Στο τέλος Μαρτίου, ήρθε ξανά στην επικαιρότητα το ζήτημα της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων από τον κρατικό προϋπολογισμό, με τον φιλοκυβερνητικό Τύπο να επαινεί τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και τους συνεταίρους του για τα σχέδιά τους να μειώσουν την οικονομική ενίσχυση που λαμβάνουν τα κόμματα ως και κατά 50% – σχέδια που αποσκοπουν, υποτίθεται, στην εναρμόνιση των οικονομικών των κομμάτων με τον κανόνα μιας χώρας που υποφέρει από τις περικοπές μισθών και συντάξεων και εντέλει στην υπεράσπιση...
του κύρους του πολιτικού συστήματος.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ότι οι σχεδιασμοί αυτοί έχουν δύο στόχους, έναν δημαγωγικό κι έναν εκλογικό: Ο δημαγωγικός είναι το χάιδεμα της γενικευμένης λαϊκής απαξίωσης προς τα κόμματα, μια στάση που την ίδια στιγμή που καταδικάζει τις μούντζες στη Βουλή, τις αναγορεύει σε ρυθμιστή των οικονομικών σχέσεων των κομμάτων με το κράτος. Ο εκλογικός είναι η προσπάθεια ανακοπής της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο – στο κάτω κάτω, η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης καμία ζημιά δεν θα κάνει στην υπερχρεωμένη Νέα Δημοκρατία ούτε φυσικά στο ετοιμοθάνατο και χρεοκοπημένο ΠΑΣΟΚ.
Ακόμη κι έτσι όμως, αυτό που είναι απίστευτο δεν είναι τόσο το γεγονός ότι ανακινείται το ζήτημα αυτό από τις πολιτικές δυνάμεις που είναι υπεύθυνες για την οικοδόμηση όλου του αμαρτωλού πλαισίου σχέσεων των κομμάτων με το κράτος, όσο το θράσος με το οποίο τα πιο καίρια ερωτήματα γύρω από τη χρηματοδότηση των κομμάτων μένουν ανέγγιχτα. Λόγου χάρη:
Πρώτον, γιατί αποτελεί καλή ιδέα να μειωθεί η κρατική ενίσχυση αλλά να ενισχυθεί η ιδιωτική χρηματοδότηση (ως τις 50.000 ευρώ ανά δωρεά, λένε) σε μια χώρα όπου η διαπλοκή των κομμάτων με τα ιδιωτικά μονοπώλια σε κάθε κλάδο της οικονομίας αποτελεί τη μεγαλύτερη μάστιγα της οικονομικοπολιτικής ζωής; Δεν είναι αυτός ένας τρόπος να διασωθούν τα πρώην μεγάλα κόμματα, των οποίων αφενός η μειωμένη εκλογική επιρροή οδηγεί ντε φάκτο σε μείωση της κρατικής ενίσχυσης, αφετέρου διατηρούν ακέραιες τις σχέσεις τους με το επιχειρηματικό σύστημα που εξυπηρετούν τόσα χρόνια – και ταυτόχρονα να εμποδιστούν ανερχόμενα κόμματα, τα οποία αφενός θα εδικαιούντο μεγαλύτερη ενίσχυση, αφετέρου δεν έχουν την ίδια διείσδυση σε ιδιωτικά συμφέροντα, ακόμη και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι ως χθες ήταν ασήμαντα;
Δεύτερον, τι θα γίνει με τα δάνεια της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, τα οποία αγγίζουν τα 270 εκατομμύρια και ελήφθησαν δίχως επαρκείς εγγυήσεις; Πώς μπορούμε να κάνουμε μια συζήτηση για τη μείωση των κομματικών ενισχύσεων δίχως αυτή την παράμετρο, τη στιγμή μάλιστα που τα κόμματα αυτά στο παρελθόν έχουν νομοθετήσει για το ακατάσχετο των ενισχύσεών τους, ακριβώς για να μην υποχρεωθούν να τις καταβάλουν στις τράπεζες που τα δάνεισαν, τις οποίες είτε τις ανακεφαλαιοποιούν με χρήματα των ελλήνων πολιτών είτε τις χαρίζουν -τα «υγιή» κομμάτια τους- σε ιδιώτες τραπεζίτες υποστηρικτές τους, όπως την Αγροτική στην Πειραιώς; (Ενώ τώρα, βέβαια, που οι ενισχύσεις μπορούν πάλι να κατασχεθούν, ουδόλως ενδιαφέρει τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αν θα μειωθούν, διότι δεν πρόκειται έτσι κι αλλιώς να εισπράξουν ούτε σεντ.)
Προς τιμήν του, ο μόνος πολιτικός που έχει σηκώσει όσο μεγάλη φασαρία επιτρέπουν οι δυνάμεις του γι” αυτό το θέμα είναι ο πρόεδρος της Δράσης Θόδωρος Σκυλακάκης, σε ερώτηση του οποίου μάλιστα ο Επίτροπος της EE Χοακίν Αλμούνια είχε απαντήσει επιβεβαιώνοντας ότι τα δάνεια ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν εξυπηρετούνται από τον Ιανουάριο του 2013. Για κάποιον μη προδήλως εξηγήσιμο λόγο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σηκώσει την ανάλογη φασαρία, μολονότι ο ίδιος δεν έχει τέτοιο πρόβλημα δανεισμού και έχει τα περισσότερα να χάσει από την επιχειρούμένη λαθροχειρία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Τόσο πολύ φοβάται το κλίμα που θέλει όλους τους πολιτικούς «λαμόγια», ώστε να διστάζει να μιλήσει για «λεφτά» μήπως τον πουν φιλοχρήματο;
Τρίτον, με ποιον τρόπο θα κάνουμε συζήτηση επί του όποιου «κύρους» του πολιτικού συστήματος σε σχέση με τις κρατικές χρηματοδοτήσεις, όταν τα ίδια αυτά κόμματα χρησιμοποιούν τη νομοθετική εξουσία για να προστατέψουν από τις συνέπειες του νόμου τους τραπεζίτες που τα τροφοδότησαν με υπέρογκα δάνεια;
Με άλλα λόγια, τη στιγμή που οι βουλευτές των συγκυβερνώντων κομμάτων ψήφισαν τροπολογία πριν από έναν χρόνο, με την οποία απαλλάσσονται από ενδεχόμενη δίωξη για απιστία τα μέλη των διοικήσεων των τραπεζών που έδωσαν στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ δάνεια εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ ευρώ χωρίς τις νόμιμες εγγυήσεις, τι σημαίνει αυτή η όψιμη σπουδή να μη λαμβάνουν τα κόμματα κρατικά χρήματα επειδή η κοινωνία υποφέρει από τις περικοπές; Και μάλιστα τη στιγμή που που ετοιμάζεται νέα ανακεφαλαιοποίηση αλλά και επιστροφή των τραπεζών από το ΤΧΣ σε ιδιωτικά χέρια με ισχνό τίμημα;
Η συγκυβέρνηση επιτρέπει τις κατασχέσεις σπιτιών και στέλνει κόσμο στη φυλακή για μερικές χιλιάδες ευρώ, ενώ τα κόμματα που την αποτελούν χρωστάνε εκατοντάδες εκατομμύρια, έχουν αμνηστεύσει εαυτούς και συνενόχους, και συνεχίζουν κανονικά τη δουλίτσα τους. Και τη στιγμή που συμβαίνουν όλα αυτά, έρχονται και διδάσκουν και τι πρέπει να γίνει για να προστατευτεί το κύρος του πολιτικού συστήματος.
Μπορεί και να είναι έτσι, μπορεί μια ανεξάρτητη, νηφάλια συζή:ηση να καταλήξει ότι ο θεσμός της κρατικής χρηματοδότησης είναι ξεπερασμένος και πρέπει να τροποποιηθεί, δίνοντας λόγου χάρη βάρος στην κοινωνική διάσταση των κομμάτων, δηλαδή στα μέλη τους. Αλλά σίγουρα η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να γίνει από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, που έστυψαν κάθε ευρώ από σύστημα και μετά έρχονται να πουλήσουν ηθική.
Πηγή: Του Αυγουστίνου Ζενάκου – «Unfollow»
Από ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου