Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Το στοίχημα του ΣΥΡΙΖΑ

Από το βράδυ το βράδυ των εκλογών, ή μάλλον από τις ημέρες που προηγήθηκαν αυτών, με περιτριγυρίζει μία βασανιστική σκέψη. Μετά από πέντε χρόνια κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, βίαιης αποκτήνωσης και φιλελευθεροποίησης της δημόσιας σφαίρας, οι κυβερνήσεις που τη εξέθρεψαν θα πάνε στο σπίτι τους. Στη θέση τους θα ανέβει μία κυβέρνηση της Αριστεράς. Ή τουλάχιστον, προερχόμενη από την Αριστερά, (εντάξει, αυτή ήταν η σκέψη, δεν πίστευα πως τελικά θα χρειαστεί η τσόντα...
των ΑΝΕΛ!). Και τώρα, τι κάνουμε;

Τα χρόνια που προηγήθηκαν πέρασαν από επάνω μας σαν οδοστρωτήρες. Και δεν μιλάω αποκλειστικά για τον αντίκτυπο της λιτότητας στην τσέπη και την καθημερινότητά μας.

Μέσα σε μερικά χρόνια, η εργασία έγινε προνόμιο. Η δίκαια και νόμιμα πληρωμένη εργασία δε, τρομερή τύχη. Δρόμοι ερήμωσαν, άνθρωποι κοιμούνται σε αυτούς με τους περαστικούς πλέον να μην τους βλέπουν.

Η βία και η επιθετικότητα της αστυνομίας, τόσο σε διαδηλώσεις όσο και σε άλλες περιπτώσεις έφτασε σε μη δημοκρατικά επίπεδα. Η δε στρατιωτικοποίηση της Αθήνας θύμισε ευθέως την εποχή της χούντας. Το μαύρο στην ΕΡΤ την ανέστησε.

Η ανάγκη ιατρικής περίθαλψης έγινε εφιάλτης ακόμα και για τους ασφαλισμένους. Οι άνεργοι καταδικάστηκαν στην ανασφάλεια.

Οι συζητήσεις περί εξόδου ή μη, πότε από την ευρωζώνη, πότε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και πότε από τη Eurovision οδήγησαν στην αυτοπεριθωριοποίηση μίας σημαντικής μερίδας του κόσμου. Η δε επιθετικότητα της τρόικα και των δανειστών ώθησε ακόμα μεγαλύτερες μάζες σε ακόμα μεγαλύτερη εσωστρέφεια.

Η κραυγαλέα υποτίμηση μαζί με την προσπάθεια εκφασισμού μίας ολόκληρης κοινωνίας έγινε καθημερινότητα.

Το μόνο που διαφοροποιούσε εδώ και χρόνια τον λόγο των ελληνικών κυβερνήσεων από την γερμανική ή τους εκπρόσωπους των πιστωτών ήταν η ελληνική γλώσσα. Κι αυτή, όχι πάντα με την ίδια επιτυχία.

Ώσπου, κάτι καινούριο ξημέρωσε, και το φως του διέλυσε το σκοτάδι των περασμένων χρόνων. Με το καλημέρα.

Από τις ορκωμοσίες, την αντίδραση κατά της απόφασης της Ε.Ε. για την Ρωσία, τις εξαγγελίες περί παύσης των ιδιωτικοποιήσεων που βλάπτουν το συμφέρον της χώρας, μέχρι τη θερμή υποδοχή μεγάλων κρατών, την επίσκεψη στην Καισαριανή και την πρόταξη του αιτήματος για τις γερμανικές αποζημίωσεις και (ακόμα και) την πτώση του χρηματιστηρίου που δείχνει φόβο, σημάδια πως κάτι διαφορετικό απ’ ότι συνέβαινε μέχρι σήμερα πάει να συμβεί εδώ.

Και τώρα; Τι κάνουμε;

Η ερώτηση τριγυρνάει συνεχώς στο κεφάλι μου. Τώρα που ο «εχθρός» έπεσε και το τιμόνι έφυγε από τα χέρια όσων επί σαράντα χρόνια κατάφεραν αυτά τα άθλια αποτελέσματα. Και τώρα;

Μήπως επιτέλους ήρθε η ώρα να πράξουμε. Να ξεσηκωθούμε. Να ενεργοποιηθούμε.

Εδώ και δεκαετίες, και κυρίως τα τελευταία χρόνια, βρεθήκαμε στη θέση του εχθρού λαού. Στο δρόμο. Στις τηλεοράσεις. Στην εργασία. Στις τράπεζες. Στη βουλή. Μέχρι και για την Ευρώπη εσχάτως.

Σήμερα θα πρέπει να αποδείξουμε πως μας αξίζει μία καλύτερη τύχη.

Αναθέτοντας την εξουσία πότε στον έναν και πότε στον άλλον τις προηγούμενες δεκαετίες διαπιστώσαμε πως δεν υπάρχει κανένας που να του δίνεις λευκή επιταγή και να μην δοκιμάζει να προσθέσει μερικά μηδενικά παραπάνω.

Όσο και εάν η ελπίδα που έχει γεννήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, οι αγώνες που μας έχει συναντήσει στον δρόμο είναι πολλοί, οι αγωνίες μας έχουν βρει φωνή στο λόγο του, τίποτα δεν διασφαλίζει πως το διαφορετικό θα επιτευχθεί.

Η μόνη περίπτωση να το διασφαλίσουμε είναι εάν πράξουμε κι εμείς διαφορετικά. Εάν προσπαθήσουμε όλοι να γίνουμε υπεύθυνοι πολίτες που θα παρακολουθούν, θα ενημερώνονται, θα κοιτούν τους γύρω τους, θα βοηθούν όταν και όπου μπορούν. Που θα ελέγχουν και θα ελέγχονται.

Το στοίχημα του ΣΥΡΙΖΑ για μία προσπάθεια να ανατρέψει την ξέφρενη πορεία που Ελλάδα και Ευρώπη χαράζουν προς την κατάρρευση των λαών τους φιλόδοξο.

Από την άλλη, μήπως το στοίχημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το δικό μας στοίχημα; Αυτό που βάζουμε με τους κακούς μας εαυτούς, με την ευχή να υπάρχει και ένας άλλος δρόμος, πιο ανεκτός, πιο ανθρώπινος και πιο δίκαιος;

Και όσο κι εάν πρόκειται για τα αυτονόητα, το στοίχημα που βάζουμε είναι και παραμένει φιλόδοξο εξίσου.

Έγραψε ο Ρεμπελίσκος