Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Η ανεκτίμητη εναντίωση

Η αξία της εναντίωσης σε όλες τις κλιμακούμενες εκδοχές της είναι ανεκτίμητη. Από την απλή διαφωνία μέχρι την αδυσώπητη σύγκρουση. Παράγει σπινθήρες, κινητοποιεί τη σκέψη, ευνοεί τη διαπίδυση, οδηγεί σε γόνιμες υποχωρήσεις, υποχρεοί σε λειτουργικούς συμβιβασμούς. Ως και στην υπερβολή της η εναντίωση είναι χρήσιμη, ό,τι κι αν λένε οι σημαιοφόροι του καθωσπρεπισμού, που αρκούνται σε βολικές καταφυγές μιλώντας για λαϊκισμό και τα συναφή.

Αφορμή για τις εισαγωγικές σκέψεις αποτελεί η προβολή και αναπαραγωγή ενός στερεοτύπου...
που διεκδικεί δάφνες, καταδικάζοντας τον ριζοσπαστισμό της εναντίωσης ως χαρακτηριστικό παλαιικής νοοτροπίας και μηδενιστικής αντίληψης. Θεωρώντας εξίσου βλαπτική την έξαρση του θυμικού, οι φορείς της λογικής αυτής επιστρατεύουν ως δραστικό αντίδοτο τους χαμηλούς τόνους, τη νηφαλιότητα κα το ευπρεπές του διαλόγου.

Η πρώτη παρατήρηση, σχετική με την εν λόγω συμπεριφορά, αφορά σε μια ολέθρια συνέπεια. Οταν ξορκίζεις το θυμικό, ειδικά σε περιόδους οριακές όπως η σημερινή, επιδιώκεις ή ασυνείδητα ευνοείς τη φίμωση του συναισθήματος. Είναι σα να απαγορεύεις την αναπνοή του ανθρώπου. Του στερείς τη δυνατότητα της εκτόνωσης, της απελπισμένης κραυγής, της οργής που έμενε στα μύχια ανεπίδοτη και δημιουργούσε ένα παραλυτικό σκηνικό.

Η δεύτερη παρατήρηση εντοπίζει την υποκρισία και το παρενδυματικόν ως δομικά στοιχεία της λογικής που εξετάζεται εδώ. Συχνά η εκφραστική ηπιότης και το μειλίχιον του λόγου κρύβουν δυναμίτες δογματισμού και ύβρεων, σαρωτικούς αφορισμούς και αφόρητο διδακτισμό, στοιχεία κρυμμένα σε μεταξωτές φράσεις και χαμηλούς τόνους. Κλασικό παράδειγμα ο λόγος του Νίκου Δήμου. Σύμφυτος με την «κοινή λογική» -και τελών εν δικαίω σε κάποια πεδία- υψώνεται παραδειγματικός και υμνείται αναλόγως διότι διατυπώνεται νηφάλιος και ανεκτικός. Μια προσεκτική ματιά που θα συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία του δημόσιου αυτού λόγου και δεν θα σταθεί στο τυπικώς εκφράζεσθαι, θα διαπιστώσει ότι θάλλουν οι απλουστεύσεις (π.χ. για το «Μακεδονικό»), οι αβαθείς αντιστόρητες προσεγγίσεις και οι ευθείες προκλήσεις. Τι άλλο σημαίνουν οι αναφορές στο «δήθεν άγιον φως» και στη διάκριση θρησκείας-Εκκλησίας, παρά παχυλή άγνοια και βάναυση παράκαμψη του στοιχειώδους, όπως ορίζεται από το απολύτως συμβατόν της τελετουργίας με τη θρησκεία, γεγονός που δεν αφορά μονάχα τη χριστιανική θρησκεία αλλά όλα τα δόγματα;

Η τρίτη παρατήρηση αφορά στην καλλιέργεια ηττοπάθειας και υποταγής. Σα να λειτουργούν ως ιερείς ενός θρησκευτικού κέντρου οι θιασώτες τής εν λόγω λογικής κηρύττουν την αυτοπροστατευτική σύνεση έναντι των ισχυρών, την επιβιωτική συμμόρφωση και την αποφυγή «ακραίων εκδηλώσεων», ώστε να αποφευχθούν οι «βλαπτικές συνέπειες» της παρέκκλισης... Οταν ήρθε πρώτη φορά η Μέρκελ στην Αθήνα, η χορωδία του καθεστωτικού καθωσπρεπισμού -με πρωτοψάλτη τον κ. Μπίστη- αποδύθηκε σε μια επιχείρηση σεβασμού προς την υψηλή ξένη, αφορίζοντας τις κραυγές, τους χαρακτηρισμούς και τα συνθήματα. Η απάντηση ήρθε από την ίδια τη Μέρκελ. Οχι μόνο δεν καταδίκασε τις υψηλότονες διαδηλώσεις, ώς και εκείνες που τη χαρακτήριζαν Χίτλερ, αλλά τις χαρακτήρισε φυσιολογικές και αναπόφευκτες. Εννοείται ότι παρέλκουν περαιτέρω σχόλια επ' αυτού.

Τέταρτη και τελευταία παρατήρηση: Η ανεκτίμητη αξία της εναντίωσης φάνηκε στις αντιδράσεις για το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης. Από τον Ντάισελμπλουμ και τον ημέτερο Δασκαλόπουλο του ΣΕΒ, μέχρι τους ψιμυθιωμένους του ευρωπαϊκού κατεστημένου (Ολάντ, Γιόσκα Φίσερ κ.λπ.), όλοι αναγνώρισαν το ηχηρό μήνυμα της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Την κραυγή εναντίον της λιτότητας, την οργή εναντίον της Γερμανίας και την κατάδηλη αμφισβήτηση της σημερινής Ευρώπης. Αναπόφευκτο το ερώτημα: Αν είχε κυριαρχήσει η «σύνεση» της αποδοχής τετελεσμένων, αν δεν υπήρχαν αγανακτισμένοι και οργισμένοι άνθρωποι, αν δεν μιλούσε θυμωμένος ο λαός -ναι, με υπερβολές και συχνά με ευκολίες-, ποια θα ήταν η σημερινή εικόνα;

Οχι, δεν χρειάζεται απάντηση. Είναι τόσο προφανής. Οσο και η αξία της διαφωνίας, που συνθέτει. Της αντίθεσης, που ευνοεί τον επανέλεγχο. Της εναντίωσης, που αναχαιτίζει την αυθαιρεσία. Της σύγκρουσης, που αποτελεί έκπαλαι το καύσιμο των εξελίξεων.

Του Γιάννη Τριάντη  από enet, μέσω inprecor