Καμία χώρα στην ευρωζώνη δεν παράγει τα πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία
καλείται να παρουσιάσει η Ελλάδα. Καμία χώρα στην ευρωζώνη δεν υιοθετεί
τόσο υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, τόσο στην έμμεση όσο και στην
άμεση φορολογία. Καμία χώρα στην ευρωζώνη δεν παράγει τόσο λίγα έσοδα
αναλογικά με το ΑΕΠ της παρά την υπερφορολόγηση.
Και καμία χώρα της ευρωζώνης δεν έχει να αντιμετωπίσει σε 5-6 χρόνια από τώρα ένα «βουνό» από τόκους το οποίο θα εκτροχιάσει...
Και καμία χώρα της ευρωζώνης δεν έχει να αντιμετωπίσει σε 5-6 χρόνια από τώρα ένα «βουνό» από τόκους το οποίο θα εκτροχιάσει...
τον κρατικό
προϋπολογισμό της ακόμη και αν όλα έχουν πάει κατ’ ευχήν τόσο όσον αφορά
την πορεία του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος όσο και όσον αφορά την
πορεία των ευρωπαϊκών επιτοκίων.
Όσο και αν σε αυτήν τη διαπραγμάτευση καλλιεργείται στους
φορολογουμένους των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών η αίσθηση ότι οι Έλληνες
ζητούν για μια ακόμη φορά «χάρες» (όπως κούρεμα του χρέους ή το δικαίωμα
να κάνουν… παροχές στους πολίτες τους με τα λεφτά των Ευρωπαίων ή ακόμη
και προνομιακή μεταχείριση προκειμένου να μην κάνουν τις μεταρρυθμίσεις
που συντελούνται στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες), οι αριθμοί δείχνουν
ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν ζητάει τίποτα περισσότερο από το αυτονόητο:
να συντάσσει προϋπολογισμούς με τους όρους και τι προϋποθέσεις που τους
συντάσσουν και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και να μη συνθλίβεται από
γιγαντιαία πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία, για να βγουν στα χαρτιά,
πρέπει να καταδικάσουν μια χώρα ολόκληρη στη φτώχεια και στην ανεργία.
Είναι η… επανάσταση του αυτονόητου.
Ένα από τα πρώτα μαθήματα που διδάσκονται οι φοιτητές των οικονομικών
σχολών: δεν επιβάλλεις ολοένα και περισσότερα μέτρα σε μια οικονομία που
βυθίζεται στην ύφεση. Έπρεπε να το πει ο «πλανητάρχης» Μπαράκ Ομπάμα
για να αρχίσει να γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει και άλλος δρόμος πέραν
της ασφυκτικής περιοριστικής πολιτικής της λιτότητας που παράγει μόνο
ανεργία και φτώχεια.
Ο Βαρουφάκης και η τρόικα
Με… δέος μετέδωσαν τα ξένα μέσα ενημέρωσης την «αυθάδεια» που επέδειξε ο
Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης κατά τη συνάντησή του με
τον επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Νταϊσελμπλουμ.
«Δεν θέλουμε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, δεν θέλουμε τα 7,2
δισεκατομμύρια ευρώ, δεν θέλουμε να διαπραγματευτούμε με την τρόικα»
ήταν το συμπέρασμα των όσων είπε ο νέος «τσάρος» της ελληνικής
οικονομίας. Κι όμως, δεν πρόκειται περί αυθάδειας.
Ο Γ. Βαρουφάκης αλλά και ολόκληρη η κυβέρνηση γνωρίζουν ότι η τρόικα
είναι ένα εκτελεστικό όργανο, το οποίο έχει αρμοδιότητα μόνο να
«εκτελεί» τα όσα αναφέρονται στο μνημόνιο. Η όποια διαπραγμάτευση μαζί
της επομένως θα γίνει σε τεχνοκρατικό επίπεδο και θα αφορά το αν ο
κρατικός προϋπολογισμός του 2015 μπορεί να κλείσει με πλεόνασμα της
τάξεως των 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Αν εκτιμηθεί ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση – που αυτό θα εκτιμηθεί
καθώς και ο προϋπολογισμός του 2014 έκλεισε χειρότερα από ό,τι
αναμενόταν και ο Ιανουάριος του 2015 παρουσιάζει σοβαρή υστέρηση σε
σχέση με τους στόχους –, θα ανοίξει αμέσως η συζήτηση για την κάλυψη του
δημοσιονομικού κενού και η κυβέρνηση Τσίπρα θα μπει σε μια διαδικασία
αναζήτησης συμβιβαστικών λύσεων ως προς το ποια θα είναι τα πρόσθετα
μέτρα που θα ληφθούν.
Ακόμη και να ήθελε να κάψει μια νεοεκλεγείσα κυβέρνηση που απέσπασε την
εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος το πολιτικό της κεφάλαιο μέσα σε λίγες
ημέρες από τις εκλογές, η υπόθεση στερείται και οικονομικής λογικής.
Πώς γίνεται από τη μια να κάνεις οικονομικούς υπολογισμούς εκτιμώντας
ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,9% μέσα στο 2015 και από την άλλη να
κανονίζεις αντιαναπτυξιακά μέτρα, όπως για παράδειγμα αύξηση του ΦΠΑ
στον πιο νευραλγικό τομέα της οικονομίας σου όπως είναι ο τουρισμός
(σ.σ.: ξενοδοχειακός τομέας).
Πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι μπορείς να εκτελέσεις προϋπολογισμό
με πρωτογενές πλεόνασμα 5,546 δισεκατομμυρίων ευρώ τη στιγμή που έχεις
στον πληθυσμό σου τέσσερα εκατομμύρια φτωχούς και 1,3 εκατομμύρια
ανέργους, εκ των οποίων το ένα εκατομμύριο βρίσκεται εκτός αγοράς
εργασίας για περισσότερο από έναν χρόνο; Δηλαδή πώς θα υποστηριχτεί αυτή
η ανάπτυξη; Και αν υποτεθεί ότι θα υπάρξει, σε ποια κομμάτια του
πληθυσμού θα διαχέεται;
Η σύγκριση
Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς αν αυτό το οποίο ζητούνταν μέχρι τώρα από
την Ελλάδα είναι κάτι… συνηθισμένο στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Τα
στοιχεία του ΟΟΣΑ είναι αποκαλυπτικά. Με βάση τις προβλέψεις για το
2015, η Ελλάδα, ακόμη και μετά την καταβολή των τόκων, είναι
προγραμματισμένο να εμφανίσει μικρό έλλειμμα στον προϋπολογισμό, της
τάξεως του 0,5%, ενώ για το 2016 προβλέπεται πλεόνασμα ακόμη και στην…
κάτω γραμμή του προϋπολογισμού, της τάξεως του 0,2%.
Για τις ίδιες χρονιές, η Γαλλία έχει προγραμματίσει να εμφανίσει
ελλείμματα της τάξεως του 4,3% και 4,1%, η Ιταλία θα έχει ελλείμματα
2,8% και 2,1% και η Πορτογαλία έλλειμμα 2,9% και 2,3% αντίστοιχα.
Ο μέσος όρος για τις χώρες - μέλη της ευρωζώνης είναι προγραμματισμένο
να διαμορφωθεί στο 2,3% για το 2015 και στο 1,9% για το 2016 ενώ για τις
χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ θα κλείσει στο 3,4% και στο 2,9%. Μεταξύ όλων των
χωρών του ΟΟΣΑ, με τους προϋπολογισμούς που θέλουν να εκτελέσει η
Ελλάδα βάσει του μνημονίου, θα είμαστε μια από τις ελάχιστες
πλεονασματικές χώρες. Ποιες είναι οι άλλες; Η Νορβηγία με τα πετρελαϊκά
αποθέματα, η Ελβετία, το Λουξεμβούργο και η Γερμανία, έστω και με το
ισχνό 0,2%.
Να έμπαιναν τέτοιοι στόχοι, αν δεν υπήρχε το βάρος των τόκων, να το θεωρούσε κάποιος φυσιολογικό. Έλα όμως που η Ελλάδα είναι «πρωταθλήτρια» στις δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους της! Οι χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ δαπανούν – κατά μέσο όρο – το 1,8% του ΑΕΠ τους για να καλύψουν τους τόκους. Οι χώρες - μέλη της ευρωζώνης ξοδεύουν το 2,1%.
Η Ελλάδα διαθέτει το… 4%, παρά το γεγονός ότι διανύουμε περίοδο χάριτος κατά την αποπληρωμή των δανείων που έχουμε πάρει από τις χώρες - μέλη της ευρωζώνης. Υψηλότερα νούμερα από αυτά της Ελλάδας συναντά κανείς μόνο στην Ιταλία και στην Πορτογαλία.
Είναι βιώσιμο το χρέος;
Για όποιον πιστεύει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, καλό είναι να έχει υπόψη του τα πραγματικά στοιχεία, όχι μόνο για το 2015 και για το 2016, αλλά για ολόκληρη την περίοδο μέχρι και το 2030. Μόνο έτσι μπορεί να αντιληφθεί την «ωρολογιακή βόμβα» πάνω στην οποία κάθεται μια ολόκληρη χώρα. Ιδού λοιπόν η πραγματικότητα όπως αποκαλύφθηκε πριν από λίγους μήνες μέσα από ένα έγγραφο του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους που εστάλη στη Βουλή στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου:
Το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά:
1 Περίπου το 78% του συνολικού ποσού – διαμορφώνεται κοντά στα 320 δισεκατομμύρια ευρώ – είναι δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Σε περιόδους σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, όπως αυτή που διανύουμε, αυτό είναι θετικότατο καθώς οι τόκοι περιορίζονται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Όμως δεν είναι δυνατόν τα επιτόκια να διατηρηθούν για μεγάλη χρονική περίοδο στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα, πολύ απλά διότι συμβάλλουν στο φαινόμενο του αποπληθωρισμού που ήδη πλήττει την Ευρώπη.
Ήδη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσα από το γνωστό σε όλους πλέον πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ετοιμάζεται να ρίξει στις χώρες της ευρωζώνης ρευστότητα της τάξεως των 1,1 τρισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ολοένα και μικρότερου πληθωρισμού που σπρώχνει τις οικονομίες της ευρωζώνης προς την ύφεση. Αργά ή γρήγορα οι ενέσεις ρευστότητας θα φέρουν πληθωρισμό και ο πληθωρισμός αυξήσεις επιτοκίων. Μια μόνο ποσοστιαία μονάδα κοστίζει στον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό τουλάχιστον 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή έναν… ΕΝΦΙΑ.
2 Το μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού χρέους έχει μεταφερθεί στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (EFSF). Αυτό το δάνειο δεν εξυπηρετείται κανονικά καθώς έχουμε εξασφαλίσει περίοδο χάριτος μέχρι και το 2021. Σε τι συνίσταται αυτή η περίοδος χάριτος; Δεν καταβάλλουμε τους τόκους.
Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο συσσωρεύεται μια δημοσιονομική «βόμβα», η οποία θα σκάσει την τριετία 2022-2024. Μόνο το 2022 (για όποιον χαράσσει σοβαρή οικονομική πολιτική κράτους δεν είναι και τόσο μακρινό) – και υπό την προϋπόθεση ότι τα επιτόκια θα είναι στα σημερινά ιστορικά χαμηλά επίπεδα – οι τόκοι που θα πρέπει να πληρωθούν είναι… 24,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε περισσότερα από τα μισά φορολογικά έσοδα που εισπράττει η Ελλάδα σε ένα ολόκληρο έτος. Τι δείχνει αυτό; Ότι ακόμη και αν όλα μέχρι το 2021 πήγαιναν κατ’ ευχή – δηλαδή τα επιτόκια παρέμεναν στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα παρά την «εκτύπωση» χρήματος από την πλευρά της ΕΚΤ αλλά και η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με ταχύτατο ρυθμό –, η Ελλάδα θα είχε να αντιμετωπίσει ένα υπέρογκο ποσό, το οποίο θα ήταν πρακτικά αδύνατο να καλύψει χωρίς να εκτεθεί σε νέο δανεισμό.
Αν κανείς μελετήσει τον πίνακα με τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, θα διαπιστώσει ότι ύστερα από το εφιαλτικό 2015 με τις συνολικές υποχρεώσεις των 21,89 δισεκατομμυρίων ευρώ η χώρα είναι προγραμματισμένο να περάσει μια περίοδο χρηματοδοτικής ηρεμίας λόγω χαμηλών επιτοκίων και περιόδων χάριτος.
Με ποσά της τάξεως των 11-16 δισεκατομμυρίων ευρώ, είναι προγραμματισμένο να κυλήσει όλη η περίοδος μέχρι το 2021. Και τότε θα ξεσπάσει η καταιγίδα: θα υποχρεωθούμε να πληρώσουμε 105 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα σε μια τετραετία στην καλύτερη περίπτωση.
Να έμπαιναν τέτοιοι στόχοι, αν δεν υπήρχε το βάρος των τόκων, να το θεωρούσε κάποιος φυσιολογικό. Έλα όμως που η Ελλάδα είναι «πρωταθλήτρια» στις δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους της! Οι χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ δαπανούν – κατά μέσο όρο – το 1,8% του ΑΕΠ τους για να καλύψουν τους τόκους. Οι χώρες - μέλη της ευρωζώνης ξοδεύουν το 2,1%.
Η Ελλάδα διαθέτει το… 4%, παρά το γεγονός ότι διανύουμε περίοδο χάριτος κατά την αποπληρωμή των δανείων που έχουμε πάρει από τις χώρες - μέλη της ευρωζώνης. Υψηλότερα νούμερα από αυτά της Ελλάδας συναντά κανείς μόνο στην Ιταλία και στην Πορτογαλία.
Είναι βιώσιμο το χρέος;
Για όποιον πιστεύει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, καλό είναι να έχει υπόψη του τα πραγματικά στοιχεία, όχι μόνο για το 2015 και για το 2016, αλλά για ολόκληρη την περίοδο μέχρι και το 2030. Μόνο έτσι μπορεί να αντιληφθεί την «ωρολογιακή βόμβα» πάνω στην οποία κάθεται μια ολόκληρη χώρα. Ιδού λοιπόν η πραγματικότητα όπως αποκαλύφθηκε πριν από λίγους μήνες μέσα από ένα έγγραφο του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους που εστάλη στη Βουλή στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου:
Το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά:
1 Περίπου το 78% του συνολικού ποσού – διαμορφώνεται κοντά στα 320 δισεκατομμύρια ευρώ – είναι δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Σε περιόδους σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, όπως αυτή που διανύουμε, αυτό είναι θετικότατο καθώς οι τόκοι περιορίζονται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Όμως δεν είναι δυνατόν τα επιτόκια να διατηρηθούν για μεγάλη χρονική περίοδο στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα, πολύ απλά διότι συμβάλλουν στο φαινόμενο του αποπληθωρισμού που ήδη πλήττει την Ευρώπη.
Ήδη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσα από το γνωστό σε όλους πλέον πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ετοιμάζεται να ρίξει στις χώρες της ευρωζώνης ρευστότητα της τάξεως των 1,1 τρισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ολοένα και μικρότερου πληθωρισμού που σπρώχνει τις οικονομίες της ευρωζώνης προς την ύφεση. Αργά ή γρήγορα οι ενέσεις ρευστότητας θα φέρουν πληθωρισμό και ο πληθωρισμός αυξήσεις επιτοκίων. Μια μόνο ποσοστιαία μονάδα κοστίζει στον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό τουλάχιστον 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή έναν… ΕΝΦΙΑ.
2 Το μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού χρέους έχει μεταφερθεί στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (EFSF). Αυτό το δάνειο δεν εξυπηρετείται κανονικά καθώς έχουμε εξασφαλίσει περίοδο χάριτος μέχρι και το 2021. Σε τι συνίσταται αυτή η περίοδος χάριτος; Δεν καταβάλλουμε τους τόκους.
Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο συσσωρεύεται μια δημοσιονομική «βόμβα», η οποία θα σκάσει την τριετία 2022-2024. Μόνο το 2022 (για όποιον χαράσσει σοβαρή οικονομική πολιτική κράτους δεν είναι και τόσο μακρινό) – και υπό την προϋπόθεση ότι τα επιτόκια θα είναι στα σημερινά ιστορικά χαμηλά επίπεδα – οι τόκοι που θα πρέπει να πληρωθούν είναι… 24,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε περισσότερα από τα μισά φορολογικά έσοδα που εισπράττει η Ελλάδα σε ένα ολόκληρο έτος. Τι δείχνει αυτό; Ότι ακόμη και αν όλα μέχρι το 2021 πήγαιναν κατ’ ευχή – δηλαδή τα επιτόκια παρέμεναν στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα παρά την «εκτύπωση» χρήματος από την πλευρά της ΕΚΤ αλλά και η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με ταχύτατο ρυθμό –, η Ελλάδα θα είχε να αντιμετωπίσει ένα υπέρογκο ποσό, το οποίο θα ήταν πρακτικά αδύνατο να καλύψει χωρίς να εκτεθεί σε νέο δανεισμό.
Αν κανείς μελετήσει τον πίνακα με τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, θα διαπιστώσει ότι ύστερα από το εφιαλτικό 2015 με τις συνολικές υποχρεώσεις των 21,89 δισεκατομμυρίων ευρώ η χώρα είναι προγραμματισμένο να περάσει μια περίοδο χρηματοδοτικής ηρεμίας λόγω χαμηλών επιτοκίων και περιόδων χάριτος.
Με ποσά της τάξεως των 11-16 δισεκατομμυρίων ευρώ, είναι προγραμματισμένο να κυλήσει όλη η περίοδος μέχρι το 2021. Και τότε θα ξεσπάσει η καταιγίδα: θα υποχρεωθούμε να πληρώσουμε 105 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα σε μια τετραετία στην καλύτερη περίπτωση.
Από το Ποντίκι
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου