Aνθολόγιον, η μπαρούφα της ημέρας - ή μάλλον των ημερών: Τα «πάντσερ»,
εν προκειμένω η Εθνική Γερμανίας. Η εν λόγω μπαρούφα (παρ’ ότι η χρήση
της απ’ το αθλητικό ρεπορτάζ είχε χλωμιάσει τα τελευταία χρόνια)
ανεβίωσε με αφορμή το μουντιάλ.
Ευτυχώς όχι απ’
τους ψαγμένους αθλητικούς ρεπόρτερ, δυστυχώς όμως απ’ τη δευτεράντζα.
Και κατ’ ακολουθίαν από διάφορους που άρχισαν να μηρυκάζουν «τα πάντσερ» και «τα πάντσερ» μέσα στη χαζομάρα και την καναπεδίλα που τους δέρνει - κι όλα τα χωνεύει, όλα τα πιθηκίζει. Τα «πάντσερ»
λοιπόν - άρματα μάχης της Βέρμαχτ, το καθένα δεκάδες - εκατοντάδες
νεκροί, κι εν τέλει εκατομμύρια. Το καθένα τόνοι αίματος, λάσπης,
εκχυμένων εντέρων, επιθανάτιων...
κοπράνων, ανοιγμένων κρανίων - αυτό που είναι ο πόλεμος.
Δεν είναι λοιπόν τα «πάντσερ»
μια γλαφυρή παρομοίωση απ’ αυτές που εύστοχα αναζητά το αθλητικό
ρεπορτάζ και συχνά το κοσμούν, ούτε δείγμα κάποιας ευρηματικότητας, αλλά
μια φρικτή υπόμνηση του πιο αποτρόπαιου στα ανθρώπινα. Του πολέμου. Πόσω μάλλον του πόλεμου που εξαπέλυσαν οι ναζί με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που του προσέδωσαν, τα πιο τερατώδη στην ανθρώπινη ιστορία.
Ελεγε ο Ναπολέων:
«το θέαμα του πεδίου της μάχης μετά τη σύγκρουση, αρκεί για να
εμπνεύσει στους ηγεμόνες (σ.σ.: σ’ αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις,
σήμερα θα λέγαμε στους πάντες) αγάπη για την ειρήνη και φρίκη, μόνον
φρίκη, για τον πόλεμο». Και έλεγε ο Ουέλλινκτον (ο νικητής του Ναπολέοντα):
«Πιστέψτε με, αν δείτε έστω και μία μόνον ημέρα μάχης, θα παρακαλείτε
τον Παντοδύναμο να μη δείτε ξανά ποτέ μια τέτοια φρίκη».
............................................................................................
Καλημέρα σας.
Ο φασισμός επιστρέφει στην Ευρώπη, η Ελλάδα δεν θα ήταν εξαίρεση. Οχι
μόνον με τα ακροδεξιά κόμματα (και κινήματα) που έχουν κάνει την
εμφάνισή τους στη Γηραιά (κι άμυαλη) Ηπειρο, αλλά κυρίως με τις
διεργασίες που γίνονται στα συστημικά κόμματα και τους θεσμούς όλων των κρατών.
Μάλιστα,
θα μπορούσε να πει κανείς ότι η πρώτη διαδικασία είναι απότοκος της
δεύτερης. Οτι δηλαδή τα ακροδεξιά, εθνικιστικά, ρατσιστικά κόμματα και
κινήματα που έχουν εμφανισθεί στην Ευρώπη, Δυτική και Ανατολική,
ορισμένα μάλιστα με μεγάλη επιρροή, είναι αποτέλεσμα της στροφής προς τα
δεξιά των ίδιων των δημοκρατιών, των ίδιων των θεσμικών κομμάτων από τη
σοσιαλδημοκρατία και την ενσωματωμένη Αριστερά έως τη Δεξιά,
συντηρητική, αντιδραστική και ποπουλιστική.
Αυτή η στροφή των δημοκρατιών
προς τα δεξιά (πράγμα που σημαίνει όλο και λιγότερη δημοκρατία) είναι η
επιλογή μιας αστικής τάξης που δεν χρειάζεται πλέον τη δημοκρατία, όσο
τη χρειαζόταν (ή ήταν αναγκασμένη να ανέχεται) προκειμένου να
επιτυγχάνει ένα consensus, ένα modus vivendi κι ένα διαρκές compremi
με τους εργαζόμενους. Εχοντας ως ένα βαθμό λύσει η αστική τάξη τις
αντιθέσεις κεφαλαίου - εργασίας εις βάρος της εργασίας, αφ’ ενός
βυθίζεται όλο και πιο πολύ στον πόλεμο των δικών της εσωτερικών αντιθέσεων, κι αφ’ ετέρου μεταχειρίζεται τους θεσμούς όλο και πιο τελετουργικά
- όλο και πιο μακριά απ’ την ουσία τους και το όποιο φιλολαϊκό
περιεχόμενο είχε καταφέρει έως τώρα να τους προσδώσει η ταξική πάλη. Το
φαινόμενο είναι απλό και μοιάζει με το μοντέλο που είχε περιγράψει ο Σενέκας όταν έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος για να λειτουργεί η απολυταρχία, είναι να φαίνεται ότι λειτουργούν οι θεσμοί της δημοκρατίας.
Οταν δηλαδή απ’ την ουσία των θεσμών κρατά κανείς τον τύπο τους. (Που
μάλιστα χρησιμοποιεί κατά της ουσία τους). Αυτό συμβαίνει και σήμερα.
Στις δημοκρατίες οι θεσμοί έχουν γίνει και γίνονται τιτουλάριοι της ουσίας τους, κρατούν
το γράμμα όχι το πνεύμα, ώσπου να αποκαθηλωθούν και να αντικατασταθούν
με νέους, καθόλου τελετουργικούς πλέον, πλην όμως ευθέως θηριώδεις. Που όταν γαβγίζουν να το εννοούν. Και να δαγκώνουν.
Μπορεί λοιπόν οι δημοκρατίες να κρατούν μια ρητορική τραλαλά και φιλελεύθερη σε θέματα ήσσονος σημασίας, αλλά στα ουσιώδη ή αποστραγγίζουν τους θεσμούς από κάθε φιλολαϊκό περιεχόμενο ή τους αντικαθιστούν με νέους, δρακόντειους εναντίον των λαών και τερατώδεις.
Αυτό το φαινόμενο
της σταδιακής απονέκρωσης των αστικών δημοκρατιών δεν θα μπορούσε να
εξελιχθεί χωρίς την υποστήριξη της πλειονότητας των ΜΜΕ και της
απονευρωμένης, χαζοχαρούμενης και εξαγορασμένης τέχνης. Το αποτέλεσμα
πασιφανές παντού στα κράτη, τους λαούς και τα έθνη: όλοι και πιο πολλοί αποστρέφονται τη δημοκρατία, τα ΜΜΕ και την παντελώς άσχετη με τους ίδιους και τα προβλήματά τους τέχνη.
Πρόκειται για μια κατ’ αρχήν υγιή αντίδραση, με ένα άκρως επικίνδυνο ενδεχόμενο όμως να την υπονομεύει. Να αποτελειώσουμε εμείς τη δημοκρατία πριν ή και μαζί με τους δολοφόνους της. Διότι το μένος μας (και αυτό το έχει καταφέρει η πλειονότης των ΜΜΕ) δεν στρέφεται κατά των δολοφόνων της δημοκρατίας, αλλά εναντίον της ίδιας.
Διότι οι δολοφόνοι έχουν προλάβει να την ενοχοποιήσουν με την παθολογία που οι ίδιοι της δημιουργούν.
Το φαινόμενο
είναι πολύπλοκο και κινείται σε πολλά επίπεδα. Βλέπουμε τον φασισμό
(άλλωστε ευκρινή) σε περιπτώσεις όπως η Λεπέν στη Γαλλία ή η Ακροδεξιά
στην Αυστρία ή η Χρυσή Αυγή στα καθ’ ημάς, αλλά ταυτοχρόνως βιώνουμε τις
επώδυνες αλλαγές που επιφέρει στη ζωή μας η αλλαγή φερ’ ειπείν της
εργατικής νομοθεσίας, ο «δυσδιάκριτος» φασισμός. Που μετατρέπει την
αγορά εργασίας (πόσω μάλλον τον πολιτισμό της εργασίας) σε μια ζούγκλα
με τις καλύτερες φασιστικές προδιαγραφές, όπου οι ισχυρότεροι κανιβαλίζουν τους ασθενέστερους.
Λένε
τα εν σοφία τοποθετημένα φερέφωνα στο σύστημα της προπαγάνδας, ότι η
κατάχρηση της λέξης φασισμός ακυρώνει τη βαρύτητα που πρέπει να ’χει η
χρήση της. «Σωστά» λένε και καλά κάνουν, δουλειά τους είναι να
εξορκίζουν ή να εξωραΐζουν το κακό, να βγάζουν γραφικούς και να
εξουδετερώνουν όσους το δείχνουν με το δάκτυλο.
Ετσι το παπαγαλάκι που χίλιες φορές την ημέρα σε αποκαλεί λαϊκιστή, δεν θα σε άφηνε εσένα ποτέ να πεις χωρίς να σε λοιδορήσει, ότι ο νόμος για το κατώτατο μεροκάματο είναι φασιστικός, ότι είναι φασισμός να πεθαίνουν καρκινοπαθείς αβοήθητοι, ότι μόνον σε φασιστικά καθεστώτα η Βουλή λειτουργεί τύποις ή ότι τα Μνημόνια είναι έξωθεν υπαγορεύσεις, φασιστικές υπαγορεύσεις.
Το φαινόμενο του εκφυλισμού της αστικής δημοκρατίας (και συνακολούθως των εθνικών κρατών) λαμβάνει πλέον εφιαλτικές διαστάσεις. Μάλιστα ο κόσμος ξανασχεδιάζεται (διά του πολέμου και της ειρήνης) στη βάση αυτού του φαινομένου. Οι δημοκρατίες, στις κατέχουσες χώρες, αντικαθιστούν τα ολιγαρχικά τους χαρακτηριστικά με άλλα τυραννικότερα, ενώ στις κατεχόμενες χώρες
οι δημοκρατίες εκπίπτουν σε αφάνεια. Κράτη προτεκτοράτα και κράτη
επικυρίαρχα. Με τους λαούς και στα μεν και στα δε να βρίσκονται στη μέση μιας μέγγενης. Του θεσμικού εκφασισμού απ’ τα πάνω, στον οποίον οδηγεί αναπόδραστα ο νεοφιλελευθερισμός, και του κινηματικού φασισμού απ’ τα κάτω, ο οποίος εμφανίζεται ως αντίδραση στις κυρίαρχες επιλογές που τον γεννούν, ενώ δεν είναι παρά το μακρύ τους χέρι. Το φαινόμενο αυτό είναι ένα ολοκληρωτικό φαινόμενο και δύσκολα θα αντιμετωπισθεί. Ο διττός στην εκδήλωσή του φασισμός (όπως
εμφανίσθηκε κατά πρώτον στην Ιταλία και τη Γερμανία του Μεσοπολέμου)
είναι ένα γνώριμο, σχεδόν οικείο φαινόμενο σε όλη την Ευρώπη, διότι
εμφανίσθηκε και κυριάρχησε σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες (πλούσιες
και φτωχές) αφήνοντας πίσω του μια μαύρη πηχτή ύλη ως κληρονομιά που ακούει στα ονόματα του ρατσισμού, του εθνικισμού, του αμοραλισμού, της αποεκπαίδευσης και της ταξικής περιθωριοποίησης. Από τους παρίες που το ίδιο το σύστημα δημιουργεί, στρατολογεί τους φασίστες.
Από τη συσσώρευση πλούτου που το ίδιο το σύστημα δημιουργεί, προκύπτει αναγκαστικός πλέον ο εκφασισμός των θεσμών (προκειμένου να υπερασπίζονται τους πλουτοκράτες).
Με έναν λόγο, η αστική τάξη απολείπει την αστική δημοκρατία.
Χωρίς αντίπαλο δέος μετά την πτώση της ΕΣΣΔ [ο σοσιαλισμός (κι όχι ο
Σταλινισμός) παρ’ όλα τα προβλήματα στην εφαρμογή του υπήρξε ό,τι πιο
ανθρώπινο πέτυχε ο εργαζόμενος άνθρωπος] κι έχοντας κερδίσει εν πολλοίς
στην ταξική πάλη ανά κράτος, ο καπιταλισμός αποθηριώνεται. Και όταν ο καπιταλισμός αποθηριώνεται εκτός απ’ το ένα του χέρι, τον ιμπεριαλισμό, χρησιμοποιεί και το άλλο του, τον φασισμό.
Σ’ αυτήν τη φάση βρισκόμαστε σήμερα με τις ευθύνες της Αριστεράς, ευρωπαϊκής κι ελληνικής, εις όσα αφορούν την απήχηση του φασισμού στα λαϊκά στρώματα να ’ναι μεγάλες.
Μόλις τώρα η «Ουμανιτέ» του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος ανακάλυψε (και γράφει σε κύριο άρθρο της) ότι «έχουμε χάσει την έννοια του πατριωτισμού κι οφείλουμε να την ανακτήσουμε. Ο πατριωτισμός δεν αποτελεί αίρεση. Είναι δημιούργημα της Αριστεράς της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και ο αριστερός διεθνισμός που ακολούθησε δεν καταργεί τον πατριωτισμό, αλλά τον εμπλουτίζει». Και συνεχίζει η εφημερίδα: «Η εθνική Γαλλική σημαία και η κόκκινη σημαία συμβαδίζουν χέρι-χέρι στη γαλλική ιστορία (σ.σ.: όπως συνέβη και στην ελληνική ιστορία με το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ΕΑΜ) και πάντοτε η πατριωτική Αριστερά ήταν αυτή που δημιούργησε τους μεγάλους σταθμούς της ιστορίας» (σ.σ.: όπως όταν με τον «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο» η ΕΣΣΔ συνέτριψε το φασιστικό τέρας).
Ακόμα πιο οξύς ο Ρεζίς Ντεμπρέ επισημαίνει («Ελευθεροτυπία», 4.7.2014 Κώστας Βεργόπουλος) ότι η γαλλική Αριστερά έχει γίνει «γαλλοφοβική», «λαοφοβική» και «κοινωνιοφοβική», αφού εγκατέλειψε τις έννοιες «λαός», «έθνος», «κοινωνία».
Σήμερα αυτή η σχέση Αριστεράς - λαού αρχίζει σιγά-σιγά να αλλάζει, καθώς δείχνουν (αλλά ακόμα δεν αποδεικνύουν) περιπτώσεις όπως του κόμματος «Μπορούμε;» στην Ισπανία, του μετώπου της Αριστεράς στην Πορτογαλία, του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα κι άλλων, αλλού. Μένει να φανεί, αν τον τόνο σ’ αυτήν τη διαδικασία θα τον δώσει η παθολογία που έχει δημιουργηθεί στον λαό από το πελατειακό σύστημα ή η ηθική της Αριστεράς.
Αν συμβεί το πρώτο,
δεν χρειάζεται να μιλάμε, μπορεί ο καθένας να αποσυρθεί στο
κομμουνιστικό του αριστοκρατιλίκι και να κουβεντιάζει με τον Αριστοτέλη
περί ωδικών πτηνών κι άλλων ωραίων στα διάσελα και τις ραχούλες, αν όμως
συμβεί το δεύτερο, ενδεχομένως να αρχίσει να κινείται η ιστορία...
Του Στάθη από enikos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου