Σημείωση: Το άρθρο
αυτό γράφτηκε πριν έναν χρόνο με αφορμή τη δίκη που είχε οριστεί για τις
13 Δεκεμβρίου 2013. Η δίκη είχε μεταφερθεί, λόγω παρέλευσης ωραρίου,
για τις 23 Ιανουαρίου 2014, οπότε μεταφέρθηκε ξανά – για αύριο, 12
Νοεμβρίου 2014.
Τον έπιασαν τυχαία, τον προσήγαγαν παράνομα, και του φόρτωσαν
τέσσερα κακουργήματα χωρίς αποδείξεις – μόνο με τις καταθέσεις
αστυνομικών, αντίθετες με αυτές πλειάδας αυτοπτών μαρτύρων. Ο Μάριος
Ζέρβας, ο δάσκαλος κολύμβησης με τα ράστα, ο «Μάριος Ζ» όπως έγινε τότε
γνωστός, δικάζεται αύριο, τριάμισι χρόνια (σ.σ.: τεσσεράμισι πια) μετά
την αποφυλάκισή του. Θέλετε να μιλήσουμε για διαφωτισμό, ευρωπαϊκά
ιδεώδη και φιλελεύθερες αρχές;
11 Μαρτίου 2010, ημέρα πανελλαδικής απεργίας των συνδικάτων ενάντια
στα οικονομικά μέτρα...
της τότε κυβέρνησης. Ξεκινάει πορεία στο κέντρο της
Αθήνας. Ο Μάριος Ζέρβας, ένας νέος δάσκαλος κολύμβησης κατεβαίνει μαζί
με τη σύντροφό του και έναν φίλο τους. Το μεσημέρι πρέπει να πάει για
δουλειά στο κολυμβητήριο του ΟΑΚΑ, όπου εργάζεται μέχρι και σήμερα. Έχει
πάρει μαζί του τον σάκο της κολύμβησης και προσπαθεί να ολοκληρώσει την
πορεία με ταχύ βήμα. Φτάνει με την παρέα του στα Προπύλαια.
Αντιλαμβάνεται ότι κάτι γίνεται πίσω του. Ειδοποιεί τους δικούς του ότι
θα πάει να δει τι συμβαίνει για να αποφασίσουν από πού θα φύγουν. Η
αστυνομία έχει αρχίσει να ρίχνει δακρυγόνα και έτσι επιστρέφει στους
φίλους του. Συνειδητοποιούν ότι μπροστά τους γίνεται μια βίαιη σύλληψη
ενός ανηλίκου και διαμαρτύρονται. Η ένταση ανεβαίνει και πηγαίνει προς
τα πίσω προτρέποντας την κοπέλα του και τον φίλο του να κάνουν το ίδιο.
Δεν είχε μάσκα, δεν είχε μαλόξ, δεν είχε τίποτα παρά μόνο ένα παλιό
ύφασμα που του έδωσε η σύντροφός του.
«Όπως περπατούσα με γρήγορο βήμα προς τα πίσω για να φτάσω στην παρέα
μου με σκοπό να αποφύγω την ένταση, ένιωσα κάποιον να κινείται έντονα
προς το μέρος μου. Με άρπαξε από τα μαλλιά, με πέταξε κάτω, με πήγε
μέχρι το πεζοδρόμιο και μου έβαλαν χειροπέδες. Με σήκωσαν, με έσυραν
προς τη Σίνα και με άφησαν κάτω. Από κει με ξανασήκωσαν, με οδήγησαν
προς την κλούβα που ήταν στην Ακαδημίας. Έψαξαν τον σάκο μου ξανά και
ξανά.»
Ο σάκος του είχε μπουρνούζι, σαμπουάν, μαγιό, γυαλιά κολύμβησης, ό,τι
τέλος πάντων ήταν απαραίτητο για τη δουλειά του. Παρ’ όλα αυτά δεν
αντιστάθηκε. «Ζήτησα απλώς από τη σύντροφό μου να ενημερώσει ότι θα
αργούσα να πάω στη δουλειά, ότι μπορεί να μην πήγαινα καθόλου.
Φανταζόμουν ότι αυτό που συνέβαινε ήταν μια άδικη αλλά τουλάχιστον απλή
προσαγωγή στη ΓΑΔΑ και ότι θα με άφηναν κάποια στιγμή το απόγευμα. Ήμουν
ήρεμος. Προσπαθούσα να δείξω και στους αστυνομικούς ότι δεν υπήρχε
λόγος να είναι επιθετικοί μαζί μου. Μου είχαν σφίξει πάρα πολύ τα χέρια
και ζήτησα να μου χαλαρώσουν λίγο τις χειροπέδες».
Δεν το έκαναν. Τον έβαλαν στην κλούβα μαζί με άλλους συλληφθέντες και
τον οδήγησαν στη ΓΑΔΑ. Δεμένους πισθάγκωνα τους έβαλαν να καθίσουν σε
πάγκους με το πρόσωπο στον τοίχο. Τους απαγόρευαν να μιλούν μεταξύ τους.
Έμειναν εκεί για ώρες. Κάποια στιγμή άρχιζαν να φωνάζουν έναν έναν μέσα
για να υπογράψει την έκθεση σύλληψης. Το βράδυ έφτασε η σειρά του.
«Ο αστυνομικός μου είπε να την διαβάσω και να υπογράψω. Διαβάζοντας
τις καταθέσεις των αστυνομικών νόμιζα ότι είχαν κάνει λάθος στο όνομα.
Ρώτησα τον αστυνομικό “Μάλλον έχει γίνει κάποιο λάθος. Μήπως με
μπερδέψατε;”. Μου απάντησε “Κανένα. Θα υπογράψεις;”. Δεν υπέγραψα».
Τον οδήγησαν στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ. Το επόμενο πρωί πέρασε από
ανακριτή. Εκεί τρεις αστυνομικοί εμφανίστηκαν για να καταθέσουν ότι είχε
καλυμμένα χαρακτηριστικά, ότι τον είδαν να πετάει μολότωφ, ότι από τη
συγκεκριμένη κιόλας μολότωφ πήρε φωτιά το πόδι ενός αστυνομικού. Ο
Μάριος Ζέρβας βρίσκεται αντιμέτωπος με τέσσερις κατηγορίες σε βαθμό
κακουργήματος βάσει «κουκουλονόμου»: κατασκευή και χρήση βόμβας μολότωφ,
βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, απόκρυψη χαρακτηριστικών και διατάραξη
κοινής ειρήνης. Ζητά προθεσμία για να απολογηθεί. Οδηγείται ξανά στα
κρατητήρια της ΓΑΔΑ μέχρι και τη Δευτέρα όπου και αποφασίζεται η
προφυλάκισή του στις φυλακές Κορυδαλλού, μια απόφαση η οποία βασίζεται
στη μαρτυρία ενός αστυνομικού, εξετάζει μόνο έναν μάρτυρα υπεράσπισης
και αγνοεί συνολικά 13 αυτόπτες μάρτυρες που την διαψεύδουν.
Οι φίλοι του ξεκινούν έναν απίστευτο αγώνα προκειμένου να αποδείξουν
μια σειρά από αυτονόητα με βάση –πέραν από τις μαρτυρίες αυτοπτών
μαρτύρων – το φωτογραφικό υλικό που καταφέρνουν να συλλέξουν. Μερικά
λοιπόν από αυτά τα αυτονόητα είναι ότι ένα παιδί με μια ράστα αφάνα, αν
ήθελε να καλύψει τα χαρακτηριστικά του θα ξεκινούσε από… την ίδια την
αφάνα. Τα μαλλιά του όμως είναι ακάλυπτα , από αυτά άλλωστε τον τράβηξε ο
αστυνομικός των ΜΑΤ. Έπειτα, όπως αποδεικνύει το φωτογραφικό υλικό,
ούτε το πρόσωπό του είναι καλυμμένο. Το ύφασμα που το έχει δώσει η
σύντροφός του το φοράει στον λαιμό. Ο δε σάκος του ψάχτηκε δύο και τρεις
φορές από διμοιρίες και βρέθηκαν μόνο τα αντικείμενα της δουλειάς του –
όχι βέβαια ότι δεν θα μπορούσαν να του είχαν χρεώσει έναν άλλο σάκο,
ουκ ολίγες φορές έχει καταγγελθεί η αλλαγή τσάντας από αστυνομικούς ενώ
στο διαδίκτυο υπάρχουν και βίντεο που το αποδεικνύουν.
Η υπόθεση του Μάριου Ζέρβα παίρνει δημοσιότητα. Στήνονται
μικροφωνικές σε γειτονιές και μοιράζονται κείμενα που εξηγούν τι του
συνέβη, οι μικροί του μαθητές μαζί με τους γονείς τους φτάνουν έξω από
τον Κορυδαλλό για να του φωνάξουν ότι δεν είναι μόνος, τον επισκέπτονται
ακόμα και βουλευτές.
Μετά από 43 ημέρες αποφυλακίζεται με περιοριστικούς όρους. Κάθε 1η και 16η
πρέπει να παρουσιάζεται στο αστυνομικό τμήμα, ενώ του απαγορεύεται και η
έξοδος από τη χώρα. Τον περασμένο Δεκέμβριο, δυόμιση χρόνια μετά την
αποφυλάκισή του, βρίσκεται ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Εκεί
αποφασίζεται ότι βάσει του κουκουλονόμου με τον οποίο παραπέμπεται, το
μέλλον του πρέπει να το κρίνει το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Το
Μεικτό Ορκωτό τον απαλλάσσει απλώς από την υποχρέωση της παρουσίας στην
αστυνομία δυο φορές το μήνα, αλλά του απαγορεύει την έξοδο από τη χώρα. Η
νέα δίκη του έχει οριστεί για αύριο, 13 Δεκεμβρίου 2013 (12 Νοεμβρίου 2014), τριάμισι χρόνια από την αποφυλάκισή του.
Κι αν ήμουν εγώ;
Με τον Μάριο Ζέρβα έχουμε ακριβώς την ίδια ηλικία. Εκείνη την περίοδο
εργαζόμουν σε μια μεγάλη εφημερίδα. Πρότεινα στον αρχισυντάκτη μου να
του κάνω μια συνέντευξη. Δέχτηκε. Σήμερα θα ήταν μάλλον αδιανόητο για τη
συγκεκριμένη εφημερίδα. Ίσως και τότε αλλά η υπόθεσή του είχε κάνει
ακόμα και βουλευτές του ΠΑΣΟΚ να στείλουν επιστολή ζητώντας την
αποφυλάκισή του.
Αναζητώντας τρόπο να επικοινωνήσω μαζί του, συνειδητοποιώ ότι έχουμε
κάμποσους κοινούς γνωστούς. Στενός του φίλος σήμερα είναι παλιός
συμμαθητής μου. Μιλάμε τηλεφωνικά μέσα από τον Κορυδαλλό. Στην αρχή μου
απευθύνεται στον πληθυντικό. Η εφημερίδα επιλέγει τον τίτλο «Εγώ είμαι ο
βομβιστής με το σαμπουάν», ειρωνευόμενη το κατηγορητήριο.
Λίγο καιρό μετά την αποφυλάκισή του, τον γνωρίζω πια και από κοντά.
Έκτοτε τον συναντάω συχνά, τις περισσότερες φορές τυχαία. Πότε με τη
σύντροφό του και τον σκύλο τους, πότε μόνο του με τον σκύλο, πότε με
τους φίλους του. Τον είδα πάλι και προχθές για να μιλήσουμε για την
υπόθεση.
Ακόμα μέχρι σήμερα όμως μου φαίνεται αδιανόητο αυτό που του έχει
συμβεί. Συχνά προσπαθώ να βάλω τον εαυτό μου στη θέση του. Πιστεύω
απόλυτα την αλήθεια του. Έχω δει μία προς μία τις φωτογραφίες. Ξέρω ότι
είναι αθώος. Ξέρω ότι θα μπορούσα να είμαι εγώ. Ίσως όχι τότε. Τότε θα
είχε χτυπήσει ένα τηλέφωνο από την εφημερίδα και θα είχα φύγει πολύ πριν
βραδιάσει. Σήμερα όμως θα μπορούσα να είμαι εγώ, ο κολλητός μου, ο
δικός μου σύντροφος ή ένας άλλος απλώς γνωστός του περιβάλλοντός μου.
Το ζήτημα είναι ότι στις αρχές –στην αστυνομία, στα δικαστήρια–
υποτίθεται ότι αναγνωρίζουμε εξουσία ώστε να μας προστατεύουν, εμάς, την
ελευθερία μας, τα δικαιώματά μας. Η ιδέα ότι είναι οι αρχές που στήνουν
τη σκευωρία δημιουργεί ένα αίσθημα τέτοιας απόλυτης ανασφάλειας που
καταντά ανυπόφορο. Και η υπόθεση του Μάριου Ζέρβα έχει δείξει ότι
απέναντι σε αυτή την ανασφάλεια, απέναντι στην πραγματική πιθανότητα να
πέσει κανείς θύμα σκευωρίας από τις αρχές της ελληνικής δημοκρατίας,
είμαστε όλοι απροστάτευτοι. Αν μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν σε έναν
δάσκαλο κολύμβησης που απλώς πέρασε δίπλα τους κάποια στιγμή, έτσι,
επειδή αυτό τους βόλεψε, αν μπορούν να τον συκοφαντήσουν και να του
στερήσουν χρόνια από τη ζωή του, επειδή απλώς έτσι αποφάσισαν, τότε
κανένας μας δεν είναι ασφαλής.
Ρώτησα τον Μάριο τι του έχει αφήσει όλη αυτή η ιστορία. Μου απάντησε
«επιβεβαίωση όσων άκουγα, διάβαζα, πίστευα». Για την αστυνομική βία
γνωρίζεις, ακόμα κι αν δεν έχεις βρεθεί ποτέ σου σε πορεία. Για τις
τακτικές εξευτελισμού και ενοχοποίησης σε βαθμό σκευωρίας, επίσης. Για
τους δικαστές που δικάζουν προθέσεις, το ίδιο.
Ο Μάριος ήθελε να αφήσει για το τέλος μια σκέψη που τον κράταγε όσο
ήταν στη φυλακή: «Είναι σημαντικό να θυμόμαστε τους ανθρώπους. Εμένα δεν
με ξέχασαν. Κι έτσι ήμουν ο “Μάριος Ζ”, αυτός για τον οποίο έρχονταν
έξω από τον Κορυδαλλό οι μαθητές με τους γονείς τους, που έστηναν οι
φίλοι του μικροφωνικές και μοίραζαν κείμενα. Η δική τους μνήμη με έκανε
τον σύντροφο, τον φίλο, τον γιο, τον αδελφό κάποιου. Αν δεν υπήρχαν
αυτοί θα ήμουν ένας αριθμός κρατουμένου, ένα ανενεργό ΑΦΜ, ένας
αχρησιμοποίητος ΑΜΚΑ.»
Όμορφη σκέψη. Αλλά δεν μπορώ να μείνω σε αυτήν. Γιατί δεν θα ξεχάσω
ότι πριν το ραντεβού μας είδα έναν άλλο γνωστό μου που μου θύμισε τη
δίκη του διαδηλωτή του ΕΕΚ που προσπάθησε να προστατεύσει τους
συντρόφους του από την έφοδο της νεοσύστατης τότε ομάδας ΔΕΛΤΑ, κατά τη
διάρκεια της πρώτης διαδήλωσης μνήμης του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Η
στιγμή της παρ’ ολίγο δολοφονικής επίθεσης αναμεταδόθηκε live από την
τηλεόραση. Το αποτέλεσμά της ήταν ο βαρύς τραυματισμός της Αγγελικής
Κουτσουμπού και αρκετών ακόμα. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η ίδια ήταν
θύμα «τροχαίου ατυχήματος»…
Η συστηματική και ολοένα εντεινόμενη αντιστροφή της πραγματικότητας, η
παρουσίαση δηλαδή του θύματος ως θύτη που συντελείται με αναγκαία
συνθήκη την ψευδορκία αστυνομικών, την ετυμηγορία δικαστών, υπό την
αδιαφορία –αν όχι την καθοδήγηση– της πολιτικής εξουσίας, είναι η
σύγχρονη πραγματικότητά μας. Γι’ αυτήν την πραγματικότητα θα μιλήσουμε
κάποια στιγμή;
Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου από unfollow
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου