Ελέγχοντας την ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας μέσω του ελέγχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οι Γερμανοί θεωρούν ότι μπορούν να ελέγξουν και τον χρόνο, δηλαδή, την ιστορία… Ξεχνούν όπως συμβαίνει με τους υπερόπτες ότι η εξουσία του παρόντος με όση βία και αν ασκηθεί δεν διαγράφει εγκλήματα του παρελθόντος, ούτε εξασφαλίζει τη «δόξα» του μέλλοντος.
Αν ο χρόνος είναι χρήμα, τότε αυτός που «κόβει» χρήμα αποκτά την ψευδαίσθηση ότι ελέγχει το χρόνο. Κάπως έτσι προκύπτει η υπεροψία των ισχυρών. Όμως από τη (Θεία) δίκη του χρόνου δεν μπορεί να διαφύγει...
Αν ο χρόνος είναι χρήμα, τότε αυτός που «κόβει» χρήμα αποκτά την ψευδαίσθηση ότι ελέγχει το χρόνο. Κάπως έτσι προκύπτει η υπεροψία των ισχυρών. Όμως από τη (Θεία) δίκη του χρόνου δεν μπορεί να διαφύγει...
κανείς, ούτε καν οι πανίσχυροι «νομισματοκόπτες» του Βερολίνου…
Κρατώντας τη ρέγουλα της ΕΚΤ η Γερμανία κατάφερε να ρυθμίζει/ ελέγχει την πολιτική, οικονομική, κοινωνική ζωή των Ευρωπαίων υποτελών της. Πρόκειται, ωστόσο, για την ψευδεπίγραφη γερμανική παντοδυναμία του παρόντος, η οποία έχει αρχίσει να εξαντλεί τα όριά της. Και τα όρια μιας εξουσίας (όπως είναι η γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη) εξαντλούνται όσο περισσότερη βία ( οικονομική, εν προκειμένω και προς το παρόν…) είναι υποχρεωμένη να ασκήσει προκειμένου να διαιωνιστεί.
Στην προκειμένη ελληνική περίπτωση η γερμανική βία, προβαλλόμενη ως «πρόγραμμα (δημοσιονομικής) προσαρμογής» ασκείται στην Ελλάδα επί πέντε συνεχή χρόνια. Ο χρόνος, προφανώς, είναι αρκετός για να γίνει η αποτίμηση του «προγράμματος». Και έγινε, στις πρόσφατες εκλογές: ο ελληνικός λαός κατανόησε πως το περιβόητο «πρόγραμμα» δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια αιώνια καταδίκη σε ένα φαύλο κύκλο δίχως διέξοδο και προοπτική, γι αυτό και ξεφορτώθηκε τα κόμματα (ΝΔ- ΠΑΣΟΚ) που είχαν αναλάβει να φέρουν σε πέρας αυτήν την γερμανική εργολαβία.
Οι συλλογικές ψευδαισθήσεις, ωστόσο, δεν διαλύονται αυτόματα. Η επιλογή της αναζήτησης μιας βιώσιμης ρύθμισης εντός της γερμανικής αυτοκρατορίας στην ΕΕ ήταν αυτή που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ και κέρδισε τις εκλογές. Η επιλογή της ρήξης και της αποδέσμευσης ηττήθηκε, είτε γιατί οι φορείς της (το ΚΚΕ κατά κύριο λόγο) δεν κατάφεραν να πείσουν ότι και πώς μπορούν να τη φέρουν σε πέρας οδηγώντας την ελληνική κοινωνία έξω από την παγίδα στην οποία βρίσκεται, είτε γιατί ο ελληνικός λαός δεν είναι διατεθειμένος να χύσει το «αίμα» που μια τέτοια επιλογή συνεπάγεται.
Ο χρόνος, προφανώς, εξακολουθεί να κυλά με το δικό αιώνιο ρυθμό και μετά τις ελληνικές εκλογές, αγνοώντας απαιτήσεις και προσδοκίες. Οι Γερμανοί εξακολουθούν να κρατούν τη ρέγουλα της ΕΚΤ και να ρυθμίζουν τη ροή της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία απαιτώντας από τη νέα κυβέρνηση «προσαρμογή στο πρόγραμμα». Από την πλευρά της η νέα ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι αν παρασυρθεί από τον γερμανικό χρόνο και χρονοδιαγράμματα θα εξαντλήσει γρήγορα, πολύ πιο γρήγορα απ ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ το πολιτικό της κεφάλαιο…
Ωστόσο όπως είπαμε ο χρόνος έχει το δικό του αδυσώπητο ρυθμό και θέτει ερωτήματα προς ισχυρούς και ανίσχυρους, δεσπότες και υποτελείς:
- Προλαβαίνει η Γερμανία να αντιμετωπίσει το ερώτημα (που προκύπτει για την ηγεμονία της) σε περίπτωση ελληνικής χρεοκοπίας;
- Προλαβαίνει η Γερμανία να αντιμετωπίσει το ερώτημα (που εκ των πραγμάτων τίθεται) από την έναρξης μιας συζήτησης για το ελληνικό και κατ επέκταση το ευρωπαικό πρόβλημα χρέους;
- Διαθέτει – απ την άλλη πλευρά- η ελληνική κυβέρνηση χρόνο να διαχειριστεί τις προσδοκίες που δημιούργησε στο εσωτερικό της χώρας διανέμοντας τα ψίχουλα που θα προκύψουν από έναν συμβιβασμό;
Τα ερωτήματα αυτά, από τη στιγμή που τίθενται συνοψίζουν τα όρια ισχύος και αδυναμίας. Πάνω απ όλα περιγράφουν παραστατικά το αδιέξοδο της γερμανικής αρχιτεκτονικής που επιβλήθηκε στην Ευρώπη. Πρόκειται για ένα μοντέλο που ευνοεί πολλούς, αφήνει ωστόσο εκτεθειμένους ολόκληρους λαούς και εκατοντάδες εκατομμυρίων ανθρώπους.
Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο μοντέλο δεν είναι προορισμένο να μακροημερεύσει, αν δεν προχωρήσει άμεσα η ανακατασκευή του. Ενδεχομένως, η απόφαση για ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ να δείχνει μια τέτοια διάθεση στοιχειώδους αυτοσυντήρησης. Ωστόσο, η διάθεση αυτή παραμένει «στοιχειώδης» και εκδηλώνεται αργά με το σταγονόμετρο και μοιάζει περισσότερο με μάχη οπισθοφυλακής.
Η ευκολία άλλωστε με την οποία η Ουάσιγκτον διέλυσε τις σχέσεις της ίδιας της Γερμανίας και κατ επέκταση ολόκληρης της ΕΕ με τη Ρωσία υπενθύμισε ότι σε τελική ανάλυση η Ενωμένη Ευρώπη ως σύνολο και μονάδες δεν είναι τίποτε περισσότερο από «υποτελείς ή φόρου υποτελείς της Ουάσιγκτον», όπως έγραφε από το 2000 στη «Μεγάλη Σκακιέρα» ο Ζ. Μπρζεζίνσκι.
Δημήτρης Μηλάκας από imerodromos
Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο μοντέλο δεν είναι προορισμένο να μακροημερεύσει, αν δεν προχωρήσει άμεσα η ανακατασκευή του. Ενδεχομένως, η απόφαση για ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ να δείχνει μια τέτοια διάθεση στοιχειώδους αυτοσυντήρησης. Ωστόσο, η διάθεση αυτή παραμένει «στοιχειώδης» και εκδηλώνεται αργά με το σταγονόμετρο και μοιάζει περισσότερο με μάχη οπισθοφυλακής.
Η ευκολία άλλωστε με την οποία η Ουάσιγκτον διέλυσε τις σχέσεις της ίδιας της Γερμανίας και κατ επέκταση ολόκληρης της ΕΕ με τη Ρωσία υπενθύμισε ότι σε τελική ανάλυση η Ενωμένη Ευρώπη ως σύνολο και μονάδες δεν είναι τίποτε περισσότερο από «υποτελείς ή φόρου υποτελείς της Ουάσιγκτον», όπως έγραφε από το 2000 στη «Μεγάλη Σκακιέρα» ο Ζ. Μπρζεζίνσκι.
Δημήτρης Μηλάκας από imerodromos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου