Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Koμπάνι: δεν μιλάμε για τριαντάφυλλα, αλλά γι” ανθρώπους

Η Nάντια Βαλαβάνη έγινε αυτή τη φορά ο στόχος του Στέφανου Κασιμάτη στην κυριακάτικη Καθημερινή. «Ποιήτρια των λαφαζανιστών» την αποκαλεί και την επικρίνει για «ανούσιες πολυτέλειες της σκέψης» επειδή έγραψε το ακόλουθο κείμενο για το Κομπάνι:

«Στο Κομπάνι σήμερα διακυβεύεται κάτι πολύ περισσότερο απ’ την υπεράσπιση μιας ακόμη πόλης απ’ την προέλαση των τζιχαντιστών του ISIS. Διακυβεύεται αν θα χαθεί...
μέσα σε ένα λουτρό αίματος ή θα κρατήσει μια πόλη-πείραμα που με την ύπαρξή της αποδεικνύει ότι στην περιοχή μπορεί να υπάρξει τοπική εξουσία μακριά από κάθε θρησκευτικό φανατισμό, με ισότιμη παρουσία ανδρών και γυναικών στα εκλεγμένα όργανά της και στην καθημερινή ζωή της, μ’ έντονα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας. Κάθε δημοκρατικός και προοδευτικός άνθρωπος πρέπει ν’ απαιτήσει από τη διεθνή κοινότητα, ΟΗΕ και Ε.Ε., αλλά κι απ’ την Τουρκία, που περιμένει τη συντριβή των μαχητών και μαχητριών του YPG απ’ τους τζιχαντιστές. Κάθε απαραίτητη βοήθεια πρέπει να δοθεί μέσα στις επόμενες ώρες και μέρες, ώστε το Κομπάνι να κρατήσει, ώστε το Κομπάνι να μη χαθεί».

Ο Σ. Κασιμάτης πρώτον, λέει ότι η κυνική στάση της Τουρκία έχει ιστορικό προηγούμενο (την καθυστέρηση της κατάληψης της Βαρσοβίας από τα σοβιετικά στρατεύματα το 1944), επομένως το ενδεχόμενο της άλωσης της κουρδικής αυτής πόλης από τους «αποκεφαλιστές» δεν πρέπει να μας αναστατώνει.
Και συνεχίζει: «Μια βόμβα πέφτει στον κήπο, διαλύει τα πάντα, εμείς, ατενίζοντας το χάσμα που άφησε, αναρωτιόμαστε τι να απέγιναν τα ωραία μας τριαντάφυλλα. Παρομοίως, η Ν. Βαλαβάνη μάς εφιστά την προσοχή στο τι «αποδεικνύει» η ύπαρξη της πόλης Κομπάνι για την αντιμετώπιση του θρησκευτικού φανατισμού, όταν ο θρησκευτικός φανατισμός απειλεί να τη σαρώσει».

Μα εδώ δεν μιλάμε για τριαντάφυλλα αλλά για ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ που χάρη στη δική τους φροντίδα ανθίζουν τα τριαντάφυλλα. Αν οι τζιχαντιστές μπουν στο Κομπάνι, δεν θα ξεριζώσουν μόνο τα λουλούδια, αλλά θα ακολουθήσει ανελέητη σφαγή ακριβώς γιατί τα τριαντάφυλλα αντιστάθηκαν.

Κι έτσι ο Σ. Κασιμάτης φτάνει σ’ έναν βελτιωμένο, όπως τον χαρακτηρίζει, δικό του ορισμό του «σκεπτόμενου αριστερού» υποστηρίζοντας ότι «αριστερός διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που επιλέγει να ζει στην πραγματικότητα που του αρέσει περισσότερο – ένας καταναλωτής ουτοπίας, σε μια ούτως ή άλλως καταναλωτική εποχή…» Μόνο που το Κομπάνι δεν είναι ουτοπία αλλά πραγματικότητα και, αν χαθεί, τη θέση του δεν θα πάρει ο ρεαλισμός, αλλά ένα νεκροταφείο. Το ενδιαφέρον για το Κομπάνι δεν είναι μια ευαισθησία του ελεύθερου χρόνου, αλλά έχει πολιτικό χαρακτήρα αφού δείχνει ότι η δημοκρατία και η ειρηνική συνύπαρξη διαφορετικών φυλών και θρησκευμάτων δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό της πολιτισμένης Δύσης, δείχνει ότι στον αντίποδα του δολοφονικού φονταμενταλισμού υπάρχει η αυτενέργεια, η δημοκρατική δράση του ίδιου του λαού.

Εδώ κι αιώνες αυτοί οι «καταναλωτές ουτοπίας» δεν πληρώνονται, δεν πληρώνουν με πιστωτική κάρτα ή μετρητά: πληρώνουν με το αίμα, με τη σκέψη, συχνά με τη θυσία της ίδιας τους της ζωής. Και δίχως αυτούς είναι αμφίβολο αν οι δημοσιογραφικοί σκορπιοί θα είχαν τη δυνατότητα να κεντρίζουν ακόμα και το βάτραχο που τους περνά στην απέναντι όχθη του ποταμιού. Τουλάχιστον η «ποιήτρια των λαφαζανιστών» πλήρωσε στα χέρια των βασανιστών της δικτατορίας και μάλιστα στην ηλικία των 20 χρονών. Και αυτό της επιτρέπει να μιλά γι’ ανθρώπους και λουλούδια.

M.T
Από mao