Η αρχική εντύπωση που έδωσε η Νέα Δημοκρατία με την απόφασή της να καταψηφίσει επί της αρχής το νομοσχέδιο για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, στο οποίο περιλαμβάνεται η διάταξη για την εξομοίωση των ωρών εργασίας του δημόσιου τομέα με τον ιδιωτικό, είναι ότι ανοίγει «ομπρέλα» στο καθεστώς ανισότητας, που θέλει τους δημοσίους υπαλλήλους να δουλεύουν λιγότερες ώρες από τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα.
Οτι, δηλαδή, ένα κόμμα αστικό στην αντίληψη και την πολιτική φιλοσοφία του έρχεται σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία να προσφέρει προστασία στους προστατευμένους, ακυρώνοντας ...
όχι μόνο τη θέση της για τις μεταρρυθμίσεις, αλλά στην ουσία και το πρόταγμα για κοινωνική συνοχή.Ενα εικοσιτετράωρο αργότερα, μετά από παρέμβαση του αρχηγού της, Αντ. Σαμαρά, η Ν.Δ. επανήλθε διά του εισηγητή της, κ. Χρ. Ζώη, για να διευκρινίσει ότι θα ψηφίσει την επίμαχη ρύθμιση, διατηρώντας ωστόσο τις επιφυλάξεις της για τις προβλέψεις του υπουργείου Εσωτερικών ότι με την αύξηση του ωραρίου στο Δημόσιο θα εξοικονομηθούν 45 χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Στο ενδιάμεσο, φούντωσε η συζήτηση αλλά και τα σχόλια βουλευτών της, οι οποίοι αδυνατούσαν να κατανοήσουν πώς ένα αστικό κόμμα, με φιλελεύθερες αντιλήψεις και κοινωνικά προτάγματα, αρνείται τη συγκατάθεσή της σε ένα μέτρο, η κεντρική ιδέα του οποίου –ακόμη κι αν προωθείται με τη μέγιστη προχειρότητα– δύσκολα αμφισβητείται.
Ποιος, δηλαδή, θα αμφισβητήσει στα σοβαρά ότι από το 1981 έως σήμερα οικοδομήθηκε ένας υπερμεγέθης, δύσκαμπτος και σπάταλος γίγαντας, ο οποίος δεν υπόκεινταν σε κανέναν από τους κανόνες που ισχύουν σε άλλες αστικές δημοκρατίες, στις οποίες ο δημόσιος τομέας παρέχει ασφάλεια αλλά όχι υψηλές απολαβές και ο ιδιωτικός τομέας έχει την ανασφάλεια και το ρίσκο, τις πολλαπλάσιες ώρες εργασίας, αλλά μεγαλύτερες αποδοχές.
Δεν αντιλαμβάνεται, δηλαδή, η Ν.Δ. ότι, όχι αδίκως, αρχίζει και εδραιώνεται η πεποίθηση στην κοινή γνώμη ότι ο δημόσιος τομέας αντί να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπως όφειλε και οφείλει, το ροκάνιζε.
Μπορεί οι όποιες ενστάσεις της Ν.Δ. για τον σχεδιασμό της πρωτοβουλίας και για τις προβλέψεις του νομοσχεδίου για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση να είναι υπαρκτές, δίκαιες ή και χρήσιμες, αλλά αυτές δεν είναι δυνατόν να μινιμάρουν την αξία της προσπάθειας που καταβάλλεται, με δραματική καθυστέρηση, είναι αλήθεια, για τον εξορθολογισμό του ούτως ή άλλως ανορθολογικού οικοδομήματος του δημόσιου τομέα.
Θα περίμενε λοιπόν κανείς από ένα αστικό κόμμα όπως είναι η Νέα Δημοκρατία, όχι απλώς να μην αντιδρά σε αυτό –έστω και με ένα όχι επί της αρχής– αλλά να υπερθεματίζει, πιέζοντας μάλιστα την κυβέρνηση να λάβει πρόσθετα μέτρα, που συντείνουν στη διαμόρφωση κοινωνικής δικαιοσύνης και δημιουργούν στιβαρό υπόβαθρο για την προστασία της κοινωνικής συνοχής και την οικοδόμηση μιας πολιτείας ισονομίας.
Υπό αυτή την έννοια, μικρή σημασία έχει αν το αρχικό όχι ήταν αστοχία του εισηγητή, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, ή κεντρική επιλογή. Για ένα τόσο εμβληματικό πολιτικό ζήτημα, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν θα έπρεπε καν να διστάσει ή να προβληματιστεί για τη στάση της.
Το ίδιο φαντάζομαι, επιθυμεί και η συντριπτική πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία αντιλαμβάνεται ότι η εξαίρεση από τα βάρη που αυτή την περίοδο καλούνται να σηκώσουν όλοι οι υπόλοιποι Ελληνες, τους κατατάσσει αυτόματα απέναντι από την κοινωνία.
Διότι, αν συνεχιστεί αυτή η κόντρα μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, η οποία υπογείως και υποβολιμαία υποδαυλίζεται από ορισμένες πλευρές, τότε το μόνο που θα συμβεί είναι να ξεσπάσει ένας εργασιακός «εμφύλιος», όπου η κλασική αντιπαράθεση εργοδοτών - εργαζομένων θα αντικατασταθεί από εμφύλια σύρραξη μεταξύ εργαζομένων στον δημόσιο και εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.
Από την Έλλη Τριανταφύλλου kathimerini μέσω kourdistoportocali
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου