Του δικηγόρου Γιώργου Ε. Φραγκούλη
Μόλις έπεσε στην αντίληψη μου η απορριπτική Διάταξη του Εισαγγελέα Παναγιωτόπουλου [εδώ]. Σχετικά με την απόρριψη των dvd του βουλευτή ως παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ενώ επικαλείται την ΑΠ 277/ 2014, ιδού πως φθάνει στην απορριπτική κρίση του: “γίνεται ρητή μνεία ότι δεν λαμβάνονται υπόψη τα προσκομισθέντα υπό του καταγγέλλοντος Χαϊκάλη πειστήρια τα οποία, καθ’ ομολογίαν του, περιλαμβάνουν αποτύπωση σε υλικό φορέα του περιεχομένου της συνομιλίας...
Μόλις έπεσε στην αντίληψη μου η απορριπτική Διάταξη του Εισαγγελέα Παναγιωτόπουλου [εδώ]. Σχετικά με την απόρριψη των dvd του βουλευτή ως παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ενώ επικαλείται την ΑΠ 277/ 2014, ιδού πως φθάνει στην απορριπτική κρίση του: “γίνεται ρητή μνεία ότι δεν λαμβάνονται υπόψη τα προσκομισθέντα υπό του καταγγέλλοντος Χαϊκάλη πειστήρια τα οποία, καθ’ ομολογίαν του, περιλαμβάνουν αποτύπωση σε υλικό φορέα του περιεχομένου της συνομιλίας...
που είχε με τον καταγγελλόμενο χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, όπερ στοιχειοθετεί την αξιόποινη πράξη του άρθρου 370Α πργφ. 2 Ποινικού Κώδικα και κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 177 πργφ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία (βλ. ΑΠ 277/ 2014 η οποία δέχεται ότι η διάταξη 370Α Ποιν. Κώδικα θεσπίστηκε στο πλαίσιο της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 πργφ. 1, 5 πργφ. 1, 9Α και 19 Συντάγματος, για τη προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και, γενικότερα, της προσωπικότητας του ανθρώπου, η δε εκ του άρθρου 177 πργφ. 2 ΚΠΔικονομίας απαγόρευση δεν περιλαμβάνει πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των ανατεθιμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, όπερ δεν υφίσταται εν προκειμένω καθόσον η καταγραφή –αποτύπωση της προφορικής συνομιλίας εγένετο μεταξύ ιδιωτών και όχι στο πλαίσιο υπηρεσιακού καθήκοντος και κατά την εκτέλεση τούτου)”. Δηλαδή, κατά την ΑΠΙΘΑΝΗ αυτή εισαγγελική διάταξη ο Βουλευτής εκτός Βουλής είναι ένας απλός ιδιώτης!!!! Επομένως, η δωροδοκία του μπορεί να συμβεί μονάχα εντός Βουλής, ποτέ έξω από αυτήν!!!
Σύμφωνα με τον ΕισΑΠ Αθ. Κονταξή “το άρθρο αυτό (δηλαδή το 159 Ποινικού Κώδικα. Εξήγηση δική μου) αποτελεί ειδική περίπτωση των άρθρων 235 επόμενα (υπηρεσιακά εγκλήματα). Επί ενεργητικής δωροδοκίας απαιτείται και σκοπός παρακινήσεως του βουλευτή στην αποχή ή την καθ’ ορισμένον τρόπον ψηφοφορία. Τετελεσμένον είναι με την πρόταση ή την παροχή ή την υπόσχεση (ενεργητική δωροδοκία) ή δια της αποδοχής των διδομένων (παθητική δωροδοκία). Ενδεχόμενος δόλος αρκεί.” [ερμηνεία ποινικού κώδικα, τόμος Α΄, 2000, σελ. 1475]. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι και μόνο με την ομολογία του ίδιου του δράστη, το έγκλημα έχει τελεσθεί πλήρως και όχι, απλά, ως απόπειρα! Ο σκοπός του δράστη (όπως θα δούμε παρακάτω, κατά την νομολογία του Αρείου Πάγου δεν έχει καμιά σημασία!), όπως τον αιτιολογεί ο ίδιος, απαιτούσε πλήρη διερεύνηση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και όχι από τον Εισαγγελέα.
Ποια είναι η υπηρεσιακή ενέργεια που αποτελεί το στόχο της δωροληψίας; Σύμφωνα με την νμλγ του Ακυρωτικού μας [βλ· ενδεικτικά, ΑΠ ολομ 857/ 1978 ΠοινΧ ΚΘ [1978].46, ΑΠ 1666/ 2004 ΠοινΛόγ 2004.2172, ΑΠ 777/ 2003 ΠοινΛόγ 2003.779. Το παρακάτω παρατιθέμενο απόσπασμα της ακυρωτικής νμλγ είναι ειλημένο από την 1666/ 2004]. Όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε, “η δωροδοκία είναι ένα έγκλημα χωρίς θύμα” [Ν. Μπιτζιλέκης, όπ· πάρ·, υποσημείωση 103, σελ· 224].], “από τη διάταξη αυτή [ΠΚ 235] συνάγεται ότι, το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας προϋποθέτει ότι η πράξη για την ενέργεια ή την παράλειψη της οποίας ο υπάλληλος απαιτεί ή δέχεται δώρα, περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητας αυτού και ανάγεται στα καθήκοντα του, τα οποία είτε διαγράφονται από το νόμο, είτε ανατίθενται με υπηρεσιακούς κανονισμούς, διαταγές ή οδηγίες, είτε και προκύπτουν από τη φύση της υπηρεσίας, συναρτώμενα με αυτήν”, κατά την νμλγ πάλι του Ακυρωτικού μας [βλ· ενδεικτικά ΑΠ 1646/ 1998 ΠοινΔικ 2000.19, ΑΠ 1195/ 1994 ΠοινΧ 1994.991 = ΑρχΝ 1994.606. Το απόσπασμα του κειμένου είναι ειλημένο από την υπ΄ αριθμό 1646/ 1998.], “… πράξεις που βρίσκονται έξω από τον κύκλο των καθηκόντων ή της υπηρεσίας του υπαλλήλου και είναι ξένες προς αυτά, δεν συνιστούν δωροδοκία, έστω και αν ο υπάλληλος τις επιχειρεί με την ευκαιρία της υπηρεσίας του ή με τη χρησιμοποίηση της υπηρεσιακής του ιδιότητας. Αν όμως οι ενέργειες του υπαλλήλου έγιναν στα πλαίσια των καθηκόντων του ή της υπηρεσίας του και είναι προπαρασκευαστικές ή βοηθητικές άλλης πράξης ή απόφασης που τελικώς θα ενεργήσει ή θα λάβει άλλος υπάλληλος της υπηρεσίας του, αυτές συνιστούν δωροδοκία [ΑΠ 1195/ 94, ΑΠ 1149/ 88]”. Κατά το Ακυρωτικό μας [βλ· ΑΠ 1355/ 1986 ΠοινΧ ΛΖ (1987).153, ΑΠ 1346/ 1983 ΠοινΧ ΛΔ [1984].285 κατά την οποία [1346/ 1983], «… δεν εμπίπτουν εις την διάταξιν του μνησθέντος άρθρου αι πράξεις αίτινες κείνται εκτός του κύκλου των καθηκόντων του υπαλλήλου, εν αις και εκείναι ας ούτος επ΄ ευκαιρία της υπηρεσίας του ή δια χρησιμοποιήσεως της υπηρεσιακής ιδιότητας του ή επιρροήςεπιχειρεί ως ιδιωτικόν πρόσωπον, έστω και κατά παράβασιν των υπαλληλικών ή υπηρεσιακών αυτού υποχρεώσεων», πάγια νμλγ του], πάλι “… δεν καταλαμβάνονται οι πράξεις που βρίσκονται έξω από τα υπηρεσιακά καθήκοντα του υπαλλήλου, όπως εκείνες που γίνονται με χρησιμοποίηση υπηρεσιακής επιρροής του ή με ανεπίτρεπτη δραστηριότητα αυτού σε άλλο υπάλληλο ο οποίος έχει την αρμοδιότητα να ενεργήσει για την πραγματοποίηση τους”. Έχει κριθεί από το Ακυρωτικό μας ότι δεν αποτελούν πράξεις δωροληψίας οι παρακάτω περιπτώσεις: α) εφοριακός υπάλληλος είχε λάβει εντολή από την υπηρεσία του να ελέγξει τον διακινούμενο μούστο στον τομέα από Μεσόγεια προς Αθήνα. Αυτός όμως προέβη σε έλεγχο, παρά την σαφή αυτή εντολή της Υπηρεσίας του, και στη φαρμακαποθήκη των … στους Αμπελόκηπους, ζητώντας κατόπιν λύτρα δωροληψίας για να μην καταλογίσει την παράβαση. Το Ακυρωτικό μας αναίρεσε την καταδικαστική απόφαση με την αιτιολογία “… το Εφετείο έκρινε ότι αποδείχτηκε ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την αξιόποινη πράξη της δωροληψίας και τον κήρυξε ένοχο γι΄ αυτή, αναφέροντας αρχικά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του ότι στον πιο πάνω έλεγχο προέβη ο αναιρεσείων καθ΄ υπέρβαση της δοθείσης αυτώ υπό του διευθυντού της υπηρεσίας ελέγχου διακινήσεως αγαθών [ΥΠΔΑ] του Υπουργείου Οικονομικών εντολής, αφορώσης μόνον τον έλεγχον της διακινήσεως γλεύκου εις τον τομέαν ελέγχου από Μεσογείων προς Αθήνας” και στη συνέχεια, αντίθετα με το αιτιολογικό, ότι με αυτό τον έλεγχο προπαρασκεύαζε απλώς ή βοηθούσε την ενέργεια άλλου υπαλλήλου που ανήκε στην ίδια υπηρεσία, χωρίς ακόμη να διευκρινίζεται ποια ήταν αυτή η ενέργεια και αν γι΄ αυτή είχε σχετική εντολή από την υπηρεσία του. Ύστερα από όλα αυτά, φανερό καθίσταται ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των μερών της αποφάσεως, ακόμη και ασάφεια, αναφορικά με το τι δέχτηκε για την ενέργεια του αναιρεσείοντος υπαλλήλου, δηλαδή αν ενήργησε αρμοδίως, ή απλώς χρησιμοποιώντας την ιδιότητα του ως εφοριακού υπαλλήλου” [ΑΠ 1252/ 1984 ΠοινΧ ΛΕ (1985).315], β) εφοριακός υπάλληλος έλαβε εντολή να προβεί σε έλεγχο σε δημόσια κέντρα και καταστήματα υπαγόμενα στην στη ΔΥ Εφορία Θες/ κης. Ο αναιρεσείων υπάλληλος όμως προέβη σε έλεγχο και στο κατάστημα του … που βρισκόταν στα όρια της ΘΥ Εφορίας. Το Ακυρωτικό μας αναίρεσε την καταδικαστική για τον υπάλληλο απόφαση με την αιτιολογία “… δεν αναφέρει την έκταση της εντολής του αναιρεσείοντος για έλεγχο και επί καταστημάτων άλλων περιφερειών, όπως ήταν η περιφέρεια της ΘΥ Εφορίας στην οποία βρισκόταν το κατάστημα του … και αν οι μελλοντικές πράξεις ή παραλείψεις στις οποίες θα προέβαινε αυτός ενέπιπταν στον κύκλο της αρμοδιότητας του ως υπαλλήλου της ΔΥ εφορίας, πράγμα που ήταν αναγκαίο για τη στοιχειοθέτηση της πράξεως της δωροδοκίας ” [ΑΠ 1149/ 1988 ΠοινΧ 1989.92],
Σύμφωνα με την εντελώς πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου, «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 235 και 236 του ΠΚ, όπως αντικ. το δεύτερο με το άρθρο 2 του ν. 2802/2000 και το άρθρο 2 παρ.1 του ν. 3666/10-6-2008, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της ενεργητικής δωροδοκίας, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τη δεύτερη από αυτές, απαιτείται υπόσχεση ή παροχή από οποιοδήποτε πολίτη, σε υπάλληλο, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α` και 263 Α` του ΠΚ, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφελημάτων, για τον εαυτό του ή τρίτο και η υπόσχεση ή η παροχή τους να γίνεται για μελλοντική ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου, (και όχι τελειωμένη), που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο, ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, τις διατάξεις και τις οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Κάθε τρόπος τελέσεως είναι αυτοτελής και αρκεί για την ολοκλήρωση της εγκληματικής πράξεως. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση του δράστη ότι ο υπάλληλος που του απαιτεί ή δέχεται τα παρεχόμενα ωφελήματα ή την υπόσχεση αυτών, αφορούν για ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου αναγόμενη ή αντικείμενη στα καθήκοντά του, μέσα στον κύκλο ενάσκησης της λειτουργικής του αρμοδιότητας και θέληση αυτού να πράξει ο υπάλληλος τούτο, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η σκοπούμενη μέλλουσα ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου ή αν ο υπάλληλος σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει ή να μην εκτελέσει την εν λόγω αιτηθείσα ενέργεια» [Άρειος Πάγος 498/ 2013].
Σύμφωνα με τον καθηγητή Νικόλαο Μπιτζιλέκη, που έχει ασχοληθεί, διεξοδικά σε μονογραφία του, με τα περί την υπηρεσία εγκλήματα περιγράφει ως εξής την υπηρεσιακή ενέργεια ως αντικείμενο εξαγοράς κατά το ζήτημα της δωροδοκίας σε ιδιωτική βάση και όχι στα υπηρεσιακά καθήκοντα του: «παροχές υπηρεσιών που έχουν σχέση με την ειδικότητα και τις ιδιαίτερες γνώσεις κάποιου λ.χ. φορολογικές συμβουλές ενός φορολογικού ή οικονομικού υπαλλήλου, ιδιωτικά μαθήματα ενός δασκάλου ή καθηγητή, παροχή ιδιαίτερης προστασίας εκ μέρους ενός αστυνομικού, που γίνονται σε ιδιωτική βάση, είναι ξεκομμένες από τη δημόσια υπηρεσία και αποτελούν καθαρά ιδιωτικές υποθέσεις. Έστω και αν ενδεχομένως προσκρούουν σε τυχόν απαγορεύσεις (όπως λ.χ. εκείνη των δασκάλων να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα ή των γιατρών των δημοσίων κλινικών να έχουν και ιδιωτική πελατεία), οι πράξεις καθαυτές (συγκεκριμένα το ιδιωτικό μάθημα ή η ιδιωτική περίθαλψη) δεν συνιστούν υπηρεσιακές ενέργειες που αντίκεινται στα καθήκοντα του υπαλλήλου (η Εφετείου Ιωαννίνων 457/ 1988) ασχολήθηκε σχετικά με την αμοιβή γιατρού του ΕΣΥ για παροχή ιατρικής υπηρεσίας στο σπίτι του εκτός ωραρίου απασχόλησης). Αποτελούν καθαρά ιδιωτικές υποθέσεις, ακόμη και αν χρειάζονται ενδεχομένως κάποια άδεια από την προϊσταμένη αρχή για να γίνουν σύννομα. Αν δηλαδή δινόταν η εν λόγω άδεια, αυτές θα παρέμεναν ιδιωτικές δραστηριότητες, και τυχόν ανταλλάγματα που θα δίδονταν γι’ αυτές από μαθητές, ασθενείς κλπ δεν θα ήταν παρά ανταλλάγματα για παροχή ιδιωτικών υπηρεσιών» [Υπηρεσιακά εγκλήματα, 20012, σελίδες 193-194 υπό § 7]. Και τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: η πρόταση για δωροδοκία, αφορούσε την ψήφο για την εκλογή προέδρου, ναι ή όχι; Ουδεμία σημασία έχει ο σκοπός του δράστη, ΟΥΔΕΜΙΑ (ακόμη κι αν ήθελε γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός του), σύμφωνα με την εντελώς πρόσφατη ΑΠ 498/ 2013.
Τέλος, ακόμη και ο πρωτοετής φοιτητής γνωρίζει ότι επί προκαταρκτικής εξέτασης ισχύει το αξίωμα, in dubio contra reum (εν αμφιβολία, εις βάρος του κατ/ νου-ύποπτου) και όχι το in dubio pro reo (εν αμφιβολία, υπέρ του κατ/ νου). Αφού ο εν λόγω Εισαγγελέας επικαλέστηκε τον Δάσκαλο μου Ν. Ανδρουλάκη, ας τον επικαλεστώ κι εγώ. Υποστηρίζει λοιπόν ο Δάσκαλος μου, «για να μην κινήσει ο εισαγγελέας την ποινική δίωξη πρέπει να έχει απόλυτη νομική ή και πραγματική βεβαιότητα ως προς το αβάσιμο της κατηγορίας. Εν αμφιβολία υπέρ της ποινικής δίωξης! Ακόμα κι αν η καταγγελία φαίνεται κατά πάσα πιθανότητα αβάσιμη, οι υπάρχουσες, έστω και πολύ λίγες, πιθανότητες βασιμότητας αρκούν για να δικαιολογήσουν τον δικαστικό έλεγχο της υπόθεσης με την υποχρεωτική κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα. Μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια αναγνωρίζει το δίκαιο μας την αρχή της νομιμότητας» [Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 19942, σελ∙ 232]. Το αξίωμα αυτό δέχεται ως ισχύον και ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ερμηνευτής της Ποινικής Δικονομίας Παν. Καίσαρης στην υπ’ αριθμό 13/ 98 Διάταξη του ως Εισαγγελέας Εφετών Πάτρας [την οποία δες στο περιοδικό Ποινική Δικαιοσύνη 1998.452 επ].
Ισχυρίζεται στην Διάταξη του ο εν λόγω Εισαγγελέας ότι προσκρούει στη λεγόμενη «Λογική των Εγκληματιών» το γεγονός ότι σε μια συνάντηση του δράστη της ενεργητικής δωροδοκίας χρησιμοποιούσε και αυτός κρυφές κάμερες κλπ. Δηλαδή χρησιμοποιούσε κρυφές κάμερες για να «εκθέσει τον Βουλευτή στον αρχηγό του». Τι είναι αυτή η «Λογική των Εγκληματιών»;
Αυτή προβλέπεται στις περιπτώσεις της υπαναχώρησης στην (ατιμώρητη) απόπειρα εγκλήματος [Ποινικός Κώδικας άρθρο 44 § 1] και δεν ευνοεί τον δράστη που δρά υπό την Λογική αυτή. Κατά τον αείμνηστο Δάσκαλο μου Γεώργιο Μαγκάκη, «η υπαναχώρηση (στην απόπειρα) τότε είναι εκούσια ή, με άλλες λέξεις, τότε η υπαναχώρηση έγινε “οικεία βουλήσει και ουχί εξ εμποδίων εξωτερικών”, όταν δεν υπαγορεύτηκε στο δράστη από λόγους που ένας έμπειρος εγκληματίας λαμβάνει υπόψη του για να αποφασίσει τη ματαίωση της εγκληματικής του προσπάθειας. Έτσι η υπαναχώρηση είναι εκούσια π.χ. και σε περίπτωση που ο δράστης ματαίωσε τη τέλεση του εγκλήματος του από υπερβολικό φόβο ή από υπερβολική έλλειψη ψυχραιμίας ή από απειρία και αδεξιότητα, μόλο που οι λόγοι αυτοί υπαναχώρησης δεν συνιστούν βέβαια ευγενή κίνητρα» [Ποινικό Δίκαιο, τόμος Β’, 1980, σελ. 364]. Σύμφωνα με τον Αρεοπαγίτη Μιχαήλ Μαργαρίτη «η υπαναχώρηση ερευνάται σύμφωνα με το κριτήριο “πως πρέπει να ενεργεί ο επιτυχημένος εγκληματίας”, για να επιτύχει καλύτερα το σχέδιο του και συνεπώς, αν η υπαναχώρηση γίνεται, διότι δεν υπάρχει δυνατότητα επιτυχίας, δεν είναι κρίσιμη ως απαλλακτικός λόγος» [ερμηνεία κατ’ άρθρο Ποινικού Κωδικα, 20143, σελ∙ 159]. Κατά τον Ν. Ανδρουλάκη, «η αποχή από την ολοκλήρωση της εγκληματικής δράσης είναι ή δεν είναι σύμφωνη με τη Λογική των εγκληματιών. Αν είναι (π.χ. ο έμπειρος διαρρήκτης που εργάζεται με υψηλά standards ασφαλείας εγκαταλείπει τον τόπο “εργασίας” επειδή άκουσε κάποιους ύποπτους θορύβους), τότε η συνολική συμπεριφορά του δεν αποβάλλει τον εγκληματικό και αξιόποινο χαρακτήρα της∙ αν δεν είναι (ο πρωτόπειρος διαρρήκτης δεν προχωράει γιατί παραλύει από το φόβο του μόλις βρεθεί στο ξένο σπίτι∙ η έγκυος δεν πίνει το εκτρωτικό φάρμακο γιατί έχει αηδιαστική γεύση), τότε ο δράστης, ως προβληματικός εγκληματίας, μπορεί να μείνει ατιμώρητος» [Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, ΙΙ, 2004, απόπειρα και συμμετοχή, σελ∙ 93]. Τα παραδείγματα λοιπόν που αναφέρουν οι εκπρόσωποι της Επιστήμης δεν έχουν καμιά ομοιότητα με την περίπτωση που αντιμετώπισε η εισαγγελική Διάταξη. ΚΑΜΙΑ! Εν προκειμένω, τίθεται το ερώτημα, γιατί ο δράστης δεν τον κάρφωσε» στον αρχηγό του ήδη μετά την πρώτη συνάντηση του που παζάρευαν το τίμημα της δωροδοκίας; Δηλαδή, τι παραπάνω θα προσέθετε και η καταγραφή της παραλαβής των χρημάτων; Τι παραπάνω στην απαξία του Βουλευτή; Όμως, το γεγονός πως την τελευταία στιγμή δεν προσήλθε ο δράστης στην οικία του Βουλευτή επιβεβαιώνει, εντελώς αντίθετα από τις παραδοχές της Διάταξης, ότι πρόκειται για συμπεριφορά που υπάγεται σαφώς! στη «Λογική έμπειρων εγκληματιών». Η αβεβαιότητα δηλαδή αν ένας Βουλευτής μπορεί να ξεπέσει τόσο χαμηλά, τόσο εύκολα, λαμβάνοντας υπόψη του ότι μπορούσε αυτός ο Βουλευτής, μετανοώντας, να έχει ειδοποιήσει την αστυνομία. Δηλαδή ένας έμπειρος εγκληματίας όταν ετοιμάζεται να χτυπήσει «μεγάλο λαβράκι» πρέπει να είναι σχεδόν σίγουρος για την επιτυχία του! Η «υπαναχώρηση» του δράστη σαφώς υπαγορεύτηκε από τη «Λογική των Εγκληματιών», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο εν λόγω δράστης θεωρείται από εμένα εγκληματίας αφού δεν τον γνωρίζω καν ως πρόσωπο, έστω και της σχετικής επικαιρότητας.
Συμπέρασμα: για όλους αυτούς τους παραπάνω λόγους ο Εισαγγελέας αυτός διέπραξε ΚΑΡΑΜΠΙΝΑΤΗ κακουργηματική κατάχρηση εξουσίας [ΠΚ 239.β] απορρίπτοντας την μήνυση‒έγκληση του Βουλευτή. Ανερυθρίαστα πολιτικολόγησε!
Υ.Γ. Η "απορία" του εισαγγελέα αυτού γιατί ο Βουλευτής δεν ειδοποίησε τις διωκτικές αρχές και την Εισαγγελία να στήσουν αυτόφωρη διαδικασία, μόνο θυμηδία προκαλούν!! ΜΟΝΟ ΘΥΜΗΔΙΑ!!!
Από gefragoulis μέσω koutipandoras
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου