Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Ο τελευταίος Μεγάλος Τελικός *

Στον τελευταίο πραγματικά συναρπαστικό τελικό που έχω ευλαβικά φυλαγμένο στο σκληρό μου δίσκο και σε τριπλό backup κλειδωμένο σε θυρίδα, είχα κατέβει στο γήπεδο με τα πόδια πουά απ’ τα κουνούπια και τα χέρια γεμάτα με κρύους κεφτέδες πάνω σε μια φέτα αληθινό ψωμί. Όχι σαν τα σημερινά ξερατά.
  
Κόντευε έξη. Βαθύς Ιούλιος.
  
-«Δεν πιστεύω να θες να παίξεις έτσι», μουρμούρισε ο εκλέκτορας της γειτονιάς και αρχηγός της ομάδας, που ΄χε κλείσει τα δεκατέσσερα ανήμερα πρωτομαγιά.
  
-«Η μάνα μου είπε πως αν δεν φάω τρεις κεφτέδες θα με κρατήσει κλειδωμένο μέσα όλο...
το καλοκαίρι», γκρίνιαξα.
  
-«Πες τότε της μάνας σου να ’ρθει να μαρκάρει το Ντεμέλο, φτου σου ρε τσογλανάκι, είσαι εντελώς μαμάκιας, απορώ γιατί σε βάζω μέσα».
  
Απορούσα κι εγώ, μέχρι που τα χαρτάκια του αδερφού μου με το Γονιό, τον Κεφαλίδη και τον Παμπουλή από εκατό γίναν πενήντα, τριάντα, είκοσι. Στοίχιζε ακριβά μια θέση στην ομάδα της Κοραή & Αγίας Λαύρας αλλά χαλάλι. Η μούρη μου είχε υψηλή αξία μεταπώλησης. Αντίθετα η υπόληψή μου ως αδερφού είχε προ πολλού πιάσει πάτο.
  
Ντεμέλο!
  
To όνομα θρύλος της Δυτικής Ξάνθης. Στην ανατολική, την παλιά πόλη, είχε μόνο Αχμέτ και Ερόλ και Ερντίλ, τότε τουρκάκια, μετά μουσουλμανάκια, σήμερα ξανά τουρκάκια αλλά πάντα Αχμέτ, Ερόλ και Ερντίλ όπως και να τα βαφτίζουμε εμείς οι άλλοι. Ο «δικός μας» ήταν ένας ξανθομπάμπουρας γύρω στα δώδεκα με μπόι που δεν θα το ζήλευε ούτε ντενεκές με τελεμέ αλλά μάτι που γυάλιζε σαν σπασμένο τζάμι καταμεσής στην έρημο, αριστερό πόδι που κάρφωνε πρόκες ξυπόλητο και στόμα που όταν -σπάνια- άνοιγε έκανε τις μανάδες μας να σταυροκοπιούνται και να φτύνουν μέσα απ’ τις ανοιχτές ρόμπες τον ιδρωμένο κόρφο τους : «μακριά από αυτόν γιατί θα σου κόψω τα πόδια, κατάλαβες κακομοίρη μου;»
  
Όσο πιο μακριά του μας έδιωχναν, τόσο πιο πολύ θέλαμε να του μοιάσουμε. Εκτός από μπόι όλα τα άλλα τα είχε το τσογλάνι. Διακόσα κιλά μπάλα ήξερε, παπούτσια ζίτα ελλάς με τάπες φόραγε, ωραία μακριά ξανθά μαλλιά είχε ενώ εμείς προβάραμε το κούρεμα του κυρίου -Θεός σχωρεσ’ τον- Γεωργίου I. Μπούρα : σβέρκος και πλαϊνά νεκρή γη, τρεις πόντοι ζωντανοί μπρος ίσα για να μην αυτοκτονήσει η χτένα -και που να ‘ξερε τι την περίμενε χρόνια μετά-.
  
Το σκ@τό ερχόταν πάντα με πεντέξι αυλικούς του που μας πρόγκαγαν κάθε φορά που τρώγαμε χύμα μέχρι που έκλεινε στο τέλος ο λαιμός τους. Γιατί ο σκοπός του δεν ήταν να κερδίσει μόνο.Όχι! Ήταν να μας κάνει να πέσουμε στο χώμα εκλιπαρώντας τον να φύγει, να τσακιστεί να γυρίσει τρεις δρόμους παρακάτω στη γειτονιά του, να ντριπλάρει εκεί μπαϊλντισμένες από τη ζέστη γιαγιάδες, φρεσκοβρεμένες σκάλες, πατημένα μούρα, φρικαρισμένες γάτες, ντενεκέδες με καρπουζόφλουδες και κασόνια με γκαζόζες Εσπέρια μέχρι να πέσει λιπόθυμος, να τον μαζέψει ο Γιάννος ο Ντελής ή ο φριχτός Γαλόπουλος, να τον χώσουν μέσα σ’ ένα τσουβάλι και να μην ξανακούσουμε ποτέ ξανά γι αυτόν.
  
Χρόνια μετά μάθαμε πως αυτό που μας έκανε να υπομένουμε τα μαρτύρια και τον εξευτελισμό ήταν από τότε κατοχυρωμένο ως μαζοχισμός. Στα δεκατρία μας όμως, η μόνη γνωστή λέξη ήταν «εκδίκηση». Περιμέναμε καρτερικά τη μια και μόνη φορά που θα έφευγε με το κεφάλι κάτω, τα γόνατα να στάζουν αίμα, το ξανθό μαλλί γεμάτο ιδρώτα και χώμα, και γέλια, πολλά γέλια, μαχαίρι σκέτο πίσω απ την πλάτη του. Την περιμέναμε αυτή τη μέρα αλλά ποτέ δεν ήρθε.
  
Τη μέρα του μεγάλου τελικού, αυτός που έπρεπε να πιει το πικρό ποτήρι ήμουν εγώ. Ο Σωτηράκης, που συνήθως ήταν το θύμα του Ντεμέλο, το πετ του Μινώταυρου, είχε πάει εκείνο το απόγευμα να δει τη μάνα του στο νοσοκομείο, στη ρίζα του βουνού πάνω απ΄ την πόλη.
  
-«Ζήτησε να με δει ρε σεις», μας είπε σχεδόν ένοχα. «Δέκα μέρες είναι μέσα και δεν ήθελα να πάω αλλά τώρα με ζήτησε, δεν γίνεται να το αρχινήσουμε  μιαν ώρα αργότερα;»
  
Δεν γινόταν. Πριν νυχτώσει, ο χοντρός θα πήγαινε να δει Ξανθόπουλο στο Όσκαρ κι ο Ανεστάκος στις οκτώ θα έπρεπε να βοηθήσει τον μπαμπά του να φτιάξει πάγο για αύριο.
  
-«Να πας», είπε εμφατικά ο εκλέκτορας. «Αν προλάβεις και γυρίσεις θα μπεις κι εσύ να βοηθήσεις αυτόν, αν στο μεταξύ δεν τον φωνάξει σπίτι η μάνα του».
  
Πληγώθηκα με το «αυτόν» αλλά έμεινα σιωπηλός. Με τέσσερα χαρτάκια ακόμη, Μπέλλη, Συμιγδαλά, Κεραμιδά και Βερόν, θα εξασφάλιζα πως δεν θα με ξαναξεφτέλιζε δημόσια.
  
Ο Σωτηράκης έφυγε.
  
Δεν είχε τελειώσει ο τρίτος κεφτές ακόμη όταν έφαγα την πρώτη τρίπλα. Ξαναγύρισε και μου ’ριξε και δεύτερη. Ο Θωμάς ο χοντρός άφρισε : «βλέπε τη μπάλα ρε, δώσε τον κεφτέ να τον κρατάω εγώ, πέντε γκολ θα φάμε μέχρι να τον τελειώσεις».
  
Κεφτέ ο χοντρός δεν θα βλεπε από μένα. Μου το ‘χε πει η μάνα μου : «και κοίτα μη τους κάνεις διανομή τους κεφτέδες, τα χάλια σου δες, κώλος δεν υπάρχει μέσα στο παντελόνι».
  
Σε ένα τέταρτο τρώγαμε πέντε. Δε λέω, θυμάμαι ακόμη και σήμερα πως στα τρία έφταιγα εγώ που έχασα ως και τη σκιά του Ντεμέλο αλλά το ψωμί μου το τέλειωσα μέχρι το τελευταίο ψίχουλο.
Εφτά η ώρα και τα κεφάλια βάραιναν. Για κάθε ένα που βάζαμε τρώγαμε τρία. Το ξανθό μαλλί εκεί, αγέρωχο στη θέση του, μετά από χρόνια είδα το ίδιο στην τηλεόραση να το φοράει κι ο Μπατιστούτα αλλά -το ορκίζομαι- θαρρώ πως Ντεμέλο δεν είδα άλλον, όσα χρόνια και να πέρασαν από τότε. Ίσως να φταίει το ότι τα πράγματα είναι αλλιώς στο γυαλί, ίσως ότι άλλη γεύση έχουν οι κεφτέδες μέσα στο γήπεδο, μπορεί να είναι και το ότι εκεί -στη χαράδρα που περνάγαμε για να φτάσουμε στην αλάνα που τσακίζαμε γόνατα και ανοίγαμε μύτες- πέσαν μπάζα και σηκώθηκε εδώ και χρόνια το σχολείο που φιλοξένησε στα σπλάχνα του τα παιδιά μου.
  
Ίσως όμως να ναι και η εικόνα του Σωτηράκη, που κατέβαινε απ΄ το νοσοκομείο σκασμένος στο κλάμα την ώρα που τα μαζεύαμε για επιστροφή στα σπίτια μας, στις αυλές μας, στη γειτονιά μας.
  
-«Τι έγινε ρε;» μας πρόλαβε ο εκλέκτορας, «τι κάνει η κυρία Μαίρη;»
  
-«Πάει η μαμά μου ρε σεις, πάει…»
  
Πέσαμε όλοι δέκα χιλιόμετρα βαθιά στη χαράδρα. Στην άβυσσο του ντερέ. Νιώθω πως μέχρι και σήμερα, σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε, πάτο δεν βρήκαμε.
  
Τι πάει να πει «πάει»;
  
Πού «πάει»;
  
Πώς «πάνε» δηλαδή οι μανάδες όταν είσαι δεκατρία;
  
Το χώμα από κάτω μας έγινε μέσα σε μια στιγμή αφιλόξενο, άγριο κι ανεπιθύμητο. Κουβέντα δεν ακούστηκε, ήθελα να πάω σε μια γωνιά να βγάλω από μέσα μου τους κιμάδες, ο Ανεστάκος ζωγράφιζε με το δάχτυλο κυκλάκια στο χώμα κι άφησε τον πάγο στο σπίτι να λιώνει, ο χοντρός κυνηγούσε με θολωμένο βλέμμα φανταστικά κουνούπια, ο Τάσος -ο εκλέκτορας- πήγε να μαζέψει τη μπάλα με βήματα που φαινόταν ατέλειωτα κι ο Ντεμέλο βρισκόταν ήδη τρεις γειτονιές πιο κάτω. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν, ποτέ δεν θα γινόταν ένας από «μας».
  
Αλλά κανείς μας δε μίλησε.
  
Κανείς.
  
Εκτός απ το Σωτηράκη την ώρα που σκούπιζε τα μάτια του.

-«Τι έγινε ρε σεις; τι κάναμε σήμερα;»
 

* μια 101% πραγματική & αντρική ιστορία, με όλη μου την αγάπη στους αιώνιους κυπελλούχους Σωτηράκη, Χοντρό, Τάσο, Ανεστάκο, Τσικολή, Σπίθα, στον μικρό μου αδερφό που έμαθε -τόσα χρόνια αργότερα- πού επενδύθηκαν τα χαρτάκια του. Στον Δημήτρη τον «γρανίτη» που πρόλαβε και μας την έκανε ο μπαγάσας νωρίς και στον άλλον τον Δημήτρη που βιάστηκε κι αυτός να του κάνει παρέα λίγους μήνες μετά…

(παλιό, ξεσκονισμένο ένεκα των footballdays σήμερα)