Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Στο Πέραμα δεν κλαίνε… παλεύουν

«Το κέρατό τους το βερνικωμένο! Ακούς εκεί! Μα ούτε παιδιά να μην σας αφήνουν να κάνετε! Το κέρατό τους!» Η κυρία Αγγέλα είναι 80 χρόνων και πολύ θυμωμένη. Μεγάλωσε τρία παιδιά και έχει κάμποσα εγγόνια, αλλά κανένα δισέγγονο.

Οπως οι περισσότεροι της γενιάς μου, άνεργοι κι ανασφάλιστοι, οι 30άρηδες απόγονοι της κυρίας Αγγέλας δεν μπορούν να αποκτήσουν απογόνους. Το «σπίτι» όπου η γιαγιά μου σερβίρει καφέ είναι κυριολεκτικά δίπλα στο κύμα κι έχει...
απεριόριστη θέα στο λιμάνι του Περάματος.

Η κυρία Αγγέλα ζει σε ένα τροχόσπιτο μαζί με τον γιο της τον Μανώλη που εργάζεται στον Δήμο Πειραιά. «Μόνιμος όμως είναι, ε» – αυτή τη φράση πρέπει να μου την έχει πει τουλάχιστον 10 φορές σε μία ώρα.

Είναι ο δεύτερος χειμώνας που θα βγάλουν στο αυτοκινούμενο, «από άποψη όμως. Σιγά μην κάτσουμε σπίτι και να πληρώνουμε τόσους λογαριασμούς, πετρέλαιο, χαράτσια. Να μου κόψουν το ρεύμα, να κάνουν ό,τι γουστάρουν. Αϊ σιχτίρ! Θα δεις πως σιγά σιγά θα γίνονται όλο και περισσότεροι αυτοί που θα μας μιμηθούν», μου λέει ο Μανώλης. «Πέρσι έβγαλε όλο το χειμώνα μια 4μελής οικογένεια σε αντίσκηνο. Μια άλλη κυρία ξεκαλοκαίριασε εδώ επίσης με τη σκηνή της».

Στο τροχόσπιτο ακριβώς δίπλα μένει ο κύριος Γιώργος. Η γυναίκα του φεύγει τρεχάτη για να πουλήσει λιόσπορους στα φεριμπόουτ. «Ούτε αυτό δεν μας επιτρέπουν πια να κάνουμε, το απαγορέψανε στα περισσότερα πλοία. Κάντε κάτι, ρε παιδιά, πόσο ακόμα θα ζούμε έτσι;» μου φωνάζει φεύγοντας τρεχάτη. «Πώς σας λένε;» τη ρωτάω. «Εχει καμία σημασία; Εγώ ούτε ξέρω πολιτικά ούτε γνώμη έχω, να σας τα πει ο άντρας μου».

Ο άντρας της κάποτε ήταν επιχειρηματίας, είχε δικά του μαγαζιά με ρούχα και μπαρ. Κοιτάζει συνέχεια το κενό και κάνει μακριές παύσεις: «Οταν μας έκαναν έξωση, μείναμε κοντά δυο μήνες σε σκηνή. Η κόρη μου μας βοήθησε και πήραμε το τροχόσπιτο. Δεν μπορώ να βγω στη σύνταξη γιατί χρωστάω και στο ΤΕΒΕ. Ευτυχώς μας δίνουν φάρμακα οι γιατροί του κόσμου κι η γυναίκα μου φέρνει 10 ευρώ τη μέρα. Μ” αυτά τρώμε, μ” αυτά καπνίζουμε». «Γιατί δεν πάτε στη συνέλευση των κατοίκων, κύριε Γιώργο;» τον ρωτάω. «Γιατί υπάρχουν κι άλλοι που τα λίγα τρόφιμα που μαζεύουν οι κάτοικοι τα έχουν πιο πολύ ανάγκη».

Η εργατούπολη κατέρρευσε μαζί με τη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη το 2008: Από τότε τα ποσοστά ανεργίας στον γενικό πληθυσμό έχουν εκτοξευθεί στο 45% και στους εργάτες της Ζώνης αγγίζουν το 100%. Δυο χρόνια πριν, οι Γιατροί του Κόσμου (ΓτΚ) εγκατέστησαν στο Πέραμα ένα πολυιατρείο για να περιθάλπουν τους μετανάστες, τώρα πια παρέχουν τις υπηρεσίες τους σχεδόν αποκλειστικά σε άνεργους, ανασφάλιστους Ελληνες που φτάνουν εδώ από όλες τις περιοχές της Αττικής και την Κόρινθο. Κάποιες φορές δεν έχουν να πληρώσουν ούτε τα ναύλα για το λεωφορείο και φτάνουν στο ιατρείο με οτοστόπ.

Η εικόνα της απόλυτης φτώχειας είναι ορατή στα ιατρεία με αρρώστιες ξεχασμένες να επιστρέφουν, στα σχολειά με τα πεινασμένα κι ανεμβολίαστα παιδιά, στα πάρκα με τους νεοάστεγους, στις παρυφές των μεγάλων δρόμων με τις σκιές να ψάχνουν στους κάδους για αποφάγια. Φέτος οι ΓτΚ διένειμαν 12.000 κούτες με τρόφιμα. Οι δάσκαλοι παλεύουν για να εξασφαλίσουν έστω κι ένα κολατσιό στα παιδιά. Παρ” όλα αυτά, το Πέραμα είναι μια πόλη που δεν κλαίει.

«Δεν κλαίμε, δεν γκρινιάζουμε, δεν είμαστε ηττοπαθείς. Είμαστε ενωμένοι και παλεύουμε», μου λέει καθώς κουβαλάει φρέσκα μαρουλάκια ο Ανδρέας. Είναι 49 χρόνων, άνεργος σωληνουργός. Δίπλα του ο 58χρονος Αντώνης, άνεργος ηλεκτρολόγος κι η 48χρονη Αθηνά, «με δουλειά ακόμα, αλλά για πόσο;». Και οι τρεις ενεργά μέλη της Λαϊκής Συνέλευσης – μιας συλλογικότητας που γέννησαν οι πλατείες του 2010 και συσπειρώνει κατοίκους από 25 έως 70 χρόνων.

«Αυτοοργανωθήκαμε και πλέον μπορούμε να καλύψουμε 60 οικογένειες. Πήγαμε στον πρόεδρο των μικροπωλητών της λαϊκής, σε χασάπικα, φούρνους κι εστιατόρια. Στους μαγαζάτορες δηλαδή που μέχρι χτες ήμασταν πελάτες τους. Ενα μικρό χωριό είμαστε, γνωριζόμαστε όλοι. Κι επειδή κι εκείνοι φτωχά παιδιά είναι, ανταποκρίθηκαν αμέσως», λέει ο Ανδρέας.

Στο δίκτυο που δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβρη συμμετέχουν 3 χασάπηδες, 4 φουρνάρηδες, 4 ταβερνιάρηδες κι όλοι οι μανάβηδες της λαϊκής. Κανείς τους δεν θέλησε να «διαφημίσει» την κίνησή του, μιλώντας στην εφημερίδα ή φωτογραφιζόμενος (αναπόφευκτα μου ήρθαν στο νου τα δεκάδες μέιλ και τα φορτικά τηλεφωνήματα από εταιρείες που διαλαλούν την «εταιρική κοινωνική τους ευθύνη», δίνοντας ένα μικρό κάτι από τα τεράστια κέρδη τους).

«Εδώ δεν κάνουμε φιλανθρωπία, είμαστε αλληλέγγυοι. Γι” αυτό στη συνέλευσή μας μία φορά την εβδομάδα συμμετέχουν όλοι: συνδιαμορφώνουμε άποψη, συνγράφουμε τις προκηρύξεις μας, βοηθάμε όλοι στο χτίσιμο του δικτύου», λέει ο Αντώνης. «Κάποιοι σηκώθηκαν πρώτη φορά από τον καναπέ τους, άλλοι ήταν χρόνια στα κινήματα, άλλοι ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ ή Ν.Δ., είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι από διαφορετικούς χώρους, αλλά μας ένωσε η ανάγκη».

«Δεν παλεύουμε μόνο την πείνα, αγωνιζόμαστε και για τα χαράτσια, επανασυνδέουμε ρεύμα σε σπίτια που τους το κόβουν, προσπαθούμε να φτιάξουμε κοινωνικό φροντιστήριο. Κάναμε πριν λίγο καιρό μια μεγάλη αντιφασιστική πορεία. Το παλεύουμε συνολικά», λέει η Αθηνά.

«Δεν είναι εύκολο να βρούμε πάντα τους συμπολίτες μας, γιατί οι άνθρωποι, όταν φτάνουν σ” αυτά τα σημεία, ντρέπονται και κρύβονται. Κι ένα πρώτο πράγμα που προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε σαν συλλογικότητα είναι πως δεν πρέπει να ντρεπόμαστε, αλλά να είμαστε εξοργισμένοι. Δεν φταίμε εμείς, φταίνε οι πολιτικές που μας έφεραν εδώ, η τρόικα και τα μνημόνια».

Οι λέξεις αυτές «αυτοοργάνωση» και «αλληλέγγυη» ηχούν παράξενα από γιαγιάδες και παππούδες, νοικοκυρές και μαγαζάτορες. Τις είχαμε συνηθίσει στα στόματα φοιτητών και διανοούμενων. Κι όμως εδώ, σ” αυτό το ηλιόλουστο πάρκο, όπου μικροί και μεγάλοι κουβαλάνε καφάσια με ζαρζαβατικά και καρτέλες μ” αυγά, οι λέξεις βρίσκουν το πραγματικό νόημά τους.

dina.daskalopoulou@gmail.com

Οδοιπορικό της «Εφ.Συν.» Της Ντίνας Δασκαλοπούλου, φωτογραφίες: Μάριος Βαλασσόπουλος
Από efsyn