Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Πώς και γιατί γίνονται οι παρακολουθήσεις

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ*

Δεν ήταν βουλευτής της αντιπολίτευσης, αλλά -προς τιμήν του- ο Αρης Σπηλιωτόπουλος που κατέθεσε ερώτηση προς τον υπουργό Δημόσιας Τάξης με το αυτονόητο ερώτημα: Πώς ήταν δυνατόν ο κοριός της ΕΥΠ να έχει καταγράψει ενοχοποιητικές συνομιλίες βουλευτών της Χρυσής Αυγής πριν από το φονικό στο Κερατσίνι;

Η κοινή λογική λέει ότι, χωρίς προφητικές ικανότητες, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν...
οι διωκτικές αρχές να έχουν εξασφαλίσει δικαστική άδεια να διερευνήσουν έγκλημα πριν αυτό συμβεί. Δεν ζούμε δα ακόμη στην εποχή του Minority Report!

Αρα η ΕΥΠ προβαίνει σε αντισυνταγματικές, μαζικές, προληπτικές παρακολουθήσεις, ανάλογες με αυτές που αποκάλυψε ο Σνόουντεν στην Αμερική. Τα τηλέφωνα όλων μας (μπορεί να) παρακολουθούνται. Για πολλούς αυτό ήταν κοινό μυστικό. Οι συστημικοί συνένοχοι το ξέρουν: αν έχετε συνομιλήσει με πολιτικό για κάτι που θεωρεί σημαντικό, θα τον έχετε δει να βγάζει την μπαταρία από το κινητό του, πράγμα που υποτίθεται ότι παρέχει κάποια προστασία. Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτή η εξαφάνιση της ιδιωτικότητας και η παράδοση όλων των πτυχών της ζωής τού καθενός στον πανοπτικό κρατικό Μινώταυρο γίνεται τυπικά νομότυπα!

Ονόμος 2225/1994 (νόμος του ΠΑΣΟΚ) επιτρέπει στην ΕΥΠ να ζητά από τον εισαγγελέα άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να αναφέρει ούτε ποιον αφορά ούτε το σκοπό της επιβολής της άρσης ούτε την εδαφική έκταση των παρακολουθήσεων ούτε καν τη διάρκειά τους. Ετσι η ΕΥΠ υποβάλλει γενικά και αφηρημένα αίτημα άρσης απορρήτου, ζητώντας -και παίρνοντας- λευκή επιταγή για ανεξέλεγκτες, αδιάκριτες παρακολουθήσεις, πράγμα που παραβιάζει ευθέως τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1. Και αυτό, γιατί το Σύνταγμα επιβάλλει η άρση του απορρήτου να γίνεται μόνον για να αντιμετωπισθεί συγκεκριμένος κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια.

Μάλιστα, ακόμη και αυτό επιτρέπεται μόνον εφ' όσον ο κίνδυνος είναι πράγματι εξωτερικός. Και τούτο διότι ο τεχνικός νομικός όρος «εθνική ασφάλεια» ακριβολογεί μόνο σε σχέση με εξωτερικές απειλές, δηλαδή για την αντιμετώπιση κατασκοπίας από πράκτορες ξένων χωρών ή κινήσεις υπονόμευσης της εθνικής ακεραιότητας, ή του πολιτεύματος. (Οι κίνδυνοι από το κοινό έγκλημα αφορούν τη «δημόσια τάξη» και ως προς αυτούς ο νόμος επιβάλλει ρητά εξειδίκευση του αιτήματος, με αναφορά συγκεκριμένων προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται.) Συνεπώς, ακόμη και υπό την ισχύ του απαράδεκτου νόμου 2225/1994, ο αρμόδιος εισαγγελέας Εφετών θα έπρεπε να απορρίπτει αίτημα της ΕΥΠ που δεν συνδέεται στενά με αντιμετώπιση εξωτερικού κινδύνου.

Είναι αλήθεια ότι ο νόμος, με μια τροποποίησή του το 2003, περιλαμβάνει κάποιες ισχνές εγγυήσεις: προβλέπει ότι απόσπασμα της διάταξης του εισαγγελέα (ή του Δικαστικού Συμβουλίου, στην περίπτωση των κοινών εγκλημάτων) παραδίδεται σε κλειστό φάκελο στην Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και ο πρόεδρός της ενημερώνει σχετικά τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή. Στην πράξη αυτό που συμβαίνει είναι ότι στη Βουλή κατατίθενται απλώς στατιστικά στοιχεία, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά για το ποιος και γιατί παρακολουθείται. Συνεπώς, ακόμη και οι ελάχιστες αυτές εγγυήσεις διαφάνειας ουσιαστικά δεν τηρούνται.

Με άλλα λόγια, υφίσταται μια γενικευμένη αστοχία όλων των εμπλεκόμενων θεσμών ως προς την υποχρέωσή τους να προστατέψουν αποτελεσματικά το συνταγματικό δικαίωμα: η Βουλή ψήφισε αντισυνταγματικό νόμο και αδιαφορεί για το κοινοβουλευτικό ελεγκτικό της έργο, η δικαστική εξουσία εφαρμόζει τον αντισυνταγματικό νόμο και η εκτελεστική εξουσία παρακολουθεί ασύστολα και αδιακρίτως. Το καλύτερο είναι ότι επικεφαλής της αρμόδιας διεύθυνσης της ΕΥΠ ήταν συγγενής και συνεπώνυμος βουλευτή της Χρυσής Αυγής. Προφανώς οι κρατικοί μηχανισμοί καταστολής εξακολουθούν να είναι στεγανοί μόνον ως προς την Αριστερά...

Θα πείτε, τι μας νοιάζει αν μας παρακολουθούν, αν δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε; Πέραν του ότι κανένας δεν πρέπει να είναι έτοιμος να παραδώσει τα μύχια της ζωής του χωρίς τη θέλησή του σε κανέναν άλλο, πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας τι τεράστια δύναμη αποκτούν οι μυστικές υπηρεσίες (και αυτοί που τις ελέγχουν) ως κλειδοκράτορες μυστικών. Ο Εντγκαρ Χούβερ, ο πρώτος αρχηγός του FBI, ήταν ισχυρότερος από τους προέδρους των ΗΠΑ μέχρι το θάνατό του, κατέχοντας τέτοιους «θησαυρούς».

Και, σε κάθε περίπτωση, η Δημοκρατία δεν επιβιώνει αν δεν είμαστε πρόθυμοι να την υπερασπιστούμε. Αυτήν και τα δικαιώματά μας.

*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΔΠΘ
Από enet, φωτο από newsit.com.cy