Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Broken

Προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά ήταν αδύνατον. Η ώρα ήταν πέντε το απόγευμα. Στις 12 είχε γίνει η κηδεία της μητέρας του. Έναν ακριβώς χρόνο μετά από το θάνατο του πατέρα του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άναψε τσιγάρο. Και δεύτερο. Και τρίτο.
Το σπίτι δεν τον χωρούσε. Έπρεπε να βγει έξω οπωσδήποτε. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν αξύριστος και τα μαλλιά του ανακατωμένα. Φόρεσε ό,τι βρήκε μπροστά του, χτενίστηκε και βγήκε έξω. Η σκύλα έκλαιγε πίσω από την κλειστή πόρτα, για να την πάρει μαζί του. «Συγγνώμη,...
κούκλα μου» της είπε και μετά την μάλωσε για να σταματήσει.

«Πάρε με το απόγευμα να πάμε για καφέ» του είχε πει ο Γιάννης, όταν τον άφησε στο σπίτι μετά την κηδεία. Δεν ήθελε να δει κανέναν. Χαιρετούσε άκεφα τους γνωστούς που συναντούσε στο δρόμο και άρχισε να κατευθύνεται μακριά από τη γειτονιά του. Να μην τον ξέρει κανείς και να μην ξέρει κανέναν.

Η Μαίρη δεν είχε έρθει στην κηδεία. Είχαν χωρίσει πριν από τρία χρόνια αλλά αυτός δεν ήταν λόγος να μην έρθει. Έπρεπε να είχε έρθει – την αγαπούσε πολύ η μάνα του. Ίσως να μην ήθελε να δημιουργηθεί θέμα με τον άντρα της. Είχε παντρευτεί ξανά – αυτός όχι.

Είχε σκοτεινιάσει. Κοιτούσε τη φιγούρα του στις τζαμαρίες των μαγαζιών. Το σώμα του ήταν βαρύ, φορτωμένο με πολλά περιττά κιλά. Όλο έλεγε πως θα κάνει δίαιτα και όλο πλακωνόταν στο φαΐ. Και στο ποτό. Και γιατί να κάνει δίαιτα; Δεν ήταν πια τριαντάρης. Πενηντάρισε δυο χρόνια πριν.

Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στη Ντίνα. Έβγαιναν τους τελευταίους οκτώ μήνες. Καλή και όμορφη γυναίκα –και πολύ νεότερή του-, αλλά του την έδινε ώρες-ώρες. Πολλή ανάλυση, βρε παιδί μου. Τον κούραζε. Έκανε καλό κρεβάτι, όμως. Στο κρεβάτι δεν μιλούσε. Επίσης, μαγείρευε πολύ ωραία. Όχι σαν τη μάνα του, αλλά ωραία.

«Να την παντρευτείς» του έλεγαν ο Γιάννης και ο Πέτρος. «Άντε, ρε μαλάκες, αυτή είναι βλαμμένη. Αν ήταν στα καλά της, θα ήταν μαζί μου;». Η αυτοεκτίμησή του ήταν πολύ πεσμένη τα τελευταία χρόνια. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει. Έλεγε πάντα αυτό που σκεφτόταν.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως ήταν πολύ κοντά σε ένα καφέ που σύχναζε το τελευταίο διάστημα με την παρέα του. Σκέφτηκε να πιεί έναν καφέ αλλά δεν ήθελε κουβέντες. Κοίταξε κλεφτά από την τζαμαρία. Το μαγαζί άδειο, ο ιδιοκτήτης σκυμμένος πάνω από ένα laptop. Μπήκε.

Ο ιδιοκτήτης τον χαιρέτισε θερμά – ήταν καλός τύπος. Είχε έρθει και στην κηδεία. Του ζήτησε συγγνώμη που είχε μουσική. «Μη λες ανοησίες, η δουλειά σου είναι. Θα μου φτιάξεις έναν καφέ;».

Έκατσε σε ένα γωνιακό τραπέζι και κοιτούσε έξω. Με έναν καφέ και πέντε τσιγάρα έκανε αναδρομή σε όλη του τη ζωή. Δεν ήταν και καμιά συνταρακτική ζωή. Τα συνηθισμένα. Μια αστική οικογένεια, καλά παιδικά χρόνια, μετά οι σπουδές, ο στρατός, μια αδιάφορη δουλειά γραφείου, ένας γάμος, ένα παιδί που δεν ήρθε ποτέ, ένα διαζύγιο, ο θάνατος του πατέρα του και της μητέρας του – αυτά. Και ήταν πια 52 ετών.

Άφησε τα χρήματα στο τραπέζι, χαιρέτησε τον ιδιοκτήτη του καφέ και βάδισε αργά προς την πόρτα. Την άνοιξε λίγο και κοντοστάθηκε. Γύρισε προς τον ιδιοκτήτη του καφέ –που τον κοιτούσε με απορία- σώπασε για λίγο και μετά του είπε: «Ξέρεις τι είναι αυτό που με τρελαίνει πιο πολύ, ρε Βασίλη; Ότι κανείς πια δεν θα με πει ποτέ ‘παιδί μου’». Έσπρωξε την πόρτα και βγήκε έξω.

Εγραψε ο Pitsirikos