Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Αφηρημένες σκέψεις ενός παραθεριστή

Συζητήσεις έχει προκαλέσει η δήλωση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι «τα κράτη με προβλήματα που λαμβάνουν βοήθεια πρέπει σε αντάλλαγμα να παραχωρούν μέρος της κυριαρχίας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Δεν καταλαβαίνω γιατί προκαλεί εντύπωση η δήλωση του κ. Σόιμπλε. Δηλαδή, υπάρχουν Έλληνες που πιστεύουν πως η Ελλάδα είναι κυρίαρχο κράτος και κινδυνεύει να απωλέσει μέρος της κυριαρχίας της;

Η Ελλάδα δεν είναι κυρίαρχο κράτος και η μαύρη αλήθεια είναι πως ποτέ δεν ήταν κυρίαρχο κράτος. Δεν ήταν ανάγκη να χρεοκοπήσει η Ελλάδα για να χάσει την κυρίαρχία της· πάντα ήταν κάτι...
μεταξύ προτεκτοράτου και μπανανίας – με χιλιάδες χρόνια ιστορία και πολλούς εθνικούς μύθους, βέβαια.

Δεν με φοβίζουν οι «ξένοι κατακτητές» – η καταστροφή στη χώρα έχει γίνει από τους Έλληνες κατακτητές που διέλυσαν κάθε έννοια δημοκρατίας και δικαιοσύνης, και παραμένουν όλοι ατιμώρητοι και στις θέσεις τους. Φυσικά, με την ανοχή μας.

Αυτές τις λίγες ημέρες που βρίσκομαι μακριά από την Αθήνα, παρατηρώ πως η αγνή ελληνική ύπαιθρος βρίσκεται στον κόσμο της. Συναντώ άγνοια, μοιρολατρία και αδιαφορία· επίσης, διαπιστώνω πως τα όπλα, τα ναρκωτικά και η τοκογλυφία κάνουν πάρτι -και υπάρχει μια γενικότερη σαπίλα- αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Βέβαια, το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα -και δεν εννοώ μόνο την εγκληματικότητα. Τις ίδιες ώρες που δεκάδες χιλιάδες πολίτες διαδήλωναν στην πλατεία Συντάγματος, αν έκανες μια βόλτα στο Γκάζι, θα διαπίστωνες πως κάποιες άλλες δεκάδες χιλιάδες δεν έδιναν δεκάρα για δημοκρατία, ισότητα, δικαιοσύνη και τα ρέστα. Πολλοί δεν είχαν την παραμικρή ιδέα – ούτε καν ήθελαν να ξέρουν.

Αυτές τις ημέρες ήρθε πολύ έντονα στο μυαλό μου μια σχετικά πρόσφατη ιστορία. Είναι η υπόθεση της Ρικομέξ. Θυμήθηκα την πρώτη δίκη που είχε γίνει πριν από εννιά χρόνια.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους εργαζόμενους της Ρικομέξ που επέζησαν από το σεισμό και έβριζαν στο δικαστήριο τους συγγενείς των συναδέλφων τους που θάφτηκαν στα ερείπια του εργοστασίου.

Οι εργαζόμενοι που επέζησαν ήταν στο πλευρό των ιδιοκτητών του εργοστασίου και στράφηκαν κατά των συγγενών των νεκρών συναδέλφων τους που ζητούσαν αποζημίωση.

Οι επιζώντες έβριζαν τους συγγενείς των νεκρών και έπαιρναν το μέρος των ιδιοκτητών της Ρικομέξ, για να μη χάσουν τη δουλειά τους. Αυτό συνέβη πριν η Ελλάδα χρεοκοπήσει – όταν υπήρχαν δουλειές. Αν συνέβαινε σήμερα, υποθέτω πως οι εργαζόμενοι θα έστηναν καρτέρι στους συγγενείς των νεκρών και θα τους δολοφονούσαν.

Οι εικόνες των εργαζόμενων της Ρικομέξ να βρίζουν τους συγγενείς των νεκρών συναδέλφων τους είναι από τις πιο αηδιαστικές που έχω δει στη ζωή μου – ειλικρινά, είχα πάθει σοκ. Σύναμα, βέβαια, ήταν και εξαιρετικά αποκαλυπτικές για την κατάντια της χώρας και -κυρίως- των ανθρώπων της.

Υπάρχουν χιλιάδες πρόσφατες ιστορίες που αποδεικνύουν πως αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι Έλληνες -και όχι μόνο οι Έλληνες- τη σχέση τους με τους συνανθρώπους τους και με το δίκαιο· αρκεί να σκεφτεί κάποιος πώς ψήφισαν οι κάτοικοι της Ηλείας λίγες μόλις ημέρες μετά τις πυρκαγιές του 2007, στις οποίες κάηκαν δεκάδες συμπατριώτες τους.

Κυριαρχεί το «εγώ να είμαι καλά και όλοι οι άλλοι ας πάνε και στο διάολο». Βέβαια, αυτό τελικά αποδείχτηκε πως μας στέλνει όλους στο διάολο -αφού δεν ζούμε μόνοι μας-, αλλά, ας μην κοροϊδευόμαστε, είναι ακόμα πάρα πολύ ισχυρό.

Μπορεί να αλλάξει αυτό; Αλλάζει αλλά αλλάζει πολύ αργά – θα χρειαστούν μάλλον αρκετές γενιές. «Δεν είναι εύκολο ν’ αλλάξεις, όταν χαλάσεις εντελώς» έγραψε ο Άκης Πάνου και εμείς είμαστε εντελώς χαλασμένοι.

Τι κάνει ένας άνθρωπος που ζει μέσα σε όλη αυτή την ιδιωτεία, σε μια χώρα κουρελαρία, χωρίς εθνική κυριαρχία, χωρίς δικαιοσύνη, χωρίς κοινωνική συνοχή και χωρίς αξιοπρέπεια; Τι μπορεί να κάνει; Πώς μπορεί να παραμείνει αξιοπρεπής και να επιζήσει παράλληλα;

Σκέφτομαι τα εκατομμύρια συμπατριωτών μας που έζησαν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Αυτοί οι άνθρωποι έζησαν, αγάπησαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά και πέθαναν, υπόδουλοι στους Τούρκους και έχοντας πάνω από το κεφάλι τους και τους συμπατριώτες τους προεστούς, κοτζαμπάσηδες κλπ. Έζησαν, όμως – κι αυτό ζωή ήταν.

Σκέφτομαι τα εκατομμύρια Ελλήνων που έζησαν και πέθαναν τον -εξαιρετικά ταραγμένο- περασμένο αιώνα. Βαλκανικοί πόλεμοι, Μικρασιατική Καταστροφή, Κατοχή, Εμφύλιος, εξορία, ταπεινώσεις, δικτατορίες και δεν έχει τελειωμό. Κι αυτοί έζησαν – όσοι τουλάχιστον κατάφεραν να επιζήσουν.

Σκέφτομαι εκατομμύρια ανθρώπους σήμερα σε όλον τον κόσμο που ζουν μέσα στην εξαθλίωση και δεν έχουν καν τον χρόνο να σκεφτούν τίποτε απ’ όλα αυτά, γιατί δίνουν κάθε στιγμή τον αγώνα της επιβίωσης.

Και το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά; Δεν είμαι και σίγουρος – μου αποσπά την προσοχή και η ομορφιά του τοπίου γύρω μου. Υποθέτω πως ζεις, αγωνίζεσαι και προσπαθείς να διατηρήσεις την αξιοπρέπειά σου – όσο περισσότερο γίνεται. Τουλάχιστον όποιος νοιάζεται για την αξιοπρέπειά του. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι την έχουν εντελώς χεσμένη.

(Κάθε καλοκαίρι παρατηρώ τα μυρμήγκια. Με τις ώρες. Αυτά τα συγκεκριμένα -στη φωτογραφία- τα παρατηρούσα χτες να παλεύουν για ώρες να μεταφέρουν ένα κομμάτι ψωμί. Τεράστιος ο αγώνας για τα μυρμήγκια. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή -μέχρι να τα πατήσει το παπούτσι του περαστικού ή η σαγιονάρα του ανέμελου παραθεριστή.)

Εγραψε ο Pitsirikos