Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

«Θα ξανανταμώσουμε να είσαι σίγουρος, αλλά όχι στο καφενείο»

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Σήμερα συμπληρώνεται ο τρίτος μήνας από τότε που ο φίλος μας κρατάει μόνο για τον εαυτό του αυτό το φοβερό μυστικό. Δεν μπόρεσε, ή μάλλον δεν θέλησε να το μοιραστεί με κανέναν. Ούτε με φίλο, ούτε με γνωστό, ούτε με συγγενή. Όμως είχε φτάσει πια στα όριά του. Ένιωθε πως δεν θα μπορούσε να το κρατήσει άλλο μέσα του. Τον έπνιγε, μέρα τη μέρα του έτρωγε τα σωθικά. Είχε δίκιο τελικά ο παππούς του που έλεγε συχνά πώς οι αρρώστιες των σπλάχνων είναι αρρώστιες ψυχής. Αυτούς τους τελευταίους...
μήνες, αισθανόταν πολύ συχνά πόνους στα σπλάχνα του ενώ ποτέ άλλοτε δεν είχε τέτοιου είδους ενοχλήσεις.
     
Όλα ξεκίνησαν πριν από ένα χρόνο περίπου, όταν το αφεντικό του, του ανακοίνωσε πως στο εξής θα τον χρειαζόταν μόνο τις τέσσερις από τις πέντε μέρες της εβδομάδας, γιατί οι παραγγελίες είχαν μειωθεί άρα και τα δρομολόγια θα ακολουθούσαν μια αντίστοιχη μείωση. Του είπε επίσης πως όλοι οι οδηγοί το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και πως αν ήθελε θα μπορούσε να ψάξει αλλού για δουλειά αρκεί να του υπέβαλλε την παραίτησή του γιατί εκείνος δεν του πήγαινε η καρδιά να τον διώξει. Βέβαια του υπενθύμισε επίσης πως θα υπήρχε και μια αντίστοιχη μείωση στο μισθό του αφού θα μειωνόταν οι μέρες εργασίας του. Έτσι ήταν το δίκαιο.
     
Μετά από δυο με τρεις μήνες το αφεντικό του τον κάλεσε στο γραφείο του πάλι για να του πει πως θα έπρεπε να έρχεται μόνο για τρεις μέρες τη βδομάδα υπενθυμίζοντάς του πως θα υπάρχει και αντίστοιχη μείωση στο μισθό του.
     
Ο φίλος μας, 32 χρονών παλικάρι, ούτε στην πρώτη μα ούτε και στη δεύτερη μείωση είπε τίποτα σε κανέναν. Τους γονείς του δεν ήθελε να τους στεναχωρήσει. Είχαν κι αυτοί τα δικά τους. Μόλις που τα έφερναν βόλτα μετά από τις μειώσεις στις συντάξεις. Βάλε ότι κάποια φάρμακα δεν τα κάλυπτε πια το ταμείο, βάλε ότι κάποιες φορές πλήρωναν τους γιατρούς, περνούσαν πλέον δύσκολα οι μέρες.
     
Μα και στη Μυρσίνη δεν είπε ποτέ τίποτα. Σαν τι να της έλεγε; Πώς να της το ξεστόμιζε όταν εκείνη μετρούσε ήδη δύο μήνες στο ταμείο ανεργίας και περίμεναν και οι δύο μόνο από τον δικό του μισθό για να μπορέσουν, επιτέλους να ανοίξουν το δικό τους σπιτικό;
     
Είχε μαζέψει κάποια χρήματα στην άκρη με σκοπό να κάνει έκπληξη «στη Μυρσίνη του» τη μέρα του γάμου τους. Καημό το’ χε εκείνη, να πάει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Έστω και για δυο μέρες. Δεν είχε πάει ποτέ της και το είχε όνειρο κάποτε να της συμβεί. Θα της το ανακοίνωνε αμέσως μετά τα στέφανα, μα όπως ήρθαν τα πράγματα, τα λεφτά του ταξιδιού φαγώθηκαν σιγά-σιγά όλο αυτό το διάστημα.
     
Τις μέρες που δεν δούλευε, ο φίλος μας έφευγε κανονικά από το σπίτι του, σαν να πήγαινε στη δουλειά του. Έπαιρνε τον ηλεκτρικό και κατέβαινε στο τέρμα στον Πειραιά. Το’ πιανε στη συνέχεια με τα πόδια δίπλα στην προκυμαία και χάζευε τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι.
     
Την πρώτη φορά που είχε μπει στο μικρό καφενείο του λιμανιού, «το λιμανάκι των καημών», το έκανε για να προφυλαχτεί από την απρόσμενη καταιγίδα που ξέσπασε και τον βρήκε να συνομιλεί με έναν ναύτη έξω από το πλοίο της γραμμής που περίμενε την ώρα για να φύγει για τα νησιά του Αιγαίου.
     
«Πάμε στο καφενείο μέχρι να περάσει η μπόρα» του είπε ο ναύτης και ο φίλος μας, από ευγένεια, δεν έφερε αντίρρηση. Σκέφτηκε να του πει πως η δική του μπόρα θα διαρκέσει πολύ, μα τι να του εξηγούσε τώρα και του ναύτη;
     
Το ένα ποτήρι κρασί έφερε το άλλο, η μία κουβέντα μπόλιαζε με την επόμενη και το ένα περιστατικό κοντά στο άλλο κεντούσε σαν πρόκα τις καρδιές τους.
     
Το κρασί σαν το πίνεις με φίλους είναι γιατρικό, μα σαν το πίνεις συντροφιά με τη μοναξιά, είναι σκέτο δηλητήριο. Κι εδώ σε τούτον τον μικρό καφενέ οι μοναξιές περίσσευαν. Κάθε θαμώνας κι από μία. Τι κι αν κάθονταν ο φίλος μας με το ναύτη στο ίδιο τραπέζι; Ο καθένας σήκωνε το δικό του σταυρό στον δικό του Γολγοθα.
     
Όλο και πιο συχνά ο φίλος μας περνούσε από το «λιμανάκι των καημών», πίνοντας πότε δύο, πότε τρία και πότε περισσότερα ποτήρια κρασί.
     
Είχε ακούσει τους μεγαλύτερους να λένε πως έπιναν για να ξεχνάνε μα πολύ σύντομα κατάλαβε πως πίνει κάποιος όχι για να ξεχνάει μα για να θυμάται. Κι εκείνος γι’ αυτό άρχισε να πίνει, για να θυμάται. Να θυμάται τα σχέδιά του, τα όνειρά του, τους στόχους του, τα θέλω του. Όμως, κάθε που άδειαζε το ένα ποτήρι και γέμιζε το άλλο, όλο και περισσότερο ένιωθε πως ήταν σα να έκανε μνημόσυνο στα σχέδιά του, στα όνειρά του, στους στόχους του και στα θέλω του.
     
Κάποιες φορές γυρνούσε στο σπίτι του ζαλισμένος, μη μπορώντας να σηκώσει το κορμί του. Τόσο πολύ είχε βαρύνει η ψυχή του που τα πόδια του δεν μπορούσαν να αντέξουν και λύγιζαν.
     
Μόλις περνούσε η ζάλη του κρασιού ένιωθε ντροπή, θλίψη και απογοήτευση. Τα έβαζε με τον εαυτό του, όχι άδικα, για την έλλειψη αυτοσυγκράτησης, μα δεν μπορούσε να βρει ένα φταίξιμο να ρίξει στον εαυτό του για το ότι έμεινε χωρίς δουλειά.
     
Ναι, σήμερα συμπληρώνονταν τρεις ολόκληροι μήνες από τότε που το αφεντικό του τον απέλυσε αφού δεν δέχθηκε την προσφορά που του έκανε να δουλεύει μία μέρα τη βδομάδα.
     
Βρέθηκε πάλι στο λιμάνι, έξω από την πόρτα του καφενείου, έτοιμος να πάει στη γνώριμη θέση του, εκεί δίπλα στο παράθυρο, παρέα με τη μοναξιά του και πίνοντας γουλιά-γουλιά το δηλητήριο. Κάτι φωνές που άκουσε, τον έκαναν να γυρίσει το κεφάλι και να δει το ναύτη να ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια καθώς τρεις λιμενικοί τον είχαν βάλει σε μια γωνία και τον χτυπούσαν ασταμάτητα με τα γκλομπς. Παραδίπλα γινόταν μάχη, σώμα με σώμα, ανάμεσα σε λιμενικούς και ναυτεργάτες.
     
Ο φίλος μας, δεν ανακατευόταν με πορείες, με διαδηλώσεις και τέτοια συναφή, μα το να βλέπει τρεις να χτυπάνε έναν μονάχο του δεν μπορούσε να το αντέξει. Όρμηξε με φόρα και έτσι γεροδεμένος καθώς ήταν τους πήρε αμπάριζα και τους τρεις λιμενικούς ελευθερώνοντας το ναύτη που προσπαθούσε αιμόφυρτος να συνέρθει.
     
Ουρλιάζοντας από την υπερένταση, δεν πρόσεξε πίσω του έναν τύπο που δεν είχε στολή λιμενικού και κρατούσε ένα μακρύ λοστάρι, ο οποίος αφού πλησίασε αρκετά, του έριξε μια δυνατή στον αυχένα και τον άφησε αναίσθητο δίπλα στον μισολιπόθυμο ναύτη.
     
Όταν ο φίλος μας ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, διαπίστωσε ότι βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, μη μπορώντας να κουνήσει το κορμί του ούτε τόσο δα.
     
Ο πατέρας του είπε πως τη γλύτωσε παρά τρίχα και η μάνα του πως τον βοήθησε ο Αη Νικόλας, μεγάλη η χάρη του. Η Μυρσίνη που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκριά της, τον παρακάλεσε, σαν γίνει πρώτα καλά, να σηκωθούν και να φύγουν. Να πάνε στο χωριό ή σε μια ξένη χώρα. Ο εκπρόσωπος του λιμενικού σώματος τον διαβεβαίωσε πως διατάχθηκε ΕΔΕ και μεταφέροντάς του τις ευχές του υπουργού για γρήγορη ανάρρωση του υποσχέθηκε πως το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο.
     
Ο ναύτης του είπε να μην πιστεύει τις υποσχέσεις των υπουργών γιατί τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.
     
Όμως ο φίλος μας είχε πάρει ήδη δύο σημαντικές αποφάσεις.
     
Κρασί θα ξανάπινε μόνο τη μέρα του γάμου του και σχετικά με το φευγιό είπε να μην τους κάνει τη χάρη. Δεν θα πήγαινε πουθενά. Θα έμενε εκεί και θα κέρδιζε τη ζωή με νύχια, με δόντια και αν χρειαστεί και με αίμα. Όπως γινόταν πάντα δηλαδή. Θα κέρδιζε τη ζωή όπως την κέρδισαν τόσοι και τόσοι άλλοι σαν κι αυτόν όλα τα προηγούμενα χρόνια.
     
Τη μέρα που ο φίλος μας βγήκε από το νοσοκομείο, πήρε τη Μυρσίνη από το χέρι και χαιρετώντας τον ναύτη που ήρθε να του ευχηθεί «σιδερένιος» του είπε:
     
«Θα ξανανταμώσουμε να είσαι σίγουρος, αλλά όχι στο καφενείο»