Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Προαναγγελία νέου πάρτι συναλλαγής από τον Κ.Μητσοτάκη.

Για «ουσιαστική αξιολόγηση χωρίς μοριοδότηση» μίλησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε χθεσινή συνέντευξή του στην «Καθημερινή». Με άλλα λόγια, προανήγγειλε νέο πάρτι αναξιοκρατίας, ρουσφετιού και συναλλαγής. Αλλά όπως πάντα, οι συγκεκριμένοι πολιτικοί έχουν τον τρόπο να το ανακοινώνουν μιλώντας υποτίθεται για το αντίθετο.

Τέταρτης γενιάς πολιτικός ο Κυριάκος Μητσοτάκης, γιος πρωθυπουργού, εγγονός βουλευτή και δισέγγονος αρχηγού κόμματος, προέρχεται από μία οικογένεια που ζει από το ελληνικό κράτος, σχεδόν από...
συστάσεώς του. Επί δεκαετίες μάλιστα, λειτούργησαν με βάση την κλασική νεοελληνική μικροκομματική συνταγή του ρουσφετιού και της συναλλαγής. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι χιλιάδες που προσλήφθηκαν στη ΔΕΗ πριν τις εκλογές του 1993 από την κυβέρνηση του πατέρα του. Τα παλιά στελέχη της ΔΕΗ έχουν να διηγούνται από τότε για την «εισβολή χιλιάδων ρουσφετιών», για τα οποία δεν υπήρχαν ούτε καρέκλες για να τους βάλουν, έστω να κάθονται γιατί για δουλειά δεν υπήρχε λόγος.

Η νέα γενιά Μητσοτάκη σήμερα εμφανίζεται με το «μεταρρυθμιστικό» προσωπείο που προτάσσει η συγκεκριμένη εποχή, αλλά τίποτα μέχρι τώρα στην πράξη δεν έχει δείξει ότι είναι διαφορετική. Ο Κυρ.Μητσοτάκης, μάλιστα, έρχεται τώρα να καταργήσει και τη μοριοδότηση, η οποία με τις όποιες αδυναμίες της, αποτελούσε τουλάχιστον φραγμό στη συναλλαγή και τα ρουσφέτια.

Στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης μιλάει για « κατάργηση των «μορίων» και έμφαση στα «δυναμικά» χαρακτηριστικά των υποψηφίων έναντι των τυπικών προσόντων, αλλά και καθιέρωση της συνέντευξης ως βασικού εργαλείου επιλογής, που περιλαμβάνει το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου» το οποίο θα έχει «ως βασικό γνώμονα «την αξιοσύνη και το ταλέντο» που θα κρίνουν κάποιοι με υποκειμενικά κριτήρια, για τα οποία δεν υπάρχει καμία διασφάλιση ότι δεν θα υποτάσσονται σε κομματικές σκοπιμότητες.

Θα υπάρξουν δηλαδή, όπως ανακοίνωσε, γραπτές εξετάσεις και «κρίση της αξιοσύνης» μέσω συνέντευξης, κάτι που θα μπορούσε άνετα να μεταφραστεί –σύμφωνα με την έως τώρα εμπειρία – ως δουλειά στα φροντιστήρια για τις τυπικές εξετάσεις και φωτιά στα τηλέφωνα των βουλευτικών γραφείων για τις ουσιαστικές συνεντεύξεις. Κλασική Ν.Δ δηλαδή και κλασική οικογένεια Μητσοτάκη.

Λέει ο υπουργός :«…Καταργούμε τη στείρα μοριοδότηση των «στατικών» χαρακτηριστικών των υπαλλήλων (πτυχία, πιστοποιητικά κ.λπ.) και ενεργοποιούνται γραπτές εξετάσεις και δομημένες συνεντεύξεις για να εντοπίσουμε τα δυναμικά εκείνα χαρακτηριστικά και τις ειδικές δεξιότητες που πρέπει να έχει ένας μάνατζερ για κάθε συγκεκριμένη θέση ευθύνης».

Δικαιολογεί δε, την απόφασή του λέγοντας: «…. Στην Ελλάδα μάς χαρακτηρίζει συλλογικά μια «πτυχιολαγνεία». Αλλά αν ψάχνεις για «πρώτο βιολί» και μπορείς να το επιλέξεις ακούγοντάς το να παίζει, δεν εστιάζεις σε μόρια, σε βαθμούς σε πτυχία ή σεμινάρια που ενδεχομένως παρακολούθησε ο βιολονίστας! Ψάχνουμε τα «πρώτα βιολιά» στη διοίκηση και είμαστε βέβαιοι ότι υπάρχουν».

Κι ενώ έχει πει ότι η αξιολόγηση θα γίνεται αμερόληπτα από το ΑΣΕΠ, στη συνέχεια ξεφουρνίζει ότι θα γίνεται και από …ιδιώτες, και με τον αντίστοιχο ξύλινο λόγο επιχειρεί να το δικαιολογήσει, χωρίς να παρέχει καμία αξιόπιστη εγγύηση:

«Πράγματι, πέραν των εκπροσώπων του ΑΣΕΠ και του δημοσίου τομέα θα συμμετέχουν και επιλεγμένα στελέχη του ιδιωτικού τομέα ως αξιολογητές. Τα στελέχη αυτά θα προτείνονται από το ΑΣΕΠ και θα έχουν πιστοποιηθεί σχετικά. Αυτή η καινοτομία, πέραν της περαιτέρω διασφάλισης της διαφάνειας, έχει σχεδιαστεί για να μεταφέρεται τεχνογνωσία στη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού από τον ιδιωτικό τομέα στο κράτος. Αυτή τη χρονική στιγμή στην εξέλιξη της Δημόσιας Διοίκησης δεν ανοίγουμε τις θέσεις ευθύνης στον ιδιωτικό τομέα. Σε λίγα χρόνια όμως πιστεύω ότι θα είναι θεμιτό και εφικτό να προσελκύσουμε προϊστάμενους και από τον ιδιωτικό τομέα ειδικά για θέσεις ευθύνης που απαιτούν εξειδικευμένη εμπειρία».

Τέλος πέρα από όλα αυτά, παραδέχεται ότι το νέο σύστημα (που θα έχει και ιδιώτες) θα είναι πιο ακριβό, πιο πολύπλοκο και πιο χρονοβόρο, με τη δικαιολογία ότι δεν είναι ακριβότερο από ότι σε άλλες χώρες (έτσι γενικά και αόριστα, χωρίς στοιχεία).