Η διαφορετική ιστορία ενός αφγανού πρόσφυγα, εκ των διασωθέντων της τραγωδίας του Φαρμακονησίου, το χρονικό του δράματος και το μυστήριο των καταθέσεων. Κατάθεση ψυχής από τον Eshanolla Safi (φωτό), στο koutipandoras.gr
Κυριακή 26 Ιανουαρίου. Οι διασωθέντες μετανάστες του Φαρμακονησίου είναι συγκεντρωμένοι στα γραφεία της αφγανικής κοινότητας, λίγα μέτρα από το ξενοδοχείο στο οποίο διαμένουν, στο κέντρο της Αθήνας. Μαζί τους δεκάδες εκπρόσωποι διεθνών...
οργανώσεων, οι οποίοι συγκεντρώνουν τα στοιχεία, στην προσπάθειά τους να συμβάλλουν στη διαλεύκανση της τραγωδίας. Καθισμένοι σ’ ένα οβάλ τραπέζι, αμίλητοι, με μια κούπα καφέ στο χέρι γνέφουν κατά την είσοδό μας. Στο βάθος ένας μεσήλικας, Νορβηγός στην καταγωγή, συνομιλεί με τον 39χρονο Eshanolla Safi και σημειώνει σε μια κόλα χαρτί όσα εκείνος του διηγείται. Ο Safi είναι ένας από τους διασωθέντες του Φαρμακονησίου, η ιστορία του όμως διαφέρει από των υπολοίπων. Όχι γιατί είναι περισσότερο δραματική, αλλά επειδή για δεύτερη φορά πέφτει θύμα της Ευρώπης και της πολιτικής της.
Ο Safi έφυγε από το Αφγανιστάν πριν από έξι χρόνια ως πρόσφυγας κι έφτασε μέχρι τη Νορβηγία, όπου κατέθεσε αίτηση ασύλου. Όπως λέει, κατά την παραμονή του εκεί, έλαβε άδεια εργασίας και προσέφερε στο νορβηγικό κράτος, καταβάλλοντας τους φόρους του. Στα τέλη του 2012 όμως, μετά από σχεδόν έξι χρόνια παραμονής του στη σκανδιναβική χώρα, ενημερώθηκε ότι θα πρέπει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ο Safi απελάθηκε από τον παράδεισο στην κόλαση. Η επιστροφή του στο Αφγανιστάν, σήμαινε βεβαιωμένα, τη θανατική καταδίκη εκείνου και της οικογένειάς του. Η σύζυγός του, καθηγήτρια στο επάγγελμα, ήταν ήδη στιγματισμένη από τους Ταλιμπάν, ενώ ο ίδιος, γνωστός πια για την απόπειρά του να ξεφύγει από τη βία του Αφγανιστάν, για ένα καλύτερο αύριο στη φιλόξενη Δύση, ήταν επίσης επικηρυγμένος. Ο Safi, στο διάστημα του περίπου ενός χρόνου που παρέμεινε στην πατρίδα του, σχεδίαζε τη φυγή του και την επιστροφή στην Ευρώπη. Αυτή τη φορά μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του. Τη σύζυγό του και τα τέσσερα παιδιά του. Όμως το ταξίδι τους, έμελε στα σταματήσει στα ελληνοτουρκικά σύνορα.
«Θα σωζόμασταν αν δεν μας εντόπιζαν»
Ο αφγανός πρόσφυγας, η οικογένειά του, μαζί με μια ομάδα συμπατριωτών τους και μια οικογένεια Σύρων, ξεκίνησαν από τα παράλια της Τουρκίας το βράδυ της περασμένης Δευτέρας. «Περίπου στις 10:00-11:00 το βράδυ ξεκινήσαμε» θυμάται ο Safi. «Μετά από περίπου δύο ώρες, είχαμε σχεδόν φθάσει. Απείχαμε περίπου 100 μέτρα από τη στεριά, όταν η μηχανή της βάρκας μας σταμάτησε, επειδή ζεστάθηκε. Αποφασίσαμε να βουτήξουμε στη θάλασσα, να κάνουμε αλυσίδα και χέρι με χέρι, να βγάλουμε τα παιδιά στην ξηρά. Τότε μας εντόπισε το λιμενικό. Πυροβόλησαν στον αέρα και μας φώναξαν να καθίσουμε κάτω. Δύο από τους άνδρες του λιμενικού πήδηξαν στη βάρκα μας. Κάποιος από το σκάφος τους πέταξε σχοινί κι εκείνοι το έδεσαν στην πλώρη, για να μας τραβήξουν. Το σκάφος του λιμενικού άρχισε να επιταχύνει, κάνοντας μάλιστα ελιγμούς. Ξαφνικά το σίδερο στο οποίο ήταν δεμένο το σχοινί έσπασε και μαζί μ’ αυτό αποκολλήθηκαν ξύλα από την πλώρη ης βάρκας. Άρχισαν να μπαίνουν νερά. Οι λιμενικοί που βρίσκονταν ακόμη στη βάρκα μας, φώναζαν στους δικούς τους να σταματήσουν».
Ο Safi δεν μπορούσε να καταλάβει τι λένε, ήταν όμως βέβαιος ότι φώναζαν για να σταματήσει το σκάφος. Θυμάται τους λιμενικούς να φωνάζουν «μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα» προς τους συναδέλφους τους στο σκάφος. Εν τέλει το ταχύπλοο του λιμενικού σταμάτησε. «Οι δύο λιμενικοί» εξηγεί ο Safi «επέστρεψαν στο δικό τους σκάφος. Μας πέταξαν ένα δεύτερο σχοινί και ζήτησαν από τον Χάιμπαρ, τον Σύρο, ο οποίος οδηγούσε το σκάφος και γνώριζε αγγλικά, να το δέσει σε άλλο σημείο, όπως κι έκανε. Νομίζαμε ότι θα μας βγάλουν, όμως αντί γι’ αυτό επιτάχυναν. Το νερό στη βάρκα μας έφθανε μέχρι τη μέση. Φωνάζαμε απεγνωσμένα ‘please help me’ (παρακαλώ βοηθήστε μας) και μας απαντούσαν ‘fuck you’!».
«Έτσι μας έπνιξαν»
Οι λιμενικοί ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν κράτη. Το σκάφος τους ακινητοποιήθηκε εκ νέου, όμως εκείνοι, όπως λέει ο Safi, αντί να τους περισυλλέξουν, έκοψαν το σχοινί. «Ήθελαν να φύγουν. Θα μας άφηναν να πνιγούμε, αν η μηχανή του σκάφους τους δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα». Όπως εξηγεί ο πρόσφυγας, από τους ελιγμούς, είχαν πέσει στο νερό διάφορα από τα πράγματά τους, κάποιο από τα οποία προφανώς μπλέχτηκε στις προπέλες του πλωτού περιπολικού, με αποτέλεσμα να τις μπλοκάρει. «Από τις μηχανές έβγαινε καπνός. Βρήκαμε ευκαιρία να πιαστούμε από την πρύμνη του σκάφους. Προσπαθούμε να ανέβουμε, όμως τέσσερις λιμενικοί μας χτυπούσαν τα χέρια, για να πέσουμε στη θάλασσα. Στο μεταξύ η βάρκα μας είχε αναποδογυρίσει. Όσοι βρίσκονταν μέσα στην καμπίνα -οι γυναίκες και τα παιδιά δηλαδή- εγκλωβίστηκαν. Ζητούσαμε να μας πετάξουν σωσίβια για να σώσουμε τους ανθρώπους μας όμως δεν το έκαναν. Τους είπα ότι πνίγονται τα παιδιά μου. Ένας από αυτούς με σημάδεψε με όπλο. Του έδειχνα το στήθος μου για να με πυροβολήσει». Από τους επιβαίνοντες στη βάρκα διασώθηκαν τελικά μόνο 16, ανάμεσα στους οποίους μόνο μια γυναίκα κι ένα βρέφος. Αυτοί κατάφεραν ν’ ανέβουν, όπως λέει ο Safi, στο σκάφος του λιμενικού.
«Κατά τη μεταφορά μας, απειλούσαν τον Χάιμπαρ, τον μοναδικό ο οποίος μιλούσε αγγλικά, ότι αν μιλήσουμε, θα μας δημιουργήσουν μεγαλύτερο πρόβλημα. Μας μετέφεραν ε’ ένα μέρος το οποίο θύμιζε στρατόπεδο και μας είπαν ότι έχουν σηκώσει ελικόπτερο το οποίο αναζητά τους δικούς μας. Εμείς ελικόπτερο ούτε ακούγαμε, ούτε βλέπαμε, μέχρι το ξημέρωμα, οπότε πράγματι το είδαμε να πετάει».
Το μυστήριο των καταθέσεων
Την επομένη το πρωί, οι διασωθέντες μεταφέρθηκαν αλλού (o Safi δυσκολεύεται να θυμηθεί τοπωνύμια), προφανώς στη Λέρο όπου τους δόθηκαν στεγνά ρούχα και τους ζητήθηκε να καταθέσουν. «Έφεραν έναν διερμηνέα, ο οποίος γνώριζε τη γλώσσα μόνο τριών απ’ όσους ήμασταν εκεί. Τους είπε ότι δεν ξέρει να διαβάζει και να γράφει, παρά μόνο να μιλάει. Είναι επομένως άγνωστο αν αυτά που τους μετέφερε σημειώθηκαν σωστά». Όπως εξηγεί ο Safi, οι λιμενικοί θα μπορούσαν να γράφουν ό,τι θέλουν, χωρίς κανένας να καταλαβαίνει.
«Πριν φύγουμε» καταλήγει ο Safi, «μας πλησίασαν και μας είπαν: ‘Όλα καλά. Θα φύγετε αρκεί να υπογράψετε αυτά τα χαρτια’. Νομίζαμε ότι υπογράφαμε χαρτιά για τα υλικά που μας έδωσαν. Τα ρούχα και τα παπούτσια. Δεν ξέρουμε όμως τι υπογράψαμε στην πραγματικότητα». Ο αφγανός πρόσφυγας αφήνει έτσι σαφείς υπόνοιες ότι οι καταθέσεις τις οποίες πιθανώς υπέγραψαν δίχως να το γνωρίζουν και τις παρουσίασε το λιμενικό ως άλλοθι για τη συμπεριφορά των στελεχών του απέναντί τους, είναι ψευδείς.
Οι διασωθέντες πρόσφυγες έλαβαν από τις Αρχές στη Λέρο, έγγραφο το οποίο τους επιτρέπει να παραμείνουν στην Αθήνα για 30 ημέρες. Σε αυτό το διάστημα θα καταθέσουν εφόσον το επιθυμούν αίτηση ασύλου, η οποία θα εξεταστεί εν καιρώ. Οι ελληνικές Αρχές δεν τους έκαναν βεβαίως τη χάρη. Αυτή η πρακτική ακολουθείται σχεδόν για το σύνολο των προσφύγων ή οικονομικών μεταναστών οι οποίοι μπαίνουν στη χώρα μας, όχι για να μείνουν, αλλά για να κυνηγήσουν μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Την ίδια Ευρώπη που έκρινε ότι ο Eshanolla Safi και η οικογένειά του δεν είναι πρόσφυγες, πιθανώς επειδή το Αφγανιστάν δεν θεωρείται εμπόλεμη ζώνη.
Αντί επιλόγου, το ρητορικό ερώτημα του Εχσάν, ενός αφγανού πρόσφυγα, ο οποίος έχει ήδη συμπληρώσει στην Ελλάδα δώδεκα χρόνια: «Τι είναι άραγε μια πόλη, στην οποία, ένας Ταλιμπάν ζωσμένος με εκρηκτικά μπορεί να σε πάρει μαζί του, ενώ εσύ περιμένεις το λεωφορείο;». Την απάντηση οφείλει να δώσει η ελληνική Πολιτεία, η οποία καλείται να αποδείξει ότι σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο. Άλλωστε τούτη την ώρα το μόνο που ζητούν οι διασωθέντες του Φαρμακονησίου, είναι να εντοπιστούν και να τους παραδοθούν τα πτώματα των παιδιών και των συζύγων τους.
Δείτε φωτογραφίες των διασωθέντων προσφύγων
Φωτογραφίες: Eurokinissi
Του Μάριου Αραβαντινού από το koutipandoras
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου