Η Ελλάδα έχει μπροστά της έναν τοίχο -την επίτευξη και διατήρηση πλεονάσματος 4,5%- που ελάχιστες χώρες στην Ιστορία κατάφεραν να περάσουν, γράφει ο Brendan Greeley. Οι αδύνατοι στόχοι του μνημονίου και για ποιο λόγο η διατήρηση πλεονάσματος είναι σαν... τη δίαιτα.
Οι Έλληνες διαπραγματευτές που πήγαν στις Βρυξέλλες στα μέσα Φεβρουαρίου για...
να επιχειρηματολογήσουν υπέρ πιο ήπιων όρων από τους πιστωτές τους ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για ένα πράγμα στην όποια νέα συμφωνία: για τον στόχο επίτευξης και διατήρησης πρωτογενούς πλεονάσματος. Πρόκειται για αυτά που κερδίζει κάθε χρόνο σε φόρους μια κυβέρνηση, μείον τις δαπάνες της για οτιδήποτε εκτός από τους τόκους που πληρώνει για το χρέος της - είναι δηλαδή ένα μέτρο λιτότητας. Συνήθως εκφράζεται ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Στο πλαίσιο του τετραετούς προγράμματος διάσωσής της, η Ελλάδα σύρθηκε από πρωτογενές έλλειμμα 10% σε πλεόνασμα 3%, με τεράστιο κόστος σε επίπεδο χαμένων θέσεων εργασίας. Οι όροι της διάσωσης απαιτούν η Ελλάδα να αγγίξει πλεόνασμα 4,5% και να το διατηρήσει για όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αυτό είναι δυνατό.
Από το 1995 όλες οι χώρες της ευρωζώνης άγγιξαν συνολικό πρωτογενές πλεόνασμα 3,6% μόνο μια φορά, το 2000. Το νούμερο αυτό βρίσκεται και πάλι κάτω από το μηδέν. (Ακόμα και η Γερμανία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Λιτότητας, έφτασε το 3% μόνο δύο φορές, στο τελευταίο τρίμηνο του 2007 και στο πρώτο τρίμηνο του 2008.)
Το 2011 το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία του Κίελου εξέτασε τα αρχεία όλων των χωρών του ΟΟΣΑ από το 1980 μέχρι το 2010. Ανακάλυψε πως λίγες χώρες μπορούσαν να διατηρήσουν πλεόνασμα 3% και σχεδόν καμία δεν μπορούσε να το διατηρήσει σε επίπεδο άνω του 5%. Αυτό δείχνει πως υπάρχει όριο σε αυτό που μπορούν να κάνουν οι χώρες, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση. Θα μπορούσαν να περάσουν για σύντομο χρονικό διάστημα το όριο αυτό, όμως «με την πάροδο των ετών και των δεκαετιών, ο στόχος αυτός είναι σχεδόν απόλυτα φανταστικός».
Πέρυσι, ο Barry Eichengreen του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, και ο Ugo Panizza του Graduate Institute της Γενεύης, βρήκαν ότι από το 1974 μέχρι το 2013 μόνο τρεις χώρες είχαν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 5% ή και περισσότερο για μία δεκαετία: η Σιγκαπούρη, που είναι μια νησιωτική πόλη-κράτος η οποία διοικείται από ένα φιλανθρωπικό ολοκληρωτικό καθεστώς, η Νορβηγία, η οποία διαθέτει πετρελαϊκό πλούτο, και το Βέλγιο, στο οποίο η δεκαετία του 1990 ήταν μια περίοδος ανάπτυξης. Ο Eichengreen και ο Panizza υποστηρίζουν πως χώρες που διατηρούν πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια πιθανότατα διαθέτουν μια καλή οικονομία, κάτι που δεν ισχύει για την Ελλάδα.
Και το 4,5% δεν είναι το μόνο που ζητούν οι δανειστές από την Ελλάδα. θεωρητικά, η χώρα θα πληρώσει τα χρέη της μέσω της φειδούς και της οικονομικής ανάπτυξης μέχρις ότου μπορέσει να μειώσει τα χρέη της στο 60% του ΑΕΠ, που είναι το στάνταρν της ευρωζώνης. Για να το κάνει αυτό, λέει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ελλάδα πρέπει να διατηρεί πρωτογενές πλεόνασμα 7,2% από το 2020 μέχρι το 2030. Μόνο η Νορβηγία έχει καταφέρει να διατηρήσει ένα τόσο μεγάλο πλεόνασμα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι χώρες που αποπληρώνουν τα χρέη τους, σημειώνει ο καθηγητής στο London Business School, Andrew Scott, «τείνουν να μη μοιάζουν με την Ελλάδα». Όπως αναφέρει, οι ΗΠΑ και η Βρετανία έχουν επιβιώσει από τα υψηλά επίπεδα δανεισμού χωρίς να χρειαστεί να αναδιαπραγματευτούν με τους πιστωτές, διότι και οι δύο έχουν ιστορικό μη χρεοκοπίας. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να εκδίδουν μακροπρόθεσμο χρέος με χαμηλά επιτόκια.
Οι δημοκρατίες, συνεχίζει ο Scott, αντιμετωπίζουν δυσκολία στην αποπληρωμή μεγάλων χρεών αποκλειστικά μέσω πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς αναδιάρθρωση. «Είναι σαν τη δίαιτα», σχολιάζει. «Περνάς τον Ιανουάριο και τα πας καλά. Έρχεται ο Φεβρουάριος και σου φαίνεται σκληρή δουλειά».
Συμπέρασμα: η Ελλάδα έχει επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, όμως το να το σπρώξει στο 4,5% έχει ελάχιστες πιθανότητες.
Το 2011 το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία του Κίελου εξέτασε τα αρχεία όλων των χωρών του ΟΟΣΑ από το 1980 μέχρι το 2010. Ανακάλυψε πως λίγες χώρες μπορούσαν να διατηρήσουν πλεόνασμα 3% και σχεδόν καμία δεν μπορούσε να το διατηρήσει σε επίπεδο άνω του 5%. Αυτό δείχνει πως υπάρχει όριο σε αυτό που μπορούν να κάνουν οι χώρες, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση. Θα μπορούσαν να περάσουν για σύντομο χρονικό διάστημα το όριο αυτό, όμως «με την πάροδο των ετών και των δεκαετιών, ο στόχος αυτός είναι σχεδόν απόλυτα φανταστικός».
Πέρυσι, ο Barry Eichengreen του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, και ο Ugo Panizza του Graduate Institute της Γενεύης, βρήκαν ότι από το 1974 μέχρι το 2013 μόνο τρεις χώρες είχαν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 5% ή και περισσότερο για μία δεκαετία: η Σιγκαπούρη, που είναι μια νησιωτική πόλη-κράτος η οποία διοικείται από ένα φιλανθρωπικό ολοκληρωτικό καθεστώς, η Νορβηγία, η οποία διαθέτει πετρελαϊκό πλούτο, και το Βέλγιο, στο οποίο η δεκαετία του 1990 ήταν μια περίοδος ανάπτυξης. Ο Eichengreen και ο Panizza υποστηρίζουν πως χώρες που διατηρούν πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια πιθανότατα διαθέτουν μια καλή οικονομία, κάτι που δεν ισχύει για την Ελλάδα.
Και το 4,5% δεν είναι το μόνο που ζητούν οι δανειστές από την Ελλάδα. θεωρητικά, η χώρα θα πληρώσει τα χρέη της μέσω της φειδούς και της οικονομικής ανάπτυξης μέχρις ότου μπορέσει να μειώσει τα χρέη της στο 60% του ΑΕΠ, που είναι το στάνταρν της ευρωζώνης. Για να το κάνει αυτό, λέει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ελλάδα πρέπει να διατηρεί πρωτογενές πλεόνασμα 7,2% από το 2020 μέχρι το 2030. Μόνο η Νορβηγία έχει καταφέρει να διατηρήσει ένα τόσο μεγάλο πλεόνασμα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι χώρες που αποπληρώνουν τα χρέη τους, σημειώνει ο καθηγητής στο London Business School, Andrew Scott, «τείνουν να μη μοιάζουν με την Ελλάδα». Όπως αναφέρει, οι ΗΠΑ και η Βρετανία έχουν επιβιώσει από τα υψηλά επίπεδα δανεισμού χωρίς να χρειαστεί να αναδιαπραγματευτούν με τους πιστωτές, διότι και οι δύο έχουν ιστορικό μη χρεοκοπίας. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να εκδίδουν μακροπρόθεσμο χρέος με χαμηλά επιτόκια.
Οι δημοκρατίες, συνεχίζει ο Scott, αντιμετωπίζουν δυσκολία στην αποπληρωμή μεγάλων χρεών αποκλειστικά μέσω πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς αναδιάρθρωση. «Είναι σαν τη δίαιτα», σχολιάζει. «Περνάς τον Ιανουάριο και τα πας καλά. Έρχεται ο Φεβρουάριος και σου φαίνεται σκληρή δουλειά».
Συμπέρασμα: η Ελλάδα έχει επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, όμως το να το σπρώξει στο 4,5% έχει ελάχιστες πιθανότητες.
Από euro2day
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου