Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, εμφανίζεται μια συγκεκριμένη γραμμή προσέγγισης της νέας ελληνικής κυβέρνησης, από διάφορα κέντρα εντός κι εκτός Ελλάδας, τα οποία φαίνεται να συμφωνούν σε παρόμοιες προτροπές: «ας μην τηρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις δεσμεύσεις του», «είναι πολύ επικίνδυνο ο ΣΥΡΙΖΑ να τηρήσει τις δεσμεύσεις του», «δεν πρέπει να τηρηθούν αυτές οι δεσμεύσεις, οι εκλογές τελείωσαν» κι άλλα ανάλογα. Η εύκολη ανάγνωση αυτών των προτροπών, είναι: φόβος. Είτε φόβος γιατί κάποιοι θα χάσουν τα παράνομα προνόμιά τους, είτε φόβος γιατί θα αποκαλυφθεί ότι...
υπήρχε εναλλακτική, αλλά οι Σαμαράς, Βενιζέλος, Κουβέλης, Παπαδήμος, Καρατζαφέρης και φυσικά ο Παπανδρέου την απέρριψαν. Είτε φόβος, γιατί στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο και τη Φρανκφούρτη, κάποιοι τρομάζουν στην ιδέα μιας γενικότερης στροφής στην πολιτική της ΕΕ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η λύση – για όσους φοβούνται – είναι προφανής κι εύκολη: να μην τηρηθούν οι δεσμεύσεις.
Ήδη δε, άρχισαν οι διαρροές (όπως από το Reuters), των επιχειρημάτων που θα χρησιμοποιηθούν εναντίον της ελληνικής πλευράς μόλις ξεκινήσει η πραγματική διαπραγμάτευση. Η άλλη πλευρά, εκτιμά ότι το βασικό επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι η ανάγκη να τηρήσει το πρόγραμμα βάση του οποίου εξελέγη και προσπαθεί να αποδομήσει το επιχείρημα με την επίκληση της «Ευρωπαϊκής υπευθυνότητας». Αυτό όμως, μας φέρνει στη δεύτερη ερμηνεία των αντιδράσεων.
Οι δεσμεύσεις δεν πρέπει να τηρηθούν, όχι μόνον γιατί «χαλάνε τη σούπα» της δημοσιονομικής αυστηρότητας, αλλά για έναν περισσότερο ουσιαστικό λόγο: η Δημοκρατία έχει εξοριστεί από την Ευρώπη, και πρέπει να παραμείνει εξόριστη. Πάνε δεκαετίες που ο «λαϊκισμός» (μια έκφραση που παραπέμπει απευθείας στην εποχή της αριστοκρατικής διάκρισης ευγενών/λαϊκών) και το «πολιτικό κόστος», θεωρούνται κακοί σύμβουλοι οποιασδήποτε Ευρωπαϊκής κυβέρνησης. Το πλαίσιο διαμορφώνεται ως εξής: «υπάρχει Δημοκρατία», γιατί οι κυβερνήσεις εκλέγονται απευθείας από τους πολίτες σε ανοικτή ψηφοφορία, αλλά «οι κυβερνήσεις που ξέρουν πάντα περισσότερα απ’ όσα οι ψηφοφόροι τους», υποχρεούνται να λειτουργούν «υπεύθυνα»· δηλαδή, με τον τρόπο που ένας ενήλικος αντιμετωπίζει με «παιδαγωγικό τρόπο» μια ομάδα ανηλίκων, «ελαφρόμυαλων, ανεύθυνων, κοντόφθαλμων» υπάρξεων. Η αντίληψη αυτή έχει τόσο βαθιά ριζωθεί στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη, που γίνεται αποδεκτή ακόμα και από πολλούς απλούς πολίτες. Στην πραγματικότητα, από τους περισσότερους. Και μόνον όταν αποδειχθεί στην πράξη ότι οι «ειδικοί της εξουσίας» δεν ξέρουν τι κάνουν – κι αυτό αποδεικνύεται με κοινωνική καταστροφή – γεννιούνται κινήματα όπως οι Podemos στη Ισπανία, ή κόμματα του 4% φτάνουν στο 37% όπως στην Ελλάδα.
Στην ίδια γραμμή της «υπευθυνότητας», κινούνται κι οι μέχρι τώρα αντιπολιτεύσεις, σε όλη την Ευρώπη. Τίποτε από όσα θέτει ως προτάγματα η Γερμανία κι η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, δεν πρέπει να αμφισβητηθεί. Έτσι βέβαια, η Δημοκρατία δέχεται ένα δεύτερο, χειρότερο πλήγμα. Γιατί, προκειμένου να υπάρχει σημασία στις εκλογές, είναι απαραίτητο να είναι σαφής η διάκριση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Αν τα κόμματα (ή οι συνασπισμοί κομμάτων) που βρίσκονται στην εξουσία κι αυτά που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, έχουν το ίδιο πολιτικό πρόγραμμα, οι ταμπέλες ως διακριτικά πολιτικών θέσεων καθίστανται ασήμαντες. Αυτός π.χ. είναι ένας βασικός λόγος που οδήγησε στην εξαφάνιση της ΔΗΜΑΡ ή του ΛΑΟΣ. Και επίσης, είναι ο λόγος που συρρικνώθηκε το ΠΑΣΟΚ. Αλλά, η τύχη κάποιων κομμάτων, είναι για τη Δημοκρατία αδιάφορη – είναι μάλιστα μέρος του «δημοκρατικού παιχνιδιού» η ανάδυση νέων κομμάτων στη θέση των παλαιών. Το πρόβλημα είναι ότι η «σύμπλευση» κυβέρνησης κι αντιπολίτευσης, εξαφανίζει την όποια εμπιστοσύνη στη Δημοκρατία: αν, ό,τι και να ψηφίσεις, η ακολουθητέα πολιτική θα είναι η ίδια, ποιο το νόημα των εκλογών;
Όταν λοιπόν, με απίστευτη ευκολία και θρασύτατη επιμονή, οι «εταίροι» ζητούν (στην πραγματικότητα: απαιτούν) ο ΣΥΡΙΖΑ να αποστεί από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, ουσιαστικά απαξιώνουν τη Δημοκρατία. Και, δεν το διατυπώνουν ούτε διακριτικά, ούτε περιφραστικά – το λένε ευθέως. Εξίσου ανοικτά το λένε κι οι κολαούζοι των «εταίρων» στην Ελλάδα: «οι κωλοτούμπες είναι λογικές και καλοδεχούμενες». Οπότε, βρισκόμαστε στην απίστευτη κατάσταση, να πρέπει να εξηγούμε, γιατί είναι θανατηφόρο για τη Δημοκρατία ένα – οποιοδήποτε – κόμμα να αρνείται το πρόγραμμά του. Έχει βρεθεί μάλιστα και ο τρόπος: αντί να μιλάμε για «πρόγραμμα κόμματος», μιλάμε για «προεκλογικές εξαγγελίες». Λες κι ο δεύτερος όρος, υπονοεί κάτι που «είθισται» να ξεχνιέται. Έτσι, το πρόγραμμα στη βάση του οποίου το οποιοδήποτε κόμμα εκλέγεται, «απονομιμοποιείται» και γίνεται ένα είδος προεκλογικού «παραμυθιού»· πράγμα που μας φέρνει πίσω στη θεώρηση των πολιτών ως ανεύθυνων παιδιών που ο ενήλικος πολιτικός τους τάζει παιχνίδια για να διαβάσουν το μάθημά τους ή να κάνουν το εμβόλιό τους.
Η λογική αυτή είναι άκρως επικίνδυνη. Και είναι περισσότερο επικίνδυνο, ότι δεν αντιμετωπίζεται ως επικίνδυνη και καταστροφική, αλλά ως μια «ρεαλιστική αντιμετώπιση του πώς έχουν τα πράγματα». Έτσι η Δημοκρατία οδηγείται στην απαξίωση μέσω της αδιαφορίας – και τότε ανθίζει η Χρυσή Αυγή, ή κόμματα διαχειριστικού χαρακτήρα, κόμματα – λογιστές όπως το Ποτάμι, ή όποιος άλλος θεωρεί τη Δημοκρατία κάτι ξοφλημένο. Εξορίζεται από την καθημερινή επικοινωνία, δεν είναι αντικείμενο συζήτησης, πολύ περισσότερο κριτικής. Ουδείς ασχολείται με το πρόβλημα, κι όσοι παλαιότερα ανησυχούσαν για το περιλάλητο «δημοκρατικό έλλειμμα» της ΕΕ, έχουν δώσει τη θέση τους σε κάποια – περιορισμένης πλέον εμβέλειας – άρθρα του Habermas και όσων ακόμα πιστεύουν στη δυνατότητα μιας «ορθολογικής» Ευρώπης.
Δεν ανήκω σε αυτούς. Δεν πιστεύω π.χ. ότι η Γερμανία ενεργεί «ανορθολογικά». Θεωρώ ότι υφίσταται ένας ορθολογισμός της Γερμανικής πολιτικής ελίτ, σαφής και κατανοητός, αν βέβαια μπει κάποιος στον κόπο να δει τα πράγματα από την γερμανική πλευρά. Το θέμα όμως είναι ότι, αν θέλουμε να έχουμε την ευθύνη της ζωής μας, οφείλουμε στην Ελλάδα – αφού εδώ και τώρα δίνεται ιστορικά η ευκαιρία – να ανοίξουμε μια πλατιά συζήτηση για τη Δημοκρατία. Να γίνει το καθημερινό μας πρόβλημα η Δημοκρατία, κι όχι όσα απασχολούν τα κανάλια, οι δόσεις, το πουκάμισο του Βαρουφάκη κι άλλα ασήμαντα. Κι αυτό, πρέπει να γίνει άμεσα.
Αν πάλι, δεν μας ενδιαφέρει η Δημοκρατία, αν θέλουμε κυβερνήσεις που να αποφασίζουν αφ’ υψηλού για τη ζωή μας, που να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους άσχετα με τις επιλογές μας, που να ξέρουν τι είναι καλύτερο για εμάς χωρίς να μας ρωτάνε, τότε ας συνεχίσουμε όπως πάμε· σε καλό δρόμο είμαστε.
Θωμάς Μαυροφίδης από imerodromos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου