Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Λεφτά υπάρχουν τελικά;

Αυτές οι γιορτές με βρίσκουν μ΄αυτή την απορία. Δεν ξέρω εσείς αλλά εγώ ειδα στο πανηγύρι που προηγήθηκε (τις γιορτές) πως λεφτά υπάρχουν ακόμα. Εχω μπερδευτεί μεταξύ αγανακτισμένων που δεν έχουν ψωμί να φάνε κι εκείνων που δεν μπορούν να αγοράσου τα διάφορα αι-χάσου. Μεταξύ εκείνων που χτυπάνε το κεφάλι τους στο τοίχο γιατί δεν τους έχει μείνει τίποτα πια κι εκείνων που απλά περνάνε λιγότερο καλά. Ξέρετε αυτό τη διαφορά μεταξύ του δεν ξέρω τι θα απογίνω και περνάω απλα λιγάκι πιο στριμωγμένα τη χωρίζει μια άβυσσος.

Και πράγματι στα σουπερ μάρκετ, στα...
πολυκαταστήματα, στις καφετέριες, τα μπαρ, τα εστιατόρια υπήρχε μια άβυσσος. Οι χαμένοι αυτού του παρανοϊκού παιχνιδιού που παίζουμε όλοι εδώ και τέσσερα χρόνια, δεν φαίνονται πουθενά. Τους έχουν καλά κρυμμένους τα μέσα μαζικής αποχαύνωσης, η εθελοτυφλία των ανεύθυνων πολιτικών, η αδιαφορία των βολεμένων, οι καλά κρατούντες ακόμα μέσα στη καταιγίδα. Τους εμφανίζουν που και που οι εκπομπές τύπου "οι φίλοι του συνταξιούχου και των αδέσποτων" σαν καρικατουρες που στριγγλίζουν πίσω από ένα μικρόφωνο στους πάγκους της λαϊκής, στις ουρές της εφορίας, η σε κάποια επιδρομή στα σπίτια πολύτεκων, αρρώστων, ηλικιωμένων που ζουν μέσα σε κουρέλια. Ενα μικρό αφιέρωμα για να λαδώνονται οι συνειδήσεις και να παίρνει το χαζοκούτι λίγη ακροαματικότητα από τη μιζέρια.

Αντίθετα οι άλλοι, οι λεφτά υπάρχουν ακόμα έδωσαν ρέστα αυτές τις γιορτές. Μας ηρέμησαν τις ανησυχίες μας. Είχα ένα φόβο μήπως δεν δούμε πιά κ@λους να κουνιούνται στις μπάρες, μήπως δεν δούμε εθισμένους καταναλωτές να φορτώνονται ένα σωρό αήδιες μέσα στα καταστήματα μαζικής αποχαύνωσης. Είχα ένα φόβο μήπως δεν δούμε εκείνους του κοιλαράδες που την ώρα που καταπίνουν το κοψίδι τους έρχεται ένα μικρόφωνο στη μούρη και φτύνοντας ψίχουλα λένε "εντάξει φέτος είναι πιο δύσκολα αλλά την υγειά μας να έχουμε κι αισιοδοξία" γι να στείλουν το μήνυμα στους άλλους που κάνουν έξω από τη ταβέρνα βουτιές στα σκουπίδια. Είχα ένα φόβο μήπως κι εξαφανιστούν οι φιλάνθρωποι της μιας νύχτας που ακουμπάνε τις εικοσιπέντες τσάντες από δώρα στο έδαφος, ψάχνουν τη τσέπη και δίνουν τα ψιλά από τα ρέστα από τα τσιγάρα στον εξαθλιωμένο της γωνίας, για να τους κατέβει με ήσυχη συνείδηση η γαλοπούλα το βράδυ.

Είμαι πρικρόχολη? Μπορεί. Αλλά για να μην είμαι θα έπρεπε να μην έχω κυκλοφορήσει καθόλου αυτές τις μέρες. Ομως βγήκα από το σπίτι, ήθελα να μπλεχτώ ανάμεσα στο κόσμο, να περπατήσω και να παρατηρήσω τι στο καλό κάνουν. Αποκορύφωμα ήταν στη γειτονιά μου (που δεν είναι βόρεια) στο κατάστημα γνωστής αλυσίδας ηλεκτρονικών, εκείνη η ουρά που έπρεπε να στηθείς 1 ώρα τουλάχιστον για να φτάσεις ταμείο. Με πιτσιρίκια που είχαν παραμάσχαλα παιχνιδομηχανές. Φιγούρες με τα διάφορα κινητά και τάμπλετ τελευταίας γενιάς και τις φανταιζί θηκούλες τους να περιμενουν υπομονετικά για να σκάσουν πέντε, έξι κι εφτά κατοστάρικα το κομμάτι....

Κι εκείνο το σουπερ μάρκετ παραμονές... Αν μ' έριχναν έτσι εκεί χωρίς να ξέρω τι μέρα είναι και τι συμβαίνει θα νόμιζα πως έχει κηρυχτεί πόλεμος κι αποθηκεύει ο κόσμος  τρόφιμα για ένα χρόνο.  Κι εκείνες οι χρυσές πιστωτικές στο ταμείο, η πλαστικούρα να ρουφάει λογαρισμούς τετρακόσια πεντακόσια ευρώ, και πίσω τους να είναι κάποιες φιγούρες ταλαίπωρες με δυο γάλατα, ενα ψωμί και δυο κονσέρβες.. λίγο καλύτερες από τους άλλους δέκα που περίμεναν απέξω ικετεύοντας για ένα κομμάτι φαί...

Λεφτά υπάρχουν τελικά σε πολλούς ακόμα. Ηταν γερές οι μπάζες. Τόσο γερές που επιτρέπουν ακόμα να πετάς επτά κατοσταρικα για ένα γκατζετάκι. Που επιτρέπουν να πετάς το φαί σου στα σκουπίδια. Τα ρούχα στην ενορία για τη καλή πράξη της μέρας. Που επιτρέπουν να φτιάχνεις μαλλί στο κωμοτήριο, μανικούρ, πεντικούρ, που επιτρέπουν να κάνεις δωράκι παιχνιδομηχανή στο κανακάρι, τσάντα επώνυμη στη κυρά και επρέσσο καφετιέρα για το καπουτσίνο σου...

Χωρίς μοίρα οι μεν, χωρίς τσίπα οι δε, δεν θα πάμε σ΄επανάσταση. Ούτε καν σε διαμαρτυρία. Δεν υπάρχει κοινό αίτημα. Οι εξαθλιωμένοι ονειρεύονται το ελάχιστο κι οι λίγο ξεβολεμένοι τα μεγαλεία τους. Αυτά δυο εκατομμύρια άνεργοι, αυτοί οι πεινασμένοι και άστεγοι, οι άρρωστοι χωρίς φάρμακα, οι απλήρωτοι εργαζόμενοι, οι ηλικιωμένοι που αργοπεθαίνουν κι οι νέοι χωρίς αύριο είναι φαντάσματα. Φαντάσματα σ΄ενα στοιχειωμένο κράτος που ζει με δανεικό χρόνο. Με ξόρκια και ματζούνια για να διώξει το κακό. Με παρακάλια και ψευτοτσαμπουκάδες για να πουλήσει μούρη.

Κι εγώ? Εκτονώνω την ανεβασμένη πίεση, το αδιέξοδο που έχω μπει αλλά δεν ξέρω πως να βγω, την εμετική διάθεση που με πιάνει από το πρωί με χαζομάρες. Να νοιώθω κομμάτι ενός χαζού συνόλου που είτε κλαίγεται, είτε βιώνει αναισθήτως το δράμα των άλλων. Δεν υπάρχει τίποτα νεώτερο από το μέτωπο να με συγκινήσει εκτός από τα παιδιά που δεν πρόλαβαν ακόμα να καταλάβουν την ηλιθιότητα των ενηλίκων αλλά εισπράττουν το τίμημα χωρίς να τα ρωτήσει κανένας. Ολα τα παιδιά κι εκείνα που πεινάνε κι εκείνα που τα έχει μετατρέψει αυτός ο ηλίθιος πολιτισμός σε κουφάρια που περιφέρονται ασκόπως. Ολα τα παιδιά κι εκείνα που ζουν σε εξαθλιωμένες συνθηκες και πονάνε κι εκείνα που νομίζουν πως είναι καλά γιατί το καλά τους έχουν εξήγήσει πως είναι πέντε δέκα σκουπιδια που θα αποκτήσουν στη ζωή τους.

Μια κοινωνία ολόκληρη ανέχεται αυτή τη φαρσοκωμωδία γιατί με τον ένα ή άλλο τρόπο νοιώθει ένοχη και κρύβει την ουρά της κάτω από τα σκέλια της. Στριγμώνει κάτω από το χαλί τα σκουπίδια της για να δείχνει καθαρή....