Tο βασικό επιχείρημα όλων όσοι τάσσονται υπέρ του νόμου Διαμαντοπούλου Αρβανιτόπουλου, των νέων οργανισμών και εκ του αποτελέσματος με το νέο-ιδρυθέν «καθεστώς» Φορτσάκη, είναι ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο πρέπει να «να ανταποκριθεί στα ευρωπαϊκά πρότυπα, να σταματήσει να είναι ένα μπάχαλο». Όμως το μεγάλο ερώτημα που δημιουργούν αυτές οι δηλώσεις είναι: Αφού ακαδημαϊκά, τα ιδρύματα μας κατατάσσονται πολύ ψηλά στις λίστες αξιολογήσεων και πρωτοβουλίες φοιτητών κατακτούν σημαντικές διακρίσεις σε διεθνείς οργανισμούς, τι είναι αυτό που είναι τόσο απαραίτητο να αλλάξει; Η μόνη ειδοποιός διαφορά από τα «καλά»...
ευρωπαϊκού κύρους πανεπιστήμια αποτελεί ένα δομικό -μέχρι τώρα- στοιχείο τους, αυτό της ιδιαίτερης σχέσης που έχουν με την κοινωνία. Από εκεί που ο μαθητής πλήρως εντατικοποιημένος, αφοσιωμένος στις πανελλήνιες τελειώνει στο σχολείο έτοιμος να περάσει σε μια σχολή για να ακολουθήσει το μονοπάτι του ατομισμού και της εξειδίκευσης, του ανοίγεται η ευκαιρία να μάθει τι σημαίνει συλλογικός αγώνας, συμμετοχή, αντίσταση και αλληλεγγύη. Το ελληνικό παράδοξο, λοιπόν, είναι ότι στο πανεπιστήμιο το αποτύπωμα που άφησαν οι αγώνες με σημείο εκκίνησης τα χρόνια της δικτατορίας μέχρι και το φοιτητικό κίνημα για το άρθρο 16, παραμένει ανεξίτηλο.
Οι φοιτητικοί σύλλογοι, συνεπώς, εκφέρουν λόγο μέσω των γενικών τους συνελεύσεων, αντιδρούν και γίνονται κομμάτι της κοινωνίας που αγωνίζεται. Το άσυλο δεν αποτελεί απλά «άσυλο ιδεών» (έννοια που θα έπρεπε να προβληματίζει, καθώς η ελεύθερη διακίνηση ιδεών είναι αυτονόητη. Όχι;) αλλά προστατεύει ανθρώπους που αγωνίζονται για τη ζωή και την αξιοπρέπεια τους όπως πριν 3,5 χρόνια με την απεργία πείνας των 300 μεταναστών εργατών. Και οι διοικητικοί, δηλαδή η κινητήριος δύναμή του, δεν είναι απλοί υπάλληλοι αλλά οργανικό κομμάτι, όπως οι φοιτητές και οι καθηγητές. Έτσι, το πανεπιστήμιο με βάση και τους θεσμούς του αυτοδιοίκητου και της συνδιοίκησης, δεν αποτελούσε ποτέ ένα από τα πεδία στο οποίο είχε τον πρώτο λόγο η εκάστοτε κυβέρνηση. Προφανώς, ειδικά τα τελευταία χρόνια της κοινωνικής καταστροφής, το γεγονός αυτό γινόταν ολοένα και πιο ενοχλητικό για την απόλυτη εφαρμογή του «ησυχία, τάξη και ασφάλεια». Απόδειξη αποτελεί ότι έχουν ψηφίσει πέντε διαφορετικούς εκπαιδευτικούς νόμους, μέσα σε τρία χρόνια. Στόχος όλων αυτών είναι η μετατροπή του πανεπιστημίου τόσο σε εταιρία με εμπόρευμα τη γνώση και πελάτες τους φοιτητές, όσο και σε εργοστάσιο με την παρεχόμενη γνώση υποχείριο της αγοράς, τους φοιτητές μελλοντικούς εργαζόμενους σε καθεστώς επισφάλειας και την έρευνα υπηρέτη στις επιχειρήσεις. Και η εφαρμογή τους θα επιβλέπεται από το αυταρχικό συμβούλιο ιδρύματος, μέλη του οποίου είναι μάνατζερς και εξωπανεπιστημιακοί. Αλλά προφανώς ολόκληρη η πανεπιστημιακή κοινότητα αντιστάθηκε σε αυτή τη βίαιη μεταστροφή του.
Ολόκληρη εκτός από όσους βρίσκονταν σε εντεταλμένη υπηρεσία, όπως ο περιβόητος πια κ. Φορτσάκης. Ο κύριος Φορτσάκης, λοιπόν, ο οποίος την προηγούμενη περίοδο ήταν ο πρόεδρος του τμήματος της Νομικής, είχε τοποθετηθεί υπέρ των απολύσεων των διοικητικών υπαλλήλων και την είσοδο τόσο των εργολαβιών όσο και των νέων σχέσεων εργασίας (voucher) στο Πανεπιστήμιο. Ο ίδιος είναι πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΝΕΡΙΤ (ξέρει δηλαδή καλά να διαλύει ένα δημόσιο θεσμό και είναι πρόθυμος να το κάνει), έχει ιδιωτική εταιρία (γνώστης ισολογισμών) η οποία έχει αναλάβει την «αξιοποίηση» του ελληνικού (να αξιοποιήσει και τα ακίνητα του ΕΚΠΑ λοιπόν). Ο άνθρωπος, ο οποίος σωματοποιεί τα σχέδια των κυρίαρχων για το πανεπιστήμιο, αποκαλεί τους φοιτητές και τις αποφάσεις τους «παράνομες», απαιτεί την αποχώρηση αυτών και των διοικητών και καταγγέλλει «αντιδημοκρατικές ενέργειες» (sic).
Αντί, λοιπόν, να συζητάμε για την αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, τις δωρεάν μεταφορές και σίτιση, τον πολλαπλασιασμό των εστιών, τη διεύρυνση των γνωστικών αντικειμένων, τη δημιουργία ενός πανεπιστημίου με γνώμονα τις ανάγκες όσων ζουν και εργάζονται σε αυτό αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Ξεχνάνε όμως οι φορτσάκηδες, τα φερέφωνα των ΜΜΕ και όλο το κυβερνητικό επιτελείο ότι είναι επικίνδυνο άθλημα να παίζεις με τις ζωές των ανθρώπων. Γιατί είμαστε η γενιά που δεν έχει εργασία, δεν έχει δικαιώματα και δεν θέλουν να έχει ούτε αξιοπρεπείς σπουδές. Οπότε, ο αγώνας που θα δώσει για να έχει ξανά το προνόμιο να ονειρεύεται το μέλλον της είναι αυτός της συνολικής ανατροπής, ο οποίος δεν θα συγχωρέσει όσους της το στέρησαν. Και δεν θα είναι ούτε ένας αγώνας αθώος ούτε και παράνομος. Θα είναι απλά δίκαιος.
Της Κωνσταντίνας Τσουκαλά Σταθάκη*
* Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Αθηνών
Από epohi
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου