Πάνε χρόνια, δεν θυμάμαι πια, αν απ' τα «ΝΕΑ» τότε ή απ' την «Ελευθεροτυπία» αργότερα, αναρωτιόμουν, γράφοντας για το «αρχαϊκό μειδίαμα» των αγαλμάτων: γιατί άραγε χαμογελούσαν οι κούροι και οι κόρες της προκλασσικής εποχής; Και επίσης γιατί καμμιά μαρτυρία από τότε ούτε κάποια ερμηνεία σήμερα (είτε από τα τελετουργικά ορμώμενες είτε από τα ήθη) δεν εξήγησαν και δεν εξηγούν ένα τόσο χαρακτηριστικό φαινόμενο - το χαμόγελο τόσων αιώνων εγχάρακτο στα πρόσωπα των θεών και των ανθρώπων. (Βεβαίως όταν διερωτάται κανείς για τέτοια πράγματα, μάλιστα δημοσίως, στη χώρα των μεταμοντερνικών χατζατζάρηδων αμέσως τρώει τη ρετσινιά του αρχαιολάγνου -ποσώς, οι χατζατζάρηδες) - αλλού είναι η ουσία: μου είχε γράψει λοιπόν τότε ένας φιλόλογος, καλή του ώρα, ένα γράμμα και μου κοινωνούσε τη δική του μυστική ανάγνωση ότι «πιθανόν να χαμογελούσαν τα αγάλματα διότι προμάντευαν και γνώριζαν ότι θα νικούσαν οι άνθρωποι στα μηδικά»... Χρόνια τώρα στις δύσκολες ώρες ανάβω κεράκι σε αυτήν τη σκέψη (και μακαρίζω τους παίδες που αυτός ο φιλόλογος δίδαξε και διδάσκει)...
Αντιγράφω από την επιστολή του αναγνώστη μας κ. Μιχάλη Παλαιολόγου, ο οποίος
έχει αντιγράψει με τη σειρά του απ' τις «πηγές», έτσι για να πάει πίσω σχοινί το κορδόνι στο χθες και να νοιώσουμε σήμερα ότι το αύριο μπορεί να 'ναι αλλοιώς.
«Είχαν θορυβηθεί οι Σπαρτιάτες.
»Είχαν θορυβηθεί με τις προτάσεις του Μαρδόνιου στους Αθηναίους: να τους χορηγήσουν -λέει- οι Πέρσες όσο χρυσάφι ήθελαν· να τους αναγνωρίσουν αρχηγούς όλων των πόλεων· και, τέλος, να...
αποχωρήσουν τα Περσικά στρατεύματα ειρηνικά...
»Δεν ήταν δα και λίγα όλα αυτά, την ώρα που τριακόσιες χιλιάδες στρατιώτες ρήμαζαν κι έκαιγαν την Αττική - ούτε ψωμί να φάνε δεν είχαν οι νικητές της Σαλαμίνας».
(σημείωση συντάκτη: Μέρες του Σεπτέμβρη όπως τώρα, τότε, το 480 π.Χ. οι Πέρσες του Μαρδόνιου δήωναν την Αττική, ενώ φευγάτοι απ' την καμένη ήδη πόλη τους οι Αθηναίοι - εξόριστοι οι πολίτες, μέσα στα «ξύλινα τείχη» οι οπλίτες, συνέχιζαν μαχόμενοι τον εισβολέα.)
«Ανάγκα πείθονται και οι θεοί, σκέπτονταν εν προκειμένω οι Λακεδαιμόνιοι κι ανήσυχοι άρχισαν να αντιπροτείνουν κι αυτοί στους χειμαζόμενους Αθηναίους: να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα στη Σπάρτη και να αποστέλλονται τακτικά τροφές στο πεινασμένο Αθηναϊκό στράτευμα.
» "Δεν με παραξενεύουν οι προτάσεις των Περσών. Αυτές είναι οι αξίες τους, έτσι σκέφτονται, αυτά πρεσβεύουν. Ομως με εξοργίζει η στάση των Λακεδαιμονίων - πιστεύουν άραγε πώς για το σιτηρέσιο αγωνιστήκαμε στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα;
Ας μάθουν λοιπόν και οι Πέρσες και οι Σπαρτιάτες κι όποιος άλλος ενδιαφέρεται πως τόσος χρυσός ούτε πάνω ούτε κάτω απ' τη γη υπάρχει, ώστε να εξαγοράσει την ελευθερία των Ελλήνων"...
»Ετσι αγόρευσε ο Αριστείδης στην Εκκλησία του Δήμου που πρόχειρα είχε στηθεί στα καμένα...»
Και ύστερα, όπως σημειώνει εν κατακλείδι ο επιστολογράφος μας, συνασπισμένοι Πελοποννήσιοι κι Αθηναίοι απέδειξαν στις Πλαταιές ποιος τελικά νικάει, όταν συγκρούονται ο χρυσός με την ελευθερία...
.....................................
Ισως να πρόκειται για μια ρομαντική ανάγνωση της ιστορίας, αλλά ξέρετε άλλον τρόπο που να γεννά στην ψυχή των ανθρώπων την ποίηση που χρειάζονται για να τρώνε το ψωμί τους
χωρίς να στήνουν προς τούτο Βερντέν και Αουσβιτς;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου