Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

H Κατιούσα στο Χαλάνδρι: Ένα πολύτιμο μάθημα δημοκρατίας (και επιτελεστικής υπονόμευσης)

Στις 28 Οκτωβρίου 2014, όπως κάθε χρόνο από το 1944, το ελληνικό κράτος γιόρτασε επίσημα την επέτειο της εισόδου της Ελλάδας στον β΄ ΠΠ με παρέλαση των μαθητών όλων των σχολείων. Στο δήμο Χαλανδρίου, οι νεαροί μαθητές των τοπικών σχολείων παρήλασαν υπό τους ήχους –όπως έγραψαν τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία αφιέρωσαν σημαντική κάλυψη στο γεγονός- του «ύμνου του ΕΑΜ».
   
Όπως βέβαια μπορεί να διαπιστώσει κανείς εάν παρακολουθήσει τα σχετικά βίντεο, ο ύμνος αυτός παίχθηκε μόνο από μπάντα, χωρίς τραγουδιστή ή χορωδία. Το σάιτ protagon.gr, το οποίο σκανδαλίσθηκε και εντός ωρών έσπευσε...
να οργανώσει ηλεκτρονική δημοσκόπηση για το θέμα, στο εισαγωγικό του κείμενο μας πληροφορεί ότι «οι μαθητές παρέλασαν υπό τον ύμνο του ΕΑΜ που, όπως είναι γνωστό, η μελωδία του ανήκει στην ‘Κατιούσα’, ένα παραδοσιακό ρωσικό τραγούδι. Οι στίχοι είναι του Βασίλη Ρώτα».
   
Όμως, ακριβώς, οι στίχοι αυτοί δεν ακούστηκαν κατά την παρέλαση. Αυτό που παίχτηκε ήταν η μουσική τής Κατιούσα, η οποία, σύμφωνα τουλάχιστον με τα στοιχεία που δίνονται στο Youtube κάτω από μία εκτέλεσή της με την Μαργαρίτα Ζορμπαλά, δεν είναι ακριβώς παραδοσιακή αλλά επώνυμη σύνθεση κάποιου M. Blanter.
   
Σύμφωνα τώρα με μία άλλη πηγή, το τραγούδι γράφτηκε το 1938:

Στα Ρωσικά «Κατιούσα» είναι το χαϊδευτικό του ονόματος Αικατερίνη, “Κατερινούλα”, λοιπόν. Τα σοβιετικά ρουκετοβόλα BM-8, BM-13 και BM-31Η ονομάστηκαν έτσι από ένα δημοφιλές ρωσικό τραγούδι του 1938. Οι στίχοι του μιλούν για ένα κορίτσι που λαχταρά τον αγαπημένο της που υπηρετεί στον στρατό στα σύνορα.

Χρησιμοποιώντας τον όρο με αυτή την έννοια των ρουκετοβόλων, και αξιοποιώντας την ύπαρξη απολύτως ομόηχου όρου στα ελληνικά, ο Μανώλης Ρασούλης έγραψε και τραγούδησε ο ίδιος (σε μουσική τού Γιεχούντα Πόλικερ) τους παρακάτω στίχους:

Κάθε σου λέξη, Κατιούσα.
Πήρε η σχέση μας την κατιούσα.

Αυτό ήταν μόνο ένα δείγμα από ένα τεράστιο παιχνίδι με τις λέξεις ή/ και με τις μελωδίες που γέννησε η σύνθεση του κ. Blanter. Για να μείνουμε μόνο στην Ελλάδα, προσωπικά θυμάμαι την ίδια αυτή μελωδία –με άλλους κάθε φορά στίχους- να χρησιμοποιείται σε δύο διαφορετικές διαφημίσεις επί δικτατορίας, μία για το ΠΡΟ-ΠΟ και μία για τις κονσέρβες ψαριού ΦΛΟΚΟΣ. Από προσωπική μαρτυρία, πληροφορούμαι ότι είχε επίσης αξιοποιηθεί και από τα ελληνικά κατηχητικά μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του 80, με το εξής πρώτο τετράστιχο:

Σύντροφοι των ιεραποστόλων
θέλουμε να γίνουμε και μεις
και τα βήματα των αποστόλων
ν’ ακολουθήσουμε στα πέρατα της γης.

(Προσέξτε επίσης εδώ την κάπως απρόσμενη εμφάνιση της λέξης «σύντροφοι» στην αρχή αρχή των στίχων).

Τι σημασία έχουν όμως όλα αυτά;
   
Την εξής: ότι η μελωδία αυτή είναι ένας μουσικός χαμαιλέων. Έχει μία ταυτότητα, αλλά πάλι έχει πολλές· και μπορεί να πάρει ακόμα περισσότερες. Το νόημά της είναι σαφές, αλλά είναι και ανοιχτό, ή/ και μπορεί να συνδεθεί με πρακτικά οτιδήποτε. Είναι ένα σημαίνον σταθερό αλλά και η ίδια η αστάθεια.
   
Η χρήση της μουσικής αυτής ως υπόκρουσης για να διασχίσουν ατσούμπαλα και χαβαλεδιάρικα το δρόμο ενός ελληνικού δήμου τα παιδιά των δημοτικών του σχολείων στις 28 Οκτωβρίου, υπήρξε μία αριστουργηματική κίνηση σημειολογικού ανταρτοπολέμου, και ταυτόχρονα ένα πολύτιμο μάθημα δημοκρατίας και επιτελεστικότητας. Η κίνηση αυτή θεωρώ ότι δεν έρχεται σε αντίθεση, αλλά αποτελεί ιδανικό συμπλήρωμα για την αντίστοιχη ντε φάκτο ματαίωση της παρέλασης του 2011 στη Θεσσαλονίκη, και για κάθε άλλη προσπάθεια αγωνιστικής αντιπαράθεσης με αυτήν.
   
Τόσο η μία, όσο και ή άλλη τακτική συνιστούν ισάριθμες –και από άποψη αρχής ισοδύναμες- μεθόδους να εισβάλει ο ανταγωνισμός σε έναν χώρο που μέχρι τότε φαινόταν κλειστός και αδιαπέραστος απ’ αυτόν. Η χρήση μιας μουσικής που έχει χρησιμοποιηθεί (μεταξύ άλλων και) για τον ύμνο του ΕΑΜ, αλλά που σίγουρα δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ μέχρι τώρα για παρελάσεις της «μαθητιώσας νεολαίας», συνιστά ένα αυθεντικά queer εγχείρημα επανοικειοποίησης και μεταστροφής ενός σημαίνοντος που μέχρι τώρα φαινόταν πλήρες και αδιαμφισβήτητο, και τώρα εμφανίζεται σε όλη την κενότητα και την αστάθειά του.
   
O Πλάτων, ένας από τους μεγαλύτερους πολέμιους της δημοκρατίας, μας διαβεβαιώνει ότι «η εισαγωγή ενός νέου είδους μουσικής είναι επίφοβη, καθότι τρομερά επικίνδυνη: πουθενά δεν μεταβλήθηκαν οι τρόποι της μουσικής χωρίς να μεταβληθούν μαζί τους και οι ύψιστοι πολιτικοί νόμοι»[1].
   
Το άκουσμα της Κατιούσας στο Χαλάνδρι, ευτυχώς για μας, ήρθε να επιβεβαιώσει τους εφιάλτες του. Καθώς φυσικά και τους εφιάλτες τού Αδώνιδος Γεωργιάδη, του Πλεύρη, των –όχι και τόσο- freepress και όλων των οπαδών της θεωρίας του ακραίου κέντρου. Επίσης, και κυρίως, ήρθε να θυμίσει ότι οι δήμοι και οι κοινότητές μας, ή μάλλον η κοινότητά μας συνολικά, η συνύπαρξή μας, είναι – όπως κάθε κοινότητα- διαρκώς θεμελιωμένη σε ένα μη θεμέλιο. Ο «μέγιστος πολιτικός νόμος» που την συνέχει δεν είναι ένα πάγιο νόημα, φέρ’ ειπείν το νόημα που δίνουν επί μισό αιώνα αμετάβλητα σουξέ τού τύπου «Των εχθρών τα φουσάτα διαβήκαν», αλλά η διαρκής δυνατότητα αποδιάρθρωσης του νοήματος, εμφάνισης πολλαπλών εναλλακτικών νοημάτων στη θέση του μοναδικού. Η κοινότητα δεν υπήρξε ποτέ, όπως έγραψε και ο Ζαν-Λυκ Νανσύ, σε ένα κείμενο στο οποίο μιλάει, ακριβώς, για το ναζισμό –καληώρα.
   
Το παιάνισμα της Κατιούσα στο Χαλάνδρι δεν καταργεί τον «ύψιστο νόμο» για να τον αντικαταστήσει με έναν άλλο. Δεν καταργεί την κοινότητα. «Αυτό που ‘χάθηκε’ από την κοινότητα χάθηκε μόνο υπό την έννοια ότι μία τέτοια ‘απώλεια’ είναι συστατική της ίδιας της ‘κοινότητας’» (Νανσύ, ό.π.). Κάνει κάτι χειρότερο –δηλαδή καλύτερο: διατηρεί τα στρατεύματα του αντιπάλου και εκμεταλλεύεται τη δύναμή τους[2]. Αξιοποιεί τη σύμβαση, η οποία θέλει τη μέρα αυτή να γιορτάζουμε το ΟΧΙ στο φασισμό, και εισάγει στον εορτασμό ένα υλικό το οποίο ντε γιούρε (θα μπορούσε κάλλιστα να) ανήκει στο πλαίσιο αυτό, αλλά ντε φάκτο μέχρι σήμερα ήταν αποκλεισμένο. Έτσι, αναγκάζει τους υπεύθυνους αυτού του αποκλεισμού να αντιδράσουν και να αποκαλύψουν αυτή την απόσταση ανάμεσα στη θεωρητική σύμβαση και την υλική επιτέλεση. (Και έτσι την υποκρισία τους). Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για μια εξαιρετικά ευφυή –και ευφορική- υλοποίηση της τακτικής της «δημόσιας συνωμοσίας», ισάξια με εκείνες του Μακιαβέλλι και του (κατά Δ. Παπανικολάου) Καβάφη. Μια υλοποίηση από την οποία έχουμε να διδαχθούμε.
   
[1] «εἶδος γὰρ καινὸν μουσικῆς μεταβάλλειν εὐλαβητέον ὡς ἐν ὅλῳ κινδυνεύοντα: οὐδαμοῦ γὰρ κινοῦνται μουσικῆς τρόποι ἄνευ πολιτικῶν νόμων τῶν μεγίστων». Πολιτεία, 4.424c.
   
[2] Πρβλ. Φρανσουά Ζυλλιέν, Εγκώμιο της απραξίας. Η αποτελεσματικότητα στην κινεζική σκέψη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013, σ. 81: «το βιβλίο του Σουν Τζου περιέχει μια φράση που έχει ξαφνιάσει πολλούς ευρωπαίους ερμηνευτές: ‘Είναι προτιμότερο να διατηρήσεις τα στρατεύματα άθικτα’. Όχι μόνο τα δικά σου στρατεύματα, αλλά και τα στρατεύματα του αντιπάλου. Το να σκοτώσεις ανθρώπους, θα το αναγνωρίσετε ασφαλώς κι οι ίδιοι, συνιστά πάντοτε ένα είδος απώλειας. Προτιμότερο είναι να τους στρέψεις προς τη δική σου πλευρά, ούτως ώστε να ενισχυθεί το δυναμικό σου. Έτσι, απέναντι στην καταστροφή, που αποτελεί την κορύφωση της ευρωπαϊκής ‘πράξης’ (…), η Κίνα προτάσσει την αποδιάρθρωση: στο πλαίσιο μιας διακριτικής, σφαιρικής και συνεχούς διαδικασίας μεταμόρφωσης».
  
Του Άκη Γαβριηλίδη από Nomadic universality