοινά με τις χελώνες. Παίρνουμε μαζί το σπιτάκι μας. Κατά βάθος όμως είμαστε πουλιά. Μεταναστεύουμε ανάλογα με τον καιρό». Φέτος, είναι ο τρίτος Απρίλιος που η Μάτα βρίσκεται στο δρόμο. «Αν αρχίζω να συνηθίζω; Οταν έχεις κοιμηθεί σε πουπουλένιο στρώμα, δεν συνηθίζεται», λέει. Ξεχειμώνιασε κάτω από μια γέφυρα, δίπλα στον Προαστιακό, στάση ΣΚΑ. «Θέλω να είμαι κοντά σε ρολόι και σε φώτα. Δεν αντέχω άλλο το κέντρο». Μέχρι τα μέσα της επόμενης εβδομάδας θα μείνει έξω από μια τράπεζα, στο Χαλάνδρι. Σύμφωνα με την ίδια, έρχεται ο πιο ζεστός Μάης της 5ετίας. «Θα 'χουμε κόλαση το καλοκαίρι» λέει, ανάβοντας ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο. Στα νιάτα της ήθελε να γίνει δασκάλα. Εγινε καθαρίστρια, και μετά άνεργη. «Και μάνα», συμπληρώνει. «Τα παιδιά;». «Στις ζωές τους», απαντά κοφτά.  
Ο κύριος Παύλος έφυγε από το σπίτι του «χωρίς δικαστικούς καταναγκασμούς». Κοιμόταν έξω από μια ταβέρνα στο Χαϊδάρι, έπειτα στην αυλή, σε ένα μοναστήρι, στο άσυλο. «Στην αρχή δεν φοβόμουν, άγνοια κινδύνου»
Στα 56 της, έπειτα από 3 χρόνια στο δρόμο, «έχω πάρει όλα τα πτυχία. Μετεωρολόγος, γιατρός, αστυνομικίνα και ό,τι άλλο θες. Μέχρι και σύμβουλος μόδας. Ξέρω τι μοντελάκι φοριέται, τι χρώμα και πόσους πόντους πάει το μίνι». «Βγήκα στο δρόμο παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2010. Ημουν τρομαγμένη και απελπισμένη. Επειτα έγινα άγριο ζώο στη ζούγκλα της Αθήνας», θυμάται η ίδια. «Πήρα το τρένο από τον Πειραιά. Κατέβηκα στην Ομόνοια, περπάτησα στην Πανεπιστημίου και κάθισα στα σκαλιά της Ακαδημίας. Είχα μαζί μου ένα χαλάκι, μια κουβέρτα και αυτό το τρανζιστοράκι. Πού και πού μου δίνουν μπαταρίες», λέει. «Δεν έκλεισα μάτι για 5 μέρες. Μια ολόκληρη μέρα μέτρησα 3.566 ζευγάρια παπούτσια. Μετά με πήρε ο ύπνος», συνεχίζει. «Σήμερα το βράδυ πού θα κοιμηθείτε;». «Εδώ· πού αλλού; Στα μαλακά», λέει γελώντας. «Ωσπου να μπει ο Μάης, θα 'χω φτάσει στη Ραφήνα, και εκεί θα μείνω μέχρι να αρχίσουν τα κρύα. Μετά βλέπουμε». Σβήνει το τσιγάρο στο πεζούλι και το ξεπλένει με νερό. Για εκείνη το πεζοδρόμιο είναι ό,τι για εμάς το πάτωμα.

«Ο νεοάστεγος δεν έχει σχέση με το "βολεμένο" άστεγο, ή αυτόν που είναι άστεγος εκ πεποιθήσεως, ή είναι εξαρτημένος από ουσίες. Είσαι εσύ, ο καθ' όλα φυσιολογικός, ένας μικροεπιχειρηματίας ή υπάλληλος που έχασε τη δουλειά του και δεν είχε οικονομικά αποθέματα στην άκρη. Δεν σε χρειαζόμαστε εσένα. Σε πετάμε στα σκουπίδια». Ο Γιώργος Μπαρκούρης πιστεύει ότι πολύ σύντομα δεν θα είναι άστεγος. Περιμένει τη σύνταξή του.

«Γράψε ότι ο άστεγος είναι υποχείριο ενός συστήματος, την ίδια στιγμή που θεωρεί ότι είναι ελεύθερος», λέει ο Γιώργος και εξηγεί την παράνοια του φορολογικού συστήματος. «Ακόμα και οι άστεγοι πρέπει να κάνουμε δήλωση στην Εφορία. Κάτσε, ρε φίλε· και να κάνω δήλωση στην Εφορία, μηδέν θα σου βγάλω. Αλλά μου λες ότι θα με φορολογήσεις με 3.000 ευρώ και πρέπει ως άστεγος να σου φέρω και αποδείξεις 1.000. Η πολιτεία πρέπει να σταματήσει να παρανομεί».

Ο Γιώργος ήταν ελεύθερος επαγγελματίας, γραμμένος στο ΙΚΑ. Φιλοδοξία του σήμερα είναι «οι άστεγοι να συμμετάσχουν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Θα θέλαμε να μας δώσει ο δήμος 10 άδειες μικροπωλητού». Ξεκίνησε την καριέρα του σε μια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, είναι μουσικός, μουσικός παραγωγός και τεχνικός υπολογιστών.

Δούλεψε στην ΕΡΤ ως συμβασιούχος, ως τεχνικός στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και στη συνέχεια σε ένα τμήμα που ανήκει στο υπουργείο Εξωτερικών, μέχρι που το 2007 βγήκε μόνος στην αγορά εργασίας, σαν τεχνικός και παραγωγός ραδιοφώνου. «Η κρίση είχε ξεκινήσει από τότε. Και έφτασα το 2011 να αποφασίσω ότι βγαίνω στο δρόμο. Δεν μπορούσα να ζω εις βάρος κανενός. Ούτε της οικογένειάς μου ούτε των φίλων μου. Βγήκα για μια εβδομάδα. Είδα ότι δεν θα τα καταφέρω. Δεν είμαι σαν τον Λέοντα».

Ο κ. Παύλος Παναγιωτάκης περιγράφει την περίοδο που έμεινε στο δρόμο, ο ίδιος το έλεγε «αστεγία», ως «λίγο δραματική ιστορία». «Στο Χαϊδάρι, υπήρχε μια ταβέρνα και κοιμόμουν στο δρόμο. Επειτα μπήκα στην αυλή και μετά μου έφτιαξαν ένα κατάλυμα. Δεν δούλευα τότε. Είχα κάποια εισοδήματα και, όταν τελείωσαν, έμεινα στο δρόμο».

Πέρασε από νοσοκομεία, από το άσυλο του δήμου, από ένα μοναστήρι. «Δυσκολεύτηκα πολύ. Δεν είχα να πληρώσω ενοίκια, ρεύματα. Εφυγα από το σπίτι, χωρίς δικαστικούς καταναγκασμούς. Στην αρχή δεν φοβόμουν. Αγνοια κινδύνου ίσως...».
«Δεν χρώσταγα πουθενά, δεν είχα κανένα δάνειο»

Ο Λέων Χάνεν έμεινε στο δρόμο λόγω της οικονομικής κρίσης. «Είχα πάντα μπροστά μου το σχέδιο ότι θα περάσει 1,5 χρόνος και θα κάνω αίτηση να πάρω σύνταξη. Είπα, όπως και αν γίνουν τα πράγματα, θα βγάλεις στο δρόμο ένα χειμώνα και δύο καλοκαίρια. Δεν θα φορτωθείς σε φίλους. Η φιλία είναι απόσταγμα ετών.

Τα έχασες όλα, ας σου μείνει ο φίλος. Αλλοι άστεγοι έχουν στόχο την επόμενη μέρα, εγώ είχα σχέδιο. Δεν θα ζητιάνευα ποτέ, δεν θα γινόμουν παράσιτο. Είχα θέληση να ξεφύγω από το ναδίρ. Δεν είναι δύσκολο. Πρέπει, βέβαια, να φας μια κλοτσιά στα οπίσθια», λέει ο ίδιος. «Οταν αποφασίσεις ότι είσαι προσωρινός, δεν είναι τόσο δύσκολο. Λες, αυτό είναι. Δεν έχει τίποτα άλλο. Και προχωράς. Να πιστεύεις πρέπει στον εαυτό σου».

Στον Αγιο Παντελεήμονα

Βγήκε στο δρόμο όταν ήταν 63 ετών, με μια σακούλα. «Εμενα σε μια δύσκολη περιοχή. Στον Αγιο Παντελεήμονα. Το πρωί Πεδίον του Αρεως, το βράδυ Αγιος Παντελεήμονας και ενδιάμεσα συσσίτιο. Δεν το έβαλα κάτω. Πλησίαζε χειμώνας, είχα ένα μπουφάν στο χέρι και η σακούλα είχε μέσα 2-3 πουλόβερ και βιβλία. Ο άστεγος έχει πάρα πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Είτε θα τον περάσει κάνοντας φαντασιώσεις είτε κάνοντας πράξεις που είναι οριακά εντός νόμου, ή αρχίζοντας να κάνει κακό στον εαυτό του. Να νιώθει τύψεις. Ενιωσα ότι θα πρέπει να διαχειριστώ τον ελεύθερο χρόνο μου». Ο Λέων έφυγε από το σπίτι του πιστεύοντας ότι δεν έφταιγε. «Δεν είχα σπαταλήσει χρήματα. Δεν είχα πάρει ποτέ δάνεια. Δεν χρώσταγα. Δεν έπεσα ποτέ στην παγίδα των τραπεζιτών. Εχω μια φυσική αντιπάθεια στις τράπεζες».

Τα τελευταία 20 χρόνια ήταν αυτοαπασχολούμενος. Δούλευε ως αγιογράφος, έβγαζε, όπως λέει, αρκετά χρήματα. «Πλήρωνα νοίκι για σπίτι και για εργαστήριο. Ζούσα καλά, όχι σαν Ωνάσης, αλλά αν ήθελα κάτι, μπορούσα να το αποκτήσω. Αυτό από τη μία στιγμή στην άλλη άλλαξε. Η αγιογραφία είναι ένα προϊόν ακριβό, που δεν είναι χρήσιμο στην καθημερινότητα. Δεν θα πας να αγοράσεις εικόνα όταν δεν έχεις να φας». Ο ίδιος εντοπίζει την ανάγκη δημιουργίας ενός φορέα που θα πιστοποιεί «ποιος είναι άστεγος και ποιος δεν είναι. Δεν ζητάμε επιδόματα και συντάξεις, μόνο να βρεθεί κάποιο κατάλυμα. Να έχει κάποιος μια στέγη που επιδοτείται και να βρει μια δουλειά με στάνταρ, παρά να μην έχει τίποτα και να μην ασχολείται με τίποτα. Αυτό δεν είναι το πρώτο βήμα. Αυτό σημαίνει ότι, απλώς, φορέσαμε παπούτσια».

Της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑ από enet