Πριν από δυόμισι χρόνια, έπινα καφέ με έναν πολύ γνωστό δημοσιογράφο. Ήθελε να συνεργαστούμε σε κάτι που ετοίμαζε. Μου είναι συμπαθής αλλά δεν μπορούσα να συνεργαστώ μαζί του – ήταν σταμπαρισμένος. Θυμάμαι τη συζήτησή μας και είμαι βέβαιος πως την θυμάται κι αυτός.
Θυμάμαι καλά πως του είπα ότι έρχονται πολύ άγριες ημέρες και θα αναγκαστούν όλοι να πάρουν θέση. Δεν συμφωνούσε μαζί μου. Πίστευε ότι τίποτα δεν θα αλλάξει. Άλλαξε.
Δεν χρειάστηκε να φτάσει το 2010 –και η χρεοκοπία-για να αντιληφθώ πως θα έρθει η ημέρα που κάποιοι θα περπατάνε στο δρόμο και θα τους φτύνουν. Το είχα πάρει χαμπάρι από...
τη δεκαετία του ’90. Φώναζε η αρρώστια στην κοινωνία αλλά η μουσική ήταν δυνατά, οι άνθρωποι ήταν πάνω στα τραπέζια και λίγοι άκουγαν. Εγώ τότε έκανα μια δουλειά που μου έδινε τη δυνατότητα να συναναστρέφομαι πάρα πολύ κόσμο και να ακούω χιλιάδες ανθρώπους.
Μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας πάσχει από ιδρυματισμό. Το κατάλαβα πάρα πολύ καλά, όταν εργάστηκα σε ΜΜΕ. Δημοσιογράφοι που θα έπρεπε να πιάνουν τα μηνύματα της κοινωνίας στον αέρα –ενώ είχαν και το ατού της άμεσης πληροφόρησης από όλον τον ξένο Τύπο- έμοιαζαν να μην καταλαβαίνουν Χριστό για το τι συμβαίνει γύρω τους.
Αυτό, βέβαια, δεν συμβαίνει μόνο στους δημοσιογράφους – συμβαίνει και σε άλλες ομάδες. Είναι άνθρωποι «βολεμένοι» σε μια κατάσταση που νόμιζαν πως η ζωή είναι ευθεία, ασφαλής και πάντα με ανοδική πορεία.
Δεν ξέρω αν φταίει μόνο ο ιδρυματισμός – ίσως, δεν ήθελαν να ξέρουν ότι η ζωή τους μπορεί να αλλάξει δραματικά. Βέβαια, η ζωή δεν ρωτάει. Και το ενδιαφέρον με τη ζωή είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει μετά.
Βλέποντας χτες το βράδυ τον γιαουρτωμένο Γιώργο Νταλάρα να τραγουδάει μέσα σε αποδοκιμασίες στο Ίλιον, δεν βρήκα κάτι περίεργο σε αυτό που συνέβαινε. Το θέαμα δεν ήταν ευχάριστο αλλά ήταν αναμενόμενο. Θα έπρεπε να το περιμένει και ο ίδιος.
Δεν είμαι ο Γιώργος Νταλάρας αλλά, αν ήμουν, χτες το βράδυ θα έκανα την αυτοκριτική μου. Γιατί αυτοί που τον αποδοκίμασαν και τον γιαούρτωσαν δεν είναι εχθροί του – είναι άνθρωποι που στο παρελθόν τον έχουν αποθεώσει. Αν και η καλλιτεχνική του αμηχανία είναι εμφανής εδώ και πολλά χρόνια – οι τελευταίοι του δίσκοι ήταν απογοητευτικοί.
Το περίεργο με τον Νταλάρα –και όχι μόνο με αυτόν- είναι πως δεν είχε ανάγκη το σύστημα, για να ξεχωρίσει. Το ταλέντο του ήταν αρκετό. Επίσης, είχε την τύχη να συναντήσει στα νιάτα του πολύ σπουδαίους ανθρώπους, οι οποίοι τον αγάπησαν και τον εμπιστεύτηκαν.
Δεν ξέρω τι κάνει έναν άνθρωπο που έχει ταλέντο, αξία και άστρο να μετατρέπεται από πραγματικός καλλιτέχνης σε κοσμική προσωπικότητα που τραγουδάει. Ίσως, παίζουν ρόλο τα παιδικά βιώματα, ίσως η ανασφάλεια, ίσως η ματαιοδοξία. Πάντως, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάς από πού ξεκίνησες. Αν το ξεχάσεις, χάθηκες.
Δεν ξέρω πώς ο Γιώργος Νταλάρας πήρε την απόφαση να πραγματοποιήσει αυτή την εποχή συναυλίες με ελεύθερη είσοδο σε λαϊκές γειτονιές της Αθήνας. Ίσως, έχει να κάνει με την πολιτική καριέρα της συζύγου του –που βασίζεται, βέβαια, στο δικό του όνομα και στη δική του διαδρομή-, ίσως όχι. Πάντως, είναι λάθος.
Δεν είναι δυνατόν να έχεις σωπάσει κατά τη διάρκεια των μεγάλων διαδηλώσεων της τελευταίας χρονιάς, να μην έχεις πει ούτε μια λέξη για την βαρβαρότητα της κρατικής εξουσίας σε βάρος των εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών, να μην έχεις κάνει ούτε μια αναφορά σε όσα συμβαίνουν στη χώρα και να εμφανίζεσαι ξαφνικά σαν χαζοχαρούμενος σε καθεστωτικό κανάλι για να πεις αρλούμπες για το Μνημόνιο και να διαφημίσεις τις δωρεάν συναυλίες σου για το λαό. Μεγάλε, δεν είσαι η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ούτε ο Σάκης Ρουβάς – γεννήθηκες στην Κοκκινιά και κάποτε ήσουν λαϊκός τραγουδιστής. Αλλά το ξέχασες.
Είναι ενδιαφέρουσα η στάση που κρατάνε μεγάλοι Έλληνες καλλιτέχνες το τελευταίο διάστημα. Οι περισσότεροι έχουν σωπάσει και φροντίζουν να μην εμφανίζονται στα ΜΜΕ και να μη προκαλούν. Όποιος είναι έστω και λίγο παρατηρητικός θα πρόσεξε πως γνωστοί και καλοί καλλιτέχνες απέφυγαν να εμφανιστούν σε ιδιωτικά κανάλια, για να διαφημίσουν τις εμφανίσεις τους. Προτίμησαν είτε τη δημόσια τηλεόραση, είτε άλλους τρόπους για να ενημερώσουν το κοινό.
Επίσης, έχουν «προσαρμόσει» το ρεπερτόριό τους. Στις πρόσφατες εμφανίσεις της στο «Παλλάς», η Άλκηστις Πρωτοψάλτη δεν τραγούδησε το «Ακριβό της διθέσιο, το καλό της αμάξι». Τα βλακώδη τραγούδια για γιάπηδες –που έκαναν θραύση τη δεκαετία του ’90- ακούγονται εκτός τόπου και χρόνου στη χρεοκοπημένη Ελλάδα του 2012 και μπορεί να προκαλέσουν απρόβλεπτες αντιδράσεις.
Κάποιοι καλλιτέχνες αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, κάποιοι άλλοι όχι. Βέβαια, πολλοί είναι τόσο δεμένοι στο σύστημα που–ακόμα κι αν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει- δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν. Επιθυμούν και ελπίζουν στην επιβίωση του υπάρχοντος συστήματος, ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια και των δικών τους προνομίων.
Από την άλλη, βλέπω την προσπάθεια κάποιων ανθρώπων που ήταν χωμένοι μέχρι τα μπούνια στα διαπλεκόμενα μέσα να εξαγνιστούν ή να περάσουν απέναντι. Φόβος; Ενοχή; Συνειδητοποίηση; Ποιος ξέρει;
Δεν καταρρέει μόνο το πολιτικό σύστημα και οι οικονομικές ελίτ. Καταρρέουν και τα καλλιτεχνικά είδωλα των τελευταίων δεκαετιών. Αποδείχτηκαν ανθεκτικά στο χρόνο. Άντεξαν στο χρόνο αλλά έπεσαν από μέσα. Ό,τι γυρίζει μυρίζει κι ό,τι κάθεται βρομάει.
Απομακρύνθηκαν από το κοινό τους, μεγάλο μέρος του κοινού τους βρίσκεται πια σε πολύ δύσκολη θέση και αυτοί δεν θέλουν ή δεν μπορούν να το παρακολουθήσουν.
Την ίδια ώρα, εκατοντάδες νέοι καλλιτέχνες διεκδικούν τη ζωή τους και τα όνειρά τους. Δεν είναι καθόλου απρόσιτοι, αισθάνονται πολύ καλά μέσα στον κόσμο, συμμετέχουν στις διαδηλώσεις και τραγουδάνε σε συναυλίες αλληλεγγύης. Όπως έκανε κάποτε και ο Γιώργος Νταλάρας.
(Στη φωτογραφία, ο Γιώργος Νταλάρας με τον αδελφό του, Χρήστο.)
Εγραψε o Pitsirikos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου