Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Θα πάμε περίπου 50 χρόνια πίσω στα μέσα της δεκαετίας του ’60, σ΄ένα μικρό χωριό της Θεσσαλίας.
Η οικογένεια που ζούσε στο φτωχικό πλινθόκτιστο σπίτι ήταν χαρούμενη καθώς πριν από λίγες μέρες γεννήθηκε ένα κοριτσάκι.
Όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Μόνο ο παππούς είχε κάτι το σκοτεινό στο βλέμμα του. Κάτι τον απασχολούσε αλλά προσπαθούσε να το κρύψει από τους υπόλοιπους. Δεν ήθελε να τους χαλάσει τη διάθεση γι΄αυτό και προσπαθούσε να λείπει από το σπίτι. Πότε πήγαινε στο καφενείο και πότε προφασιζόταν...
Θα πάμε περίπου 50 χρόνια πίσω στα μέσα της δεκαετίας του ’60, σ΄ένα μικρό χωριό της Θεσσαλίας.
Η οικογένεια που ζούσε στο φτωχικό πλινθόκτιστο σπίτι ήταν χαρούμενη καθώς πριν από λίγες μέρες γεννήθηκε ένα κοριτσάκι.
Όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Μόνο ο παππούς είχε κάτι το σκοτεινό στο βλέμμα του. Κάτι τον απασχολούσε αλλά προσπαθούσε να το κρύψει από τους υπόλοιπους. Δεν ήθελε να τους χαλάσει τη διάθεση γι΄αυτό και προσπαθούσε να λείπει από το σπίτι. Πότε πήγαινε στο καφενείο και πότε προφασιζόταν...
δουλειές στα χωράφια και στα ζώα. Η οικογένεια είχε ένα άλογο και μία αγελάδα.
Οι μέρες περνούσαν και το μωρό έδειχνε ανήσυχο. Έκλαιγε συνεχώς και η διατροφή του ήταν λειψή. Μάταια προσπαθούσε η μάνα του να το θηλάσει. Πότε του τραγουδούσε, πότε το χάιδευε και κάποιες φορές την έπιαναν τα κλάματα και τα δάκρυά της μούσκευαν τα μικρά μαγουλάκια του μωρού. Εκείνο όμως, δεν έλεγε να φάει. Με το ζόρι κατάπινε δυο τρεις γουλιές και μετά το έπαιρνε ο ύπνος. Σε λίγη ώρα ξυπνούσε κλαίγοντας δυνατά χωρίς σταματημό.
Οι γονείς του άρχισαν να ανησυχούν και αποφάσισαν πως πρέπει να πάνε τη μικρή στο γιατρό. Που να βρίσκονταν όμως τα λεφτά για να πληρωθεί ο γιατρός; Κι αν τους έλεγε πως έπρεπε να αγοράσουν φάρμακα ή να νοσηλευτεί σε κάποια κλινική;
Η γιαγιά σηκώθηκε από τη γωνία του κρεβατιού δίπλα στην ξυλόσομπα, πήγε στο μπαούλο, ανασήκωσε μία φλοκάτη και έβγαλε ένα κομποδεμένο μαντήλι.
Έλυσε τον κόμπο κι έβγαλε τη μία και μοναδική λύρα που είχε μέσα και την έδωσε στους γονείς της μικρής. Την κρατούσε φυλαγμένη για να «ασημώσει» τη μικρή στα βαφτίσια της. Θα έπαιρνε το όνομα της …
Ο γιατρός που εξέτασε το μωρό, διαπίστωσε σοβαρό πρόβλημα στην καρδούλα του που εμπόδιζε την σωστή κυκλοφορία του αίματος και τη φυσιολογική του ανάπτυξη.
«Θα σας γράψω να αγοράσετε κάτι φάρμακα. Είναι, λίγο ακριβά όμως».
«Θα γίνει καλά γιατρέ;» ρώτησε με μισοσβησμένη φωνή η μάνα.
«Τι να σας πω; Δεν ξέρω. Είναι πολύ δύσκολη η περίπτωσή της και πολύ σπάνια».
Είχαν περάσει σχεδόν έξι μήνες χωρίς το μωρό να εμφανίζει σημάδια βελτίωσης.
Η γιαγιά, κάθε μέρα πήγαινε στην εκκλησία και παρακαλούσε την Παναγία να κάνει το θαύμα της. Την έβλεπε ο παππούς και τη μάλωνε. Εκείνος, προτιμούσε να πηγαίνει μόνος του στα χωράφια και να σκέφτεται πώς θα τα φέρει βόλτα με τα έξοδα της μικρής, καθώς ο γιος του δουλειά σταθερή δεν είχε και τα μεροκάματα ήταν δυσεύρετα.
Μια μέρα το αποφάσισε και πήγε στον γείτονα. Είχε εκείνος τον τρόπο του και ο παππούς πίστευε πως αν του εξηγούσε πώς έχει η κατάσταση, κάτι θα έκανε για να τον βοηθήσει.
Το και το, του είπε.
«Μπορείς να μου δανείσεις πέντε λύρες και θα στις ξεχρεώσω σιγά-σιγά».
«Και που θα τα βρεις για να με ξεχρεώσεις; Μεροκάματο δεν έχεις, η περιουσία σου είναι μικρή; Πώς θα είμαι σίγουρος ότι θα τα πάρω πίσω;»
«Τόσα χρόνια γείτονες! Αφού ξέρεις ότι ο λόγος μου είναι συμβόλαιο».
«Γιατί δε μου δίνεις την αγελάδα που έχεις; Σαν μου επιστρέψεις τα χρήματα, την ξαναπαίρνεις πίσω. Τι αξία έχει η αγελάδα μπροστά στην υγεία της εγγονής σου;»
«Έχω κι άλλα εγγόνια, κι άλλα στόματα να θρέψω. Που θα βρίσκω το γάλα που χρειάζονται;»
«Γι’ αυτό σκας; Θα σου πουλάω εγώ στη μισή τιμή».
Νευρίασε ο παππούς. Λίγο ακόμη και θα τον έπιανε από το λαιμό αλλά στο τέλος συγκρατήθηκε.
«Εντάξει», του είπε. «Έλα αύριο να την πάρεις. Θα έχω αφήσει το στάβλο ανοιχτό. Θα την πάρεις και θα φύγεις χωρίς να μιλήσεις σε κανέναν. Μόνο να είναι μεσημέρι που θα λείπω στο χωράφι».
Πήρε τις πέντε λίρες κι έφυγε σέρνοντας βαριά τα πόδια του μες στο σούρουπο και πήγε κατευθείαν στο σπίτι του παπά.
«Μεθαύριο παπά μου θέλω να μου βαφτίσεις τη μικρή. Δεν θα είμαστε πολλοί. Εμείς της οικογένειας και ο νονός».
Από κει, έφυγε και πήγε στο σπίτι του νονού και με λίγες κουβέντες του είπε για τα βαφτίσια.
«Δεν χρειάζονται δώρα και ασημώματα. Μόνο να μην φύγει αβάφτιστο. Μόνο αυτό θέλω και τίποτε άλλο».
Δεν ήταν βαφτίσια εκείνα, δεν ήταν χαρά. Εύχονταν στη μικρή «να ζήσει» και τους έπιαναν τα κλάματα.
Σε λίγους μήνες, η καρδούλα της μικρής δεν άντεξε. Ένα ακόμη αστέρι προστέθηκε, κατά πως λένε, στον βραδινό ουρανό.
Τα επόμενα χρόνια πέρασαν δύσκολα για την οικογένεια της μικρής βαμμένα στο γκρίζο της έλλειψης αλληλεγγύης και ανθρωπιάς.
Αλληλεγγύης χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς κρυφές επιδιώξεις, χωρίς συμφέροντα και χωρίς ιδιοτέλεια.
Όπως συμβαίνει και στις μέρες μας με τους κατ΄επάγγελμα «φιλεύσπλαχνους» και «αλληλέγγυους» που διαφημίζουν όπου βρεθούν κι όπου σταθούν το φιλανθρωπικό τους έργο.
«Ιδρύματα» που μοιράζουν συσσίτια, που εξοπλίζουν βιβλιοθήκες και σχολεία, ξοδεύοντας ψίχουλα για να απενοχοποιήσουν τα εκατομμύρια που βγάζουν από την εξαθλίωση και τη φτωχοποίηση όλων αυτών που ευεργετούν.
Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι που προσφέρουν στον διπλανό τους χωρίς ποτέ να τους δούμε στην τηλεόραση γιατί απλά οι ίδιοι δεν θέλουν κάτι τέτοιο.
Γιατροί που εξετάζουν δωρεάν, άπορους και συνταξιούχους, φαρμακοποιοί που παρέχουν δωρεάν φάρμακα, εκπαιδευτικοί που κάνουν δωρεάν μαθήματα, δικηγόροι που βοηθάνε αφιλοκερδώς ανθρώπους που κινδυνεύουν να χάσουν ότι τους έχει απομείνει και πολλοί άλλοι που προσφέρουν τις γνώσεις τους και τις υπηρεσίες τους σε ένδειξη αλληλεγγύης.
Όλοι αυτοί ξέρουν πολύ καλά πως η ανιδιοτελής προσφορά σε ανθρώπους που υποφέρουν στις μέρες που περνάμε τους διαχωρίζει από τα αγρίμια που περιμένουν να επωφεληθούν από την ανάγκη του άλλου.
Όλοι αυτοί που, παράλληλα, αντιστέκονται όπως μπορούν στη συνεχιζόμενη επίθεση που δέχεται η πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της χώρας.
Οι υπόλοιποι, τα αγρίμια, δεν χάνουν ευκαιρία να διαφημίσουν το πόσο πονόψυχοι είναι όταν προσφέρουν δουλειά στον άνεργο για ένα κομμάτι ψωμί ή όταν δωρίζουν χρηματικά ποσά για την ανακούφιση των οικονομικά αδύνατων είτε στην εκκλησία, είτε σε κάποια ΜΚΟ είτε απευθείας σε συνεννόηση με το επίσημο κράτος.
Αλήθεια, που βρίσκεται το πρώην αφεντικό της PROTON και μέγας ευεργέτης της εκκλησίας; Μνημόσυνο με κλεμμένα κόλλυβα.
Ο πραγματικά αλληλέγγυος δίνει από το υστέρημά του και όχι από τα κλεμμένα και το κάνει αθόρυβα, δεν το διαφημίζει.
Είναι άνθρωπος, δεν είναι αγρίμι!
Από kyrgiakischristos μέσω resaltomag
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου