Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

«Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων του» - ποιων δηλαδή;

Σε κάθε περίπτωση, τα τεκταινόμενα, προαχθέντα και πραγέντα στην τελευταία Κ.Ε., καθώς και ιδίως όσα δεν έγιναν, συμπυκνώνουν μέσα στη γραφειοκρατική τους ασάφεια, αδράνεια και αμορφία έναν πιθανό θάνατο και ένα πιθανό πένθος ως ενδεχόμενο σοβαρό κίνδυνο, αν δεν υπάρξουν έγκαιρα αντίρροπες κινήσεις.

Η τελευταία Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ (18-19/10/2014) είχε μπροστά της τρία πολιτικά καθήκοντα να επιλύσει:...
α) αυτό του ικανοποιητικού απολογισμού  και προγραμματισμού του κόμματος εν όψει μιας μακράς ή και σύντομης  προεκλογικής περιόδου, β) να απαντήσει εξειδικεύοντας την πολιτική κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών μας εν όψει των εκλογών και γ) να τοποθετηθεί, κατόπιν των σημαντικών εξαγγελιών και πολιτικών δεσμεύσεων  του προέδρου στην Θεσσαλονίκη, για την αναγκαία διεύρυνση ή μη και την προώθηση/ δημοσιοποίηση του άμεσου κυβερνητικού μας προγράμματος. Η διασύνδεση των παραπάνω σημείων με την κατάσταση του άμεσου και μεσοπρόθεσμου προγράμματός μας, με την κατάσταση του εργατικού κινήματος και των λοιπών μαζικών κινημάτων και με τη συλλογική και δημοκρατική λειτουργία του κόμματος θα έπρεπε να τεθούν στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας. Συνέβη, όμως, κάτι τέτοιο; Δυστυχώς, όχι σε ικανοποιητικό βαθμό. Iδίως, η οριακή και με ελάχιστη διαφορά καταψήφιση της τροπολογίας της Αριστερής Πλατφόρμας που αναφερόταν σε μια  αυτονόητη, κατά τη συνεδριακή μας απόφαση, επέκταση του άμεσου προγράμματός μας (κοινωνικοποίηση τραπεζών, ανάκτηση υπό δημόσιο έλεγχο και ιδιοκτησία  ιδιωτικοποιημένων δημοσίων επιχειρήσεων και άλλων δημοσίων  αγαθών, κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ, δίκαιο και αντιπλουτοκρατικό φορολογικό σύστημα), επέκταση αναγκαία και για την ίδια τη χρηματοδότηση του άμεσου προγράμματος, αλλά και η ίδια η γραφειοκρατική και μη  απολύτως διαφανής κορύφωση της συζήτησης για το ζήτημα των συμμαχιών είναι παράμετροι, που θα πρέπει να μας εμβάλουν σε βαθιά ανησυχία. Και να διαλύσουν κάθε εφησυχασμό, σύμφωνα με τον οποίο η ηγεσία του κόμματος θα μπορούσε να επιλύσει με σχεδόν «λευκή κάρτα» της Κ.Ε. (και μάλιστα ουσιαστικά όλων των πτερύγων της τελευταίας) αποτελεσματικά και επωφελώς για το ριζοσπαστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών. Στην πραγματικότητα, και εφόσον παραμένει ανοιχτό το πώς θα επιλυθεί το ζήτημα των συμμαχιών, οι οργανώσεις μελών αλλά και τα ενδιάμεσα κομματικά όργανα οφείλουν να στείλουν ισχυρό και σαφές μήνυμα προς την Κ.Ε. αλλά και προς την κομματική ηγεσία σχετικά με την άρνηση συνεργασίας, συλλογικά και κατά μόνας, με την ΔΗΜΑΡ, το Ποτάμι, ή όψιμα ανησυχούντες για τα μνημόνια πασοκογενείς και ανεξάρτητους κεντροαριστερούς ή κεντροδεξιούς βουλευτές. Αυτοί που διαχειρίστηκαν, επέβαλαν, οργάνωσαν ή υποστήριξαν το αργότερο από το 2010 (και πάντως το αργότερο το 2012) και μετά τα μνημόνια  και τους εφαρμοστικούς νόμους, αυτοί που αργότερα εμφανίσθηκαν ως πρόθυμες μνημονιακές εφεδρείες, δεν μπορούν να έχουν θέση στις γραμμές μας, στις λίστες των υποστηρικτών μας και στα ψηφοδέλτιά μας, όσο ανοιχτά και αν πρέπει να είναι αυτά. Οι διατυπώσεις της συμβολής της Αριστερής Πλατφόρμας στο θέμα αυτό, ιδίως όσον αφορά την ΔΗΜΑΡ και τους Πασοκογενείς, ήταν απόλυτα καθαρές και κρυστάλλινα σαφείς στο ζήτημα αυτό και, αν είχαν υιοθετηθεί, θα μπορούσαν να έχουν στρέψει την πολιτική του κόμματος για τις συμμαχίες σε ορθή και σαφή πολιτική κατεύθυνση. Μήπως μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτό θα μείωνε την ευελιξία των πολιτικών μας συμμαχιών ή και θα ενίσχυε την δυνατότητα του Σαμαρά να αποκτήσει τους 180 στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας; Δεν είμαι από αυτούς που θεωρούν άνευ σημασίας τη συγκέντρωση ή μη των 180 εδρών από τους Σαμαρά-Βενιζέλο, αντίθετα, έχω γραπτώς και προφορικώς υποστηρίξει ότι μια τέτοια αρνητική πολιτική εξέλιξη θα μπορούσε οριακά έως και να ματαιώσει για το ορατό μέλλον την προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς. Όμως, η μέθοδος της αποτροπής αυτής της εξέλιξης, η κατά περίπτωση ή κατά ομάδες κοινοβουλευτική και παρασκηνιακή «διαπραγμάτευση» ή απόπειρα πειθούς ή αντίθετα η πρακτική πολιτικοποίησης του ζητήματος και μετατροπής  του σε στόχο κινηματικής  δράσης του μαζικού κινήματος είναι σοβαρό πολιτικό δίλημμα που πρέπει να απαντηθεί.   

1. Μήπως θυμάστε το «’65»;

Στο ενδιαφέρον πρόσφατο βιβλίο του για το «αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα- από το 1952 έως και το 1967» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2014) ο Μάκης Μαϊλης, ηγετικό στέλεχος σήμερα του ΚΚΕ, υποστηρίζει την ορθή πολιτική και ιδεολογική θέση ότι η στρατηγική της ΕΔΑ και του ΚΚΕ  κατά τη δεκαετία του ’60 δεν ήταν μια πολιτική σεχταριστική/αριστερίστικη  αλλά, όλως αντιθέτως, μια πολιτική ουράς έναντι της Ένωσης Κέντρου, σύμφωνα και με το σχήμα περί «ειρηνικού περάσματος» του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Η θέση αυτή του Μ.Μ., παρά την ακροαριστερή γοητεία της,  έχει ένα κενό και μια καταφανή λογική αδυναμία: παρά το γεγονός ότι αυτή η γραμμή ουράς και υποταγής κορυφώνεται στην αδυναμία της ΕΔΑ-ΚΚΕ να παρέμβει αποτελεσματικά στο μεγαλειώδες κοινωνικοπολιτικό κίνημα των Ιουλιανών, ο συγγραφέας δεν έχει σχεδόν τίποτε να πει για αυτό το μεγάλο κίνημα ούτε για αυτήν ειδικά την τότε εκκωφαντική αδυναμία του ΚΚΕ. Η οπτική του τελικά το υποβαθμίζει, αφού αυτό δεν δημιουργήθηκε από μια ηγετική  «αριστερή» στροφή του τότε μάλλον σε ρεφορμιστική γραμμή ΚΚΕ και από κάποια αλάθητη ηγεσία του που θα έκανε αναδρομικά, κατά τη βούληση του Μ.Μ., αυτήν τη στροφή. H απουσία αυτή από το κείμενο του Μ.Μ., δυστυχώς, υπεραντισταθμίζει την ορθή «αριστερή» κριτική του στην τότε στρατηγική των ΕΔΑ-ΚΚΕ.

Ας σκεφτούμε, όμως, λίγο παραπάνω πάνω στο μεγάλο κίνημα του ’65 ξεπερνώντας το  παραπάνω βιβλίο. Ένα μεγάλο κοινωνικοπολιτικό μαζικό  κίνημα, ένα αυθεντικά εργατικό συγκρουσιακό κίνημα, από τα ισχυρότερα που έζησε η χώρα μας, που παρά το ότι οι στόχοι του δεν ήταν εμφανώς «αντικαπιταλιστικοί-σοσιαλιστικοί» αλλά δημοκρατικοί/ συνταγματικοί (άρση έκτακτου  καθεστώτος στρατού-μοναρχίας- ΗΠΑ, κατάργηση μοναρχίας, κατάργηση παρασυντάγματος) θα οδηγούσε πιθανά σε μια κρατική ρήξη, εφόσον οι στόχοι αυτοί και η δυναμική του κινήματος υπηρετούνταν από την τότε Αριστερά και με δεδομένο το ανελαστικό του μετεμφυλιακού  καθεστώτος (σας θυμίζει αυτό τίποτε το σύγχρονο;). Γι’ αυτό, άλλωστε, έγινε και η δικτατορία. Προφανώς, η νίκη της Ε.Κ. στις εκλογές του Μαϊου 1967 θα πυροδοτούσε πάλι την άλυτη πολιτική κρίση, ξεκινώντας από την απονομιμοποίηση της μοναρχίας και κλονίζοντας το όλο σύστημα εξουσίας. Όπως έχουν δείξει ικανοποιητικά οι Γιάννης Μαυρής και Χριστόφορος Βερναρδάκης («Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική  Ελλάδα», Αθήνα 1991), η δυναμική των Ιουλιανών απέκτησε χαρακτηριστικά μιας προεπαναστατικής ή επαναστατικής κατάστασης, αρκετά όμοιας με το γαλλικό Μάη, η οποία αγνοήθηκε ως τέτοια από την υπαρκτή Αριστερά και όταν συνέβη αλλά και αργότερα. 

H πολιτική κρίση του Ιουλίου 1965 προκλήθηκε τόσο από την οξεία σύγκρουση του βασιλιά με τον Γ. Παπανδρέου για τη συνταγματική διαδικασία καθορισμού της σύνθεσης της κυβέρνησης («θεωρία του κηπουρού») όσο και -εντονότερα- από την απόσπαση βουλευτών της Ένωσης Κέντρου με «εξαγορά» από τα μοναρχικά, καπιταλιστικά και ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των κέντρων εξουσίας. Φαινομενικά και κατά την εξωτερική μορφή των πραγμάτων, η κρίση του 1965 ήταν απολύτως αντίστροφης κατεύθυνσης από τη σημερινή: τότε, οι προοδευτικές δυνάμεις ζητούσαν από τους βουλευτές του Κέντρου να επιμείνουν στην κοινοβουλευτική τους νομιμότητα και να μην εξοκείλουν προς τα αντιδραστικά σχέδια. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι δυνάμεις της Αριστεράς ζητούν αφενός μεν οι «ενδιάμεσοι βουλευτές» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και μνημονιακού μπλοκ, που έχουν ήδη διαφοροποιηθεί από το μνημονιακό μπλοκ, να μην πάνε προς την υπερψήφιση της πρότασης της κυβέρνησης αλλά και καλούν κάθε βουλευτή που θέλει να διατηρήσει μια πολιτική υστεροφημία και ένα έντιμο όνομα να μην οδηγήσει την κοινωνία στο βάραθρο και  να μην υπερψηφίσει μια τέτοια πρόταση. Αυτή η έκκληση δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας «πρότασης αποστασίας» αλλά, αντίθετα, αντιστοιχεί σε μια έννοια ευρύτερου κοινωνικού-ταξικού  (και θα έλεγα και «εθνικού» κατά μια αντιιμπεριαλιστική έννοια και προσέγγιση) συμφέροντος, το οποίο σαφώς υπερέχει μιας τυπικής κομματικής νομιμοφροσύνης. Αυτό, πάντως, που είναι κοινό με το 1965 είναι η πίεση των αριστερών ή και ευρύτερα αντιμνημονιακων δυνάμεων προς τους βουλευτές -και ιδίως τους «ενδιάμεσους»- να μην γίνουν όργανα μιας απόλυτα αντιδραστικής  και κοινωνικά καταστροφικής εξέλιξης και να μην «εξαγορασθούν» πολιτικά - και όχι αναγκαστικά με την αναπόδεικτη  μέθοδο της δωροδοκίας. Ο λαϊκισμός -ο πραγματικός λαϊκισμός, η ρηχή υποτιμητική θωπεία στο λαό, και όχι τα «σκιάχτρα» των μνημονιακών που βαφτίζουν έτσι τα λαϊκά και εργατικά συμφέροντα και διεκδικήσεις- δεν είναι εναλλακτική λύση για τη ριζοσπαστική  Αριστερά και ενισχύει παρά αποδυναμώνει τους μνημονιακούς και την προπαγάνδα τους. Άλλωστε, οι εξαγορές στον κόσμο μας είναι πολύ πιο φίνες  και πολύμορφες από τους κοινούς πήλινους ή και ψηφιακούς «κουμπαράδες».

Η πίεση από τα «αριστερά» στους βουλευτές αυτούς πρέπει να αντιστοιχηθεί προς μια μαζική κινηματική πρακτική ανάλογη ή και όμοια προς αυτήν του καλοκαιριού του 1965 - αυτό, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν υπαινίσσεται και μια ανάλογης έκτασης βίαιη αντιπαράθεση, κάτι που μόνο ο κρατικός κατασταλτικός μηχανισμός με την παρέμβασή του μπορεί να το προκαλέσει.  Σημαίνει την πολιτικοποίηση του εργατικού και των λοιπών μαζικών κινημάτων, την ανάσχεση της απογοήτευσης και της ηττοπάθειας, οι οποίες έχουν χρόνια  συσσωρευτεί και την ανάπτυξη ενός «πεζοδρομίου», κατά την προσφιλή αναφορά των κυβερνητικών στελεχών και υπουργών, με απολύτως πολιτική στόχευση, το οποίο θα μπορούσε να πιέσει «ειρηνικά, μαζικά και δημοκρατικά» (προς αποφυγήν παρεξηγήσεων αυτό δεν αποκλείει μορφές άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος αντίστασης ή ανυπακοής),  καταλαμβάνοντας τους δρόμους  και τις πλατείες της Αθήνας, ώστε να αποφευχθεί/ ανατραπεί  το διαφαινόμενο κυβερνητικό σχέδιο, ανάλογα προς το κίνημα εκείνο που έριξε δύο κυβερνήσεις «αποστατών» το καλοκαίρι  του1965 και ανάσχεσε την περαιτέρω κίνηση των «αποστατών». Αν θεωρούμε ότι μπορεί να υπάρξει μια τέτοια δυνατότητα και οι λόγοι μας δεν είναι σκέτοι  πομφόλυγες, προκειμένου  να «νομιμοποιούμαστε» ως «αριστεροί/ές» μέσα στον καπιταλισμό και να διαχειριζόμαστε έτσι πολιτικά και ψυχολογικά την επιβίωσή μας μέσα στην ζούγκλα της καπιταλιστικής  κρίσης, τότε προς τι η τόση επιμονή να πείσουμε έναν προς έναν ή μια προς μια τους ενδιάμεσους βουλευτές και η σκέψη να τους ανοίξουμε το σπίτι μας και να τους φιλοξενήσουμε στα ψηφοδέλτιά μας, ενόσω ή αφού «δεν έχουν κάψει τις γέφυρες προς εμάς»; Προς τι το τόσο άγχος να χαρακτηρίσουμε τους ενδιάμεσους βουλευτές ή και δυνάμεις ως «πολιτικούς συμμάχους» -και με βάσει την αστήρικτη «λαϊκομετωπικής έμπνευσης» θεωρία ότι πάντοτε οι κοινωνικές συμμαχίες της Αριστεράς πρέπει να συνοδεύονται από «άνοιγμα»    στον πολιτικό «μεσαίο χώρο» και τους αστούς πολιτικούς- και μάλιστα, χωρίς να έχουμε «δει» ακόμη αυτούς τους συμμάχους κατ’ όψιν, με την επίκληση μιας κυβέρνησης «του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων του»;   

Ενδεχομένως, αυτό το πολιτικό άγχος να είναι κάπως δικαιολογημένο ή και ανεκτό. Να συνοδεύεται από μια υπόρρητη και πάντοτε - μη- εκφερόμενη εκτίμηση ότι το μαζικό κίνημα προσώρας μας «ψόφησε» ή μας «τελείωσε» κοινώς, ότι η παθητικοποιημένη και τρομοκρατημένη κοινωνία περιμένει τα πάντα από τη «σοφή» μας εκλογική παρέμβαση και μόνο, και, άρα ότι χρειάζεται τα πράγματα να «σπρωχτούν» άμεσα από τα πάνω. Όμως, η ηθική υποχρέωση να «λέμε την αλήθεια στον λαό», όπως θα μας πρότεινε ο Αντόνιο Γκράμσι, επιτάσσει, αν έτσι έχουν τα πράγματα, -πράγμα που έντονα αμφισβητώ-, να πάψουμε να ομνύουμε ψυχαναγκαστικά στις κινηματικές παρεμβάσεις και να πούμε ότι η λύση είναι η έμμεση πολιτική διαμεσολάβηση και «μόχλευση από τα πάνω» και η αναγκαία «μετατόπιση» των προγραμματικών μας στόχων και ότι, ακόμη, η λεγόμενη «ανάθεση» είναι κακό μεν πράγμα πλην, όμως, τώρα αναγκαίο. Το χειρότερο πράγμα δεν είναι οι «δεξιές μετατοπίσεις», μόλο που συνήθως είναι πολύ επιζήμιες για το κίνημα και αντιστοιχούν κατά κανόνα στο «μέσο όρο» των προηγούμενων  υποχωρήσεών και ηττών του, αλλά οι ψευδείς «αριστερές απολογητικές» πίσω από τις «μετατοπίσεις» που θέλουν δήθεν και το σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη. Το έχουμε ζήσει στον ΣΥΡΙΖΑ: και ταξική μεροληψία και ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και «άρση της λιτότητας» και πολιτικές συμμαχίες-«τακτικές» βέβαια- με τον «πολιτικό μεσαίο χώρο» και ευελιξία κοινοβουλευτικών και εκλογικών εγχειρημάτων και μεγάλη τραγικών διαστάσεων σύγκρουση που θα θέσει τα πάντα στο ζύγι, «ακόμη και τη ζωή μας», αλλά και χάιδεμα ταυτόχρονα των διεθνών και εθνικών κέντρων καπιταλιστικής εξουσίας, εμφανών ή και αφανών, και, βέβαια, συνεχής επίκληση του πιο ασυμβίβαστου, αταλάντευτου, διεθνιστικού  και ανοπορτούνιστου  «μαρξισμού» -αλήθεια, τι έχει τραβήξει διακόσια χρόνια  αυτός ο μαρξισμός!- και «χωρίς επιστροφή» στον Κέινς αλλά καθαρό άνοιγμα στο σοσιαλιστικό μέλλον και εμπιστοσύνη απόλυτη στην ηγεσία αλλά και  θεωρητικές αναφορές στους «κινδύνους» και τα «σύννεφα» που μαζεύονται γύρω της και πατριώτες αλλά και κοσμοπολίτες και με την αναγκαία κρατική ασφάλεια και με τους νοικοκυραίους αλλά  και «δικαιωματικοί» και με τις μειονότητες.  Και, τέλος, μετά τη «μεγάλη σύγκρουση», πάνω από όλα πολιτική και κοινωνική εθνική συνεννόηση και συμφωνία. Πράγματι, ενόψει και όλων αυτών των εμφανώς μετανεοτερικών και μη συμβιβάσιμων ή μη επιλύσιμων αντιφάσεων εντός του εδώ και καιρό μη συνεκτικού λόγου μας, η στάση μας απέναντι στο μαζικό κίνημα και στις όποιες προοπτικές ανάπτυξής του οφείλει να μεταβληθεί ριζικά. Κατ’ αρχήν, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το μαζικό κίνημα έχει δεχτεί μεγάλα πολιτικά  πλήγματα και παρ’ όλα αυτά κάποιοι τομείς του αντέχουν, πλήγματα που συνδέονται και με την ισχύ, ακαμψία και αδιαλλαξία του ταξικού αντιπάλου και με τις ίδιες τις δικές του χρόνιες κοινωνικές ή και πολιτισμικές αδυναμίες  αλλά και με την εξαιρετικά ελλιπή, λαθεμένη και αντιφατική κομματική παρέμβασή μας σε αυτό μετά το 2012 - η θεωρία της «αυτονομίας του κοινωνικού» δεν είναι το σφουγγάρι που σβήνει μονίμως τις πολιτικές ευθύνες μας ή τις πολιτικές μας επιλογές, αν είναι έτσι ας εγκαταλείψουμε τα πολιτικά υποκείμενα και ας βυθιστούμε στο «βαθύ κοινωνικό», όπως έκαναν  κατά καιρούς κάποιοι συνεπέστεροι ημών/υμών. Κατά δεύτερον, η αναφορά στο μαζικό και το εργατικό  κίνημα δεν σημαίνει, σύμφωνα με μια ξεπερασμένη «κκέδικη» αντίληψη, ότι οι άνθρωποι θα είναι στρατιωτάκια που θα κατεβαίνουν στον δρόμο κατ’ εντολήν όποτε το επιτάσσουν οι κοινοβουλευτικοί μας τακτικοί χειρισμοί και με βάση το κουδούνι κάποιου κομματικού δόκτορος Παβλόφ. Και εμείς ως κόμμα έχουμε κάνει χρήση αυτής της λογικής με τρόπους που μάλλον κούρασαν παρά ενέπνευσαν τους ανθρώπους.

Κατά τρίτον, χρειάζεται να πολιτικοποιήσουμε και να οξύνουμε τις υπαρκτές κινηματικές αντιστάσεις και κοινωνικές αντιθέσεις (αξιολόγηση στο Δημόσιο και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ασφαλιστικά ταμεία, αγώνες όπως αυτός των καθαριστριών, Σκουριές και άλλα περιβαλλοντικά μέτωπα, ζητήματα εργατικής νομοθεσίας, πάλη για τους μισθούς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, απολύσεις, κινήματα για τον ΕΝΦΙΑ, αντιφασιστικός και αντιρατσιστικός αγώνας κ.ά.), να συνδέσουμε την ιδέα ότι οι μικροί και μεγάλοι αγώνες μπορούν να κερδίσουν  από τώρα με την προοπτική  πτώσης της κυβέρνησης και εφαρμογής ενός εναλλακτικού προγράμματος και να προσπαθήσουμε να συνολικοποιηθούν και να συντονιστούν αυτά τα μέτωπα σε συνδυασμό και με την απόκρουση της επίτευξης των 180 βουλευτών και την πολιτική επιβολή της διεξαγωγής εθνικών εκλογών. Επίσης, last but not least, να καούν οι «πολλαπλές ατζέντες» και οι αποτυπώσεις της «διπλής γλώσσας» στην πλατεία Συντάγματος και να λέμε ανοιχτά σε κάθε φάση τι σκεφτόμαστε στο λαό και στους εργαζόμενους.

2. Μια καθαρή και σαφής πολιτική εκλογικών συμμαχιών είναι άμεσα  αναγκαία και εφικτή
Έχω τη γνώμη ότι η παρατεταμένη ασάφεια και η συνεχής μετάθεση του προβλήματος των πολιτικών συμμαχιών στο μέλλον λειτουργεί υπονομευτικά για το κύρος του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ και μειωτικά ακόμη και γι’ αυτήν την εκλογική του δυναμική, η οποία δεν συμπίπτει πάντοτε με τη συνισταμένη των δημοσκοπήσεων. Οι κοινωνικές δυνάμεις που μας ακολουθούν ή ορθότερα ο εργατικός-λαϊκός-αγροτικός-πληττόμενος μικροαστικός τομέας αυτών των δυνάμεων, η «αριστερή» κοινωνικά  και απείρως πλειοψηφική συνιστώσα των δυνάμει εκλογέων φίλων και υποστηρικτών μας, έχει στο εσωτερικό της διαφορετικές ταχύτητες συγκρότησης, πολιτικοποίησης, αποδεκτών πολιτικών αλλαγών, έντασης και βαθμού στη σύγκρουση που θα επιχειρήσουμε, έχει μια ποικιλία και διαφοροποιησιμότητα κοινωνικών αναγκών και προτεραιοτήτων. Για άλλους είναι προτεραιότητα τα 751 ευρώ, για άλλους η μη απόλυση, για άλλους η μη δήμευση της περιουσίας τους από τις τράπεζες, για άλλους η μακροχρόνια ανεργία, για άλλους οι εισφορές, για άλλους τα κόκκινα δάνεια. Σε όλους, όμως, και αυτό είναι ο πυρήνας της έντονης αριστερής ριζοσπαστικοποίησης του 2010-2012 και των ποιοτήτων της «που παρ’ όλα αυτά» εξακολουθούν να αντέχουν, είναι ένα πράγμα κοινό και αδιασάλευτο: η έντονη απώθηση και απόρριψη προς το σάπιο πολιτικό σύστημα, προς το «νοσηρό κοινοβουλευτισμό» και προς το πολιτικό προσωπικό που υποστήριξε τα μνημόνια και την εφαρμογή τους. Αυτό το ίδιο που εμείς οι αριστεροί το λέμε «απαξίωση» ή και σάπισμα του αστικού κοινοβουλευτισμού και το οποίο οι αντιδιαμετρικά προς εμάς τοποθετημένοι φασίστες, αν ήταν πιο εγγράμματοι, θα το έλεγαν «θάνατο της δημοκρατίας». Συνεπώς, αυτό που θα ήταν το καταστροφικότερο ακόμη και από μια προγραμματική αναδίπλωση, θα ήταν μια «δεξιά διεύρυνση» προς αυτό το πολιτικό προσωπικό και τα υπολείμματά του και μια αποδοχή ως «συμμάχων μας» δυνάμεων και προσώπων που πρωταγωνίστησαν στη διαδικασία λεηλάτησης των κοινωνικών και εργατικών συμφερόντων. Κατά δε την έννοια που ο λαϊκός κόσμος προσλαμβάνει την τάξη του ως ένα άλλο «έθνος» έναντι του αστικού έθνους και δεν ταυτίζει την εθνική αναφορά με την «εθνική ενότητα», είναι σωστό να ειπωθεί ότι τα πρόσωπα αυτά δίκαια θεωρούνται και ως «καταστροφείς του δημοσίου και του εθνικού συμφέροντος» (θέση που θα προκαλούσε «αντιεθνολαϊκιστική» αλλεργία στους δυνάμει συμμάχους μας της ΔΗΜΑΡ και ιδίως στους ιστορικούς αυτού του κόμματος, που όμως είναι αρεστοί και σε ένα δικό μας τμήμα). Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ από τμήμα της λύσης της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης θα γινόταν τμήμα του προβλήματος.    

Συνεπώς, η μη επίλυση του ζητήματος αυτού τώρα, κατά τον τρόπο που θα επέτασσε, άλλωστε, ακόμη και η περσινή συνεδριακή μας απόφαση, η αναβολή ωσότου τυχόν υπάρξουν «τετελεσμένα γεγονότα» ή εν πάση περιπτώσει καταστεί δύσκολη έως αδύνατη η συλλογική-δημοκρατική επίλυση του ζητήματος, είναι μια καθαρά αρνητική εξέλιξη και δεν συμβάλλει στη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς. Και είναι ακόμη πιο αρνητική, αν σκεφτεί κανείς ότι ενδεχομένως-ίσως υπήρχαν στην τελευταία Κ.Ε. οι δυνάμεις, οι συσχετισμοί και οι πρακτικές δυνατότητες που θα έλεγχαν και θα περιόριζαν αυτήν την εξέλιξη. Και είναι ακόμη πιο αρνητική, αν συλλογισθεί κανείς το βάθος χρόνου και την προοπτική των συστημικών επιθέσεων και αφομοιωτικών κινήσεων ενάντια στην πολύμορφη αριστερή-ριζοσπαστική τάση ή τάσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και τη θεσμική προβληματικότητα ορισμένων καταστατικών όψεων του ΣΥΡΙΖΑ (όπως η ανάδειξη του προέδρου ως διακριτού κομματικού οργάνου από το συνέδριο). Και είναι ακόμη πιο αρνητική, αν συλλογισθεί κανείς ότι οι σκέψεις και οι προβληματισμοί απέναντι στο συστημικό κίνδυνο «διά των συμμαχιών» είναι εδώ και καιρό διαμορφωμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ και πώς «όποιος έχει έγκαιρα προειδοποιηθεί έχει τον χρόνο και για να προετοιμασθεί» (Ουίνστον Τσόρτσιλ). Παύση.

3. Ιντερμέντζο συναισθηματικής χαλάρωσης: για την επιλεκτική πολιτική χρήση των λέξεων και των εννοιών και την ύστερη αστική πολιτική κυριαρχία
Είναι φανερό ότι οι «συνιστώσες» της κυβέρνησης Σαμαρά εδώ και πολύ καιρό παίζουν με τη γλώσσα και επιχειρούν -χάριν της πολιτικής επικοινωνίας- να αλλάζουν διαρκώς τις παγιωμένες γλωσσικές χρήσεις των εννοιών. Από την εποχή που η κατάργηση των μνημονίων έγινε απεμπλοκή, απαγκίστρωση, προοπτική λήξης, έξοδος κ.λπ., έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση όπου το «μνημόνιο» νοείται άλλοτε ως χρηματοδοτικό πρόγραμμα, άλλοτε ως νομικό και θεσμικό καθεστώς, άλλοτε ως η νομική εφαρμογή της δανειακής σύμβασης, άλλοτε ως ένα «κακό που τώρα πέρασε», άλλοτε ως η κακή μας η μοίρα.

Ο βομβαρδισμός των ανθρώπων καθημερινά, από την κυβέρνηση και τα φίλια προς αυτήν ΜΜΕ, από διαφορετικές, εναλλασσόμενες και συγκρουόμενες πολιτικά γλωσσικές χρήσεις των ίδιων λέξεων δεν είναι απλώς μια επικοινωνιακή κατάσταση αλλά ένας μηχανισμός εξουσίας και αδρανοποίησης, μαζικής χειραγώγησης, όπως θα έλεγε και ο Τσόμσκι. Με τον τρόπο αυτόν, η σύγχυση γενικεύεται και ο «κυρίαρχος» δεν είναι μόνον αυτός που κηρύσσει την «κατάσταση εξαίρεσης» αλλά και -κυρίως- εκείνος που ορίζει το πεδίο και τις τακτικές των λεκτικών παιγνίων, τη διαβαθμισμένη, συγχυτική, παραμορφωτική γλωσσική χρήση καθώς και τη χωρίς έλλογο πυρήνα μείξη και αμοιβαία ή αλληλοαποκλείουσα ακύρωση των διαφορετικών γλωσσικών χρήσεων μιας λέξης ή μιας κατάστασης. Οι λέξεις δεν σημαίνουν πλέον τίποτε ή σημαίνουν τα πάντα. Το νεκροζώντανο Μνημόνιο πέθανε, αλλά και θα υπάρχει για πάντα. Ο νεοφιλελευθερισμός αποσιωπάται πια από όλους, δεξιούς και αριστερούς, αλλά παραμένει η αποκλειστική ηγεμονική αστική στρατηγική στην Ε.Ε., τις ΗΠΑ και διεθνώς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου απέξω από τη γλωσσική κρίση, δεν είναι καθόλου  άμοιρος πλέον αυτής της γλωσσικής σύγχυσης ως στρατηγικού μηχανισμού «απομόνωσης» και εξουσίασης. Η συνεχής και υποτροπιάζουσα τροποποίηση και παραλλαγμένη εφαρμογή μιας έννοιας (όπως ενδεικτικά η «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» που γίνεται «κούρεμα», «διαγραφή του μεγάλου μέρους» (δηλαδή πόσου; 20 ή 80 %;), «πάγωμα», «ακόμη και η επιμήκυνση δεν είναι κακή», ξαναγυρνά ως «η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» κ.λπ.) εθίζει τους μεν πολιτικούς στην ανευθυνότητα και τον κυνισμό διά της λεγόμενης «δημιουργικής ασάφειας» («creative unclearness»), όπως δηλώθηκε και στην τελευταία Κ.Ε., σε ισχυρά δηλαδή «ναρκωτικά», τους δε εξουσιαζόμενους στη λογική «όλες οι εκφορές είναι άσχετες προς την πραγματικότητα», «άλλα λένε και άλλα θα κάνουν» ,«όλοι λένε ψέματα», «όλοι λένε τα ίδια», «ας ψηφίσουμε απλώς για να επιβιώσουμε», συμβάλλει δηλαδή στο γενικευμένο κυνισμό και στην πλήρη απομάγευση και απαξίωση της πολιτικής και της δημόσιας σφαίρας, στην απόλυτη ιδιωτικοποίηση της πολιτικής, η οποία είναι και η μητέρα όλων των ιδιωτικοποιήσεων του ύστερου  καπιταλισμού. Αυτό, αν συνεχιστεί για πολύ, δεν θα οδηγήσει στο επιθυμητό για εμάς βάθεμα της αστικής κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης υπέρ των ριζοσπαστικών εναλλακτικών προτάσεων, αλλά στην ύστερη αστική επίλυσή της διά της πλήρους καταστροφής της δημόσιας σφαίρας και της ίδιας της δυνατότητας πραγματικής επικοινωνίας μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Ο «τεχνοφασισμός» ή ορθότερα ο τεχνοολοκληρωτισμός, δεν είναι πολύ μακριά από μια τέτοια εξέλιξη. Και τότε η Χρυσή Αυλή θα ομοιάσει με ένα λούμπεν και βίαιο νηπιαγωγείο σε σχέση με τον νέο Λεβιάθαν, το  τέρας που θα αναδυθεί σταδιακά από το κοινωνικό χάος και την καπιταλιστική κρίση. Βεβαίως, η «εξαιρετική» και οπορτουνιστική χρήση της πολιτικής γλώσσας, όπως και γενικότερα η γλώσσα σε κρίση, δεν αποτελεί πολιτιστικό πρόβλημα κατά το κόμμα μας, τα πολιτιστικά προβλήματα στην Ελλάδα, βλέπετε, είναι βασικώς «χρηματοδοτικά».

Όπως αναφέρει ο συγγραφέας Λιούις Κάρολ (Lewis Caroll) στο έργο του «Μέσα από τον καθρέφτη», που αποτελεί συνέχεια της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων» (παραπομπή σε Π. Όστερ «Η τριλογία της Νέας  Υόρκης», Αθήνα 2014, Μεταίχμιο, σελ. 115 ):

«Όταν χρησιμοποιώ μια λέξη, είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι με τόνο μάλλον επιτιμητικό, αυτή σημαίνει αυτό ακριβώς που διάλεξα να σημαίνει. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Το ερώτημα είναι, είπε η Αλίκη, αν μπορείς να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα. Το ερώτημα είναι, είπε ο Χαμπτι Ντάμπτι, ποιος θα είναι ο κυρίαρχος. Αυτό είναι όλο».  

Το «σμιτιανό» επιχείρημα περί κυριαρχίας του Χάμπτι Ντάμπτι, πέρα από τη γλωσσική σύγχυση που επιφέρει ο εξουσιαστικός λόγος, αναφέρεται και σε μια άλλη σημαντική διάσταση, αυτήν της ετεροχρονισμένης και ασύμμετρης χρήσης των ιστορικών όρων του κομμουνιστικού κινήματος και γενικότερα της μαρξιστικής Αριστεράς για να υποδηλωθούν άλλα σημαινόμενα και να καλυφθούν σύγχρονες ανάγκες ριζικά άλλες των ιστορικών σημαινομένων. Το ότι ένα πολιτικό πρόγραμμα αναφέρεται στο «σοσιαλισμό» και στην «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής», όπως με «εμβρίθεια» διαπίστωσε στη Βουλή ο κ. Βορίδης, δεν σημαίνει ούτε ότι έχουν εμφανισθεί ήδη οι πολιτικοί όροι για ένα τέτοιο σχέδιο ούτε, πολύ περισσότερο, ότι το πολιτικό υποκείμενο αυτού του προγράμματος αναγκαστικά «εννοεί» και «αποδέχεται» κατά τις συνέπειές του ένα τέτοιο πρόγραμμα. Μπορεί, για ένα μεγάλο τμήμα αυτού του υποκειμένου, αυτός ο στρατηγικός σχεδιασμός να αποτελεί όχι μια απλή εξαπάτηση αλλά ένα αναγκαίο φαντασιακό του παρελθόντος που το εμπνέει και το εμψυχώνει για να πραγματώσει ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό παρόν (από έναν αριστερό κεϊνσιανισμό έως ένα σοσιαλφιλελεύθερο ρεαλιστικό σχέδιο). Αν όντως συμβαίνει αυτό, τότε έχουμε την ιδεολογική  επιβολή και προβολή των όρων «ενός νεκρού παρελθόντος» πάνω σε ένα «άφατο και απροσδιόριστο ακόμη μέλλον». Και αν αυτό, η αντίφαση δηλαδή φαντασιακού/συμβολικού και πραγματικότητας, για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ακόμη και για περιορισμένο ιστορικά χρόνο πραγματική διακύβευση, για τα περισσότερα κόμματα του ΚΕΑ αποτελεί μια αρκετά ρεαλιστική απεικόνιση του άχαρου παρόντος τους και του άδηλου μέλλοντός τους. Με τα λόγια του Μαρξ στη «Δεκάτη Ογδόη Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», «η παράδοση όλων των πεθαμένων γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στα κεφάλια των ζωντανών (…). Κι ακόμη όταν δείχνουν ότι καταγίνονται με τη δημιουργία κάτι εντελώς καινούριου, καλούν περίφοβοι σε βοήθεια τα πνεύματα του παρελθόντος δανειζόμενοι τα ονόματά τους, τα συναισθήματά τους, τις ενδυμασίες τους». Γι’ αυτό, άλλωστε, κατά τη γνωστή φράση, «οι νεκροί πρέπει να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς και η προλεταριακή επανάσταση να βρει το δρόμο της» και οι μαρξιστές του 21ου αιώνα, για να μην πέσουν θύματα της «ιδεολογίας», πρέπει να επανεφεύρουν και επανοικοδομήσουν  θεωρητικά αλλά και πρακτικά την αντικαπιταλιστική ανατροπή και όχι απλώς να επικαιροποιήσουν τα παρελθοντικά τους σύμβολα και να εφησυχάσουν.

4. Έξοδος από την τελευταία Κεντρική Επιτροπή

Η τελευταία Κεντρική Επιτροπή υπήρξε μια αδιαφανής, απρόσωπη, μη συνεκτική και μη προωθητική διαδικασία, ενόψει μάλιστα των άμεσων μεγάλων αναγκών στράτευσης και συσπείρωσης. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, το σχέδιο πολιτικής απόφασης ανακοινώθηκε ή μάλλον παρουσιάσθηκε από μικροφώνου χωρίς να μοιραστεί και να διαβαστεί από τα μέλη, τα οποία, όμως, ψήφισαν τελικά επί αυτού. Αυτό είναι πρωτοφανές και αποτελεί σοβαρή υποχώρηση/αλλοίωση σε σχέση με τον όποιο πολιτικό πολιτισμό έχουμε κατοχυρώσει. Δεν είναι τεχνικό πρόβλημα και δεν πρέπει να επαναληφθεί. Η έμπνευση στα μέλη και τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκινά από τις λίστες μελών ή τις λίστες φίλων ή τις λίστες στήριξης ή τις λίστες γάμου. Ξεκινά από τις σχέσεις αλληλεγγύης και τις σχέσεις αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης μεταξύ των υπαρκτών μελών και των υπαρκτών στελεχών του κόμματος. Ξεκινά, αν μη τι άλλο, από έναν δημοκρατικό, συμμετοχικό, ανοιχτό στα μέλη και διαφανή πολιτικό πολιτισμό με γνώση όλων των δεδομένων. Ξεκινά από μια διαφορετική ποιότητα σχέσεων ανάμεσά μας που μπορεί να αποτελέσει «παράδειγμα» για όλη την κοινωνία. Μήπως την είδατε;  

Επιπλέον, η τελευταία Κεντρική Επιτροπή ανέδειξε σοβαρά προβλήματα λειτουργίας του ανεκτίμητου και αναπαλλοτρίωτου αγαθού της ύπαρξης  ενδοκομματικών ιδεολογικών τάσεων με εσωτερική δημοκρατία και δημόσια λειτουργία και τοποθέτηση, αγαθού που κατακτήθηκε με πολύ αγώνα στο ιδρυτικό μας συνέδριο. Σύμφωνα και με την ορθότερη ερμηνεία της απόφασης του Συνεδρίου για τις τάσεις, αυτές διευρύνουν και εμπλουτίζουν τον πολιτικό και ιδεολογικό διάλογο μέσα στο κόμμα, πολιτικοποιούν βαθύτερα την εσωκομματική και τη δημόσια συζήτηση, εντάσσουν οργανικότερα τα μέλη στην κομματική ζωή και αφίστανται από τη μετατροπή τους σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς ή σε μηχανισμούς «καναλιζαρίσματος» των διαφωνιών ή και των συμφωνιών μέσα στο κόμμα. Αν έτσι έχουνε τα πράγματα, η παρούσα λειτουργία των τάσεων και ρευμάτων μέσα στο κόμμα δεν συνέβαλε ικανοποιητικά στην τελευταία Κ.Ε. στην κατανόηση και επίλυση των κρίσιμων πολιτικών ζητημάτων. Ο κίνδυνος της γραφειοκρατικής λειτουργίας του κόμματος παραμένει πάντοτε υπαρκτός, ενόψει μάλιστα της πιθανής μετατροπής του σε κόμμα διακυβέρνησης και του αντικειμενικού  κινδύνου «κρατικοποίησής» του. Αυτή την τάση την είχε προείδει από το 1905 ο συγγραφέας Ρομπέρτο Μίχελς μιλώντας για το «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» στα μαζικά αριστερά κόμματα και από τότε δεν έπαψε ποτέ σχεδόν να επαληθεύεται - με την εξαίρεση των μεγάλων επαναστατικών καμπών. Αν αυτός ο κίνδυνος ενισχυθεί, αυτό δεν θα οφείλεται διόλου στην ύπαρξη ιδεολογικών τάσεων αλλά μάλλον στην ελαττωματική λειτουργία τους. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι οι τάσεις  έχουν όλες συλλήβδην την ίδια ευθύνη ή ότι «όλοι μαζί το φέραμε ως εδώ», όσον αφορά τα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, το ζήτημα της γραφειοκρατικής αντίληψης υπάρχει αντικειμενικά για όλα τα ρεύματα της Αριστεράς.  

Σε κάθε περίπτωση, τα τεκταινόμενα, προαχθέντα και πραγέντα στην τελευταία Κ.Ε., καθώς και ιδίως όσα δεν έγιναν, συμπυκνώνουν μέσα στη γραφειοκρατική τους ασάφεια, αδράνεια και αμορφία έναν πιθανό θάνατο και ένα πιθανό πένθος ως ενδεχόμενο σοβαρό κίνδυνο, αν δεν υπάρξουν έγκαιρα αντίρροπες κινήσεις. Τον πιθανό θάνατο της πολιτικής μας αθωότητας και το πιθανό πένθος για το χαμένο ενθουσιασμό μας. Ορισμένοι, όπως ο σ. Δραγασάκης, αυτόν το θάνατο τον ονομάζουν εύστοχα «βίαιη ωρίμανση». Δεν συνιστά αυτή η αποστροφή απόλυτο εννοιολογικό λάθος, καθώς ο θάνατος, υλικός ή συναισθηματικός, διαλεκτικά αποτελεί άρνηση της ζωής και, άρα, αντικειμενικό βίαιο προχώρημα και ολοκλήρωση ενός προτσές  βιολογικής και ψυχικής ωρίμανσης και ακόμη και η σήψη παράγει νέα ζωή. Αν, όμως, ο θάνατος του ενθουσιασμού μας αποτελέσει τη βάση της νέας  ωρίμανσης, η ωρίμανση αυτού του τύπου θα επιφέρει λίγο ή πολύ αργότερα και τον ίδιο τον θάνατο αυτού του  πολιτικού υποκειμένου (δες και την ιστορία του ΠΑΣΟΚ - αλλά τι ρόλο παίζει, εμείς δεν «μπορούμε» να γίνουμε ΠΑΣΟΚ λόγω ιστορικής ούγιας και «καλής ανατροφής»). Ενδεχομένως, όμως, έχουμε ακόμη κάποιον χρόνο και αρκετές δυνάμεις για να τα αποφύγουμε όλα αυτά τα δυσάρεστα και να τα ανατάξουμε. Όπως έλεγαν οι παλαιοί κομμουνιστές, η ζωή θα δείξει. Ή, όπως λένε οι μουσουλμάνοι, ο Θεός είναι μεγάλος.

Δημήτρης Μπελαντής από rproject