Η αλήθεια είναι πως στη δημοκρατία ποτέ δεν αρκεί να ψηφίσεις. Ο ρόλος του πολίτη δεν εξαντλείται τη μία φορά που κάθε τέσσερα χρόνια (ενίοτε και συχνότερα) βρίσκεται ενώπιον της κάλπης. Κι όμως για πολλά χρόνια, κυρίως αυτά που προηγήθηκαν της κρίσης, εμπεδώθηκε σχεδόν η άποψη πως η πολιτική είναι αρμοδιότητα των λίγων, των ειδικών, των τεχνοκρατών, αυτών που ξέρουν και δικαιούνται να εκφέρουν γνώμη. Οι υπόλοιποι, καθησυχασμένοι από τη βέβαιη και αδιατάρακτη ευημερία που επαγγέλλονταν οι εκάστοτε κυβερνώντες, μπορούσαν να απολαμβάνουν τα αποτελέσματα...
της διαχείρισης των επαϊόντων. Άλλωστε η ιδεολογία, τα οράματα, οι ιδέες στιγματίζονταν ως ξεπερασμένα και παλιομοδίτικα. Η ένταξη στους κυρίαρχους κομματικούς μηχανισμούς ισοδυναμούσε με επιλογή επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Δεν συνέβαινε μόνο στην Ελλάδα αυτό. Κάπως έτσι, όχι μόνο εδώ, αλλά σε όλο τον δυτικό κόσμο, σβήστηκαν οι διαχωριστικές γραμμές, συρρικνώθηκε η απόσταση μεταξύ Δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας. Και η πολιτική μετατράπηκε σε διαχείριση, και κυρίως σε μη συμμετοχή.
Αυτό ήρθε να αμφισβητήσει, μεταξύ πολλών άλλων δεδομένων της ζωής μας, η κρίση. Την ησυχία και τον εφησυχασμό μας. Τη βεβαιότητα πως όλα αποφασίζονται αλλού και πως όλοι οι πολιτικοί είναι εντέλει ίδιοι. Την ασφάλεια πως η διαχείριση θα μας παρέχει μια λίγο-πολύ άνετη ζωή. Και για όποιον δεν τα κατάφερνε, την πεποίθηση πως στον ίδιο εντοπιζόταν η αιτία του προβλήματος, στην ανεπάρκειά του, στις περιορισμένες του ικανότητες. Ούτε αυτό αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, όσο κι αν εδώ η κρίση σάρωσε τις ζωές πολλών ανθρώπων, περισσότερων απ’ οπουδήποτε αλλού. Στις ελληνικές πόλεις, όπως και στις περισσότερες δυτικές μητροπόλεις, τα πλήθη βγήκαν στους δρόμους, κατασκήνωσαν σε πλατείες, συμμετείχαν σε ογκώδεις διαδηλώσεις, αντιστάθηκαν στη νεοφιλελεύθερη επέλαση που στόχευε τις ζωές τους, αμφισβήτησαν πολλά. Κι όταν πέρασε το κύμα των μαζικών διαδηλώσεων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ξανάνοιξαν τα παλιά τους βιβλία, που επανήλθαν πιο ενεργοί από ποτέ στην καθημερινότητα της πολιτικής, που οργανώθηκαν σε πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, σε συνεργατικά εγχειρήματα, σε πειράματα αυτοδιαχείρισης. Μέσα στη δίνη της ελληνικής κρίσης, ξαναρχίσαμε να διαβάζουμε, να μιλάμε, να γράφουμε για πολιτική. Ξαναρχίσαμε να οραματιζόμαστε έναν άλλο κόσμο, που πια δεν μας φαινόταν μόνο εφικτός, αλλά και αναγκαίος. Τη στιγμή που όλα συνηγορούσαν στην κυριαρχία της οικονομίας και του οικονομισμού στις ζωές μας, έκανε την επανεμφάνισή της η για καιρό λησμονημένη πολιτική, και μάλιστα στην πιο ουσιαστική μορφή της, ως συμμετοχή των πολλών στη ζωή της πολιτείας.
Κάπως έτσι έχουμε φτάσει στις πιο κρίσιμες εκλογές της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, στις εκλογές στις οποίες όλα δείχνουν πως ένα κόμμα της Αριστεράς θα λάβει την εντολή να σχηματίσει την κυβέρνηση της χώρας, που όλα δείχνουν πως θα φέρουν μια μεγάλη, ριζική αλλαγή. Για κάποιους οι εκλογές αυτές είναι η κατάληξη μιας πορείας χρόνων αντίστασης στην καταστροφή της ζωής μας, υπεράσπισης αξιών, δικαιωμάτων, κοινωνικών κεκτημένων, υπεράσπισης της δημοκρατίας εντέλει. Για πολλούς άλλους όμως η απόφαση αυτής της αλλαγής, που ξεπερνά διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος, είναι η έκφραση απλώς της απόγνωσης· γι’ αυτό έχει τον χαρακτήρα της ανάθεσης ή της απλής δοκιμής, και αναπόφευκτα συνοδεύεται από ανησυχία. Η μόνη απάντηση στις επιφυλάξεις και τους φόβους είναι το μήνυμα πως σ’ αυτές τις εκλογές δεν αρκεί να ψηφίσεις. Δεν καλείσαι να αναθέσεις εκ νέου σε κάποιον τη σωτηρία σου, τη διαχείριση της ζωής σου. Δεν περιορίζεται ο ρόλος σου στα λίγα λεπτά που θα βρεθείς αθέατος πίσω απ’ το παραβάν. Το ζητούμενο είναι να είσαι πάντα ορατός. Να στηρίζεις και να ελέγχεις αυτούς που θα χρίσεις εκπροσώπους σου. Να διεκδικείς και να παλεύεις για την αλλαγή που θέλεις να έρθει. Να απαιτείς να ακούγεται η φωνή σου. Να ξαναδώσεις στη δημοκρατία το νόημά της. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε όλοι να υπερβούμε τον φόβο, να αντισταθούμε στην τρομοκρατία που ευθέως ή πλαγίως αμφισβητεί την ικανότητά μας να αποφασίζουμε για τη ζωή μας.
Από τη δική της πλευρά, η Αριστερά που θα κληθεί να κυβερνήσει σε λίγες μέρες έχει ως μέγιστο καθήκον την αποκατάσταση της τρωθείσας δημοκρατίας. Όχι μόνο στο τυπικά θεσμικό επίπεδο, όπου βάναυσα συρρικνώθηκε τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στο Κοινοβούλιο που μετατράπηκε σε μηχανισμό τυφλής επικύρωσης προειλημμένων αποφάσεων, όχι μόνο στο πεδίο της δικαιοσύνης, της αστυνομίας, της λειτουργίας του κράτους. Η Αριστερά οφείλει μετά την Κυριακή της 25ης Ιανουαρίου να ξαναβάλει στο παιχνίδι της πολιτικής τους πολλούς, να τους κάνει ενεργούς και παρόντες πολίτες, να τους εξασφαλίσει τους βέλτιστους όρους μιας ενσυνείδητης συμμετοχής. Να μοιραστεί μαζί τους την ευθύνη της εξουσίας. Γιατί η αλλαγή που οραματίζεται δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε ανεμπόδιστη. Αλλά κυρίως γιατί η δημοκρατία των πολλών είναι η ουσία του οράματος και της ιστορίας της.
Έφη Γιαννοπούλου από chronosmag
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου