Σημειώνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος
Σαν σήμερα, πριν από δέκα χρόνια, «κήρυξα» έναν προσωπικό, σημειολογικό ανταρτοπόλεμο εναντίον του νέου ολοκληρωτισμού, εναντίον του τέλους της ιστορίας, εναντίον της συναίνεσης στο πολιτικό κέντρο, που συμπίπτει έως ταυτίσεως με το ιδεολόγημα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και την διολίσθηση του πολίτη σε μια ναρκωτική παθητικότητα ή σε μια συμπλεγματική αντιδραστικότητα, η οποία επίσης παραδόξως τον αδρανοποιεί, ενισχύοντας ένα φαρσοειδές φαινόμενο:...
Σαν σήμερα, πριν από δέκα χρόνια, «κήρυξα» έναν προσωπικό, σημειολογικό ανταρτοπόλεμο εναντίον του νέου ολοκληρωτισμού, εναντίον του τέλους της ιστορίας, εναντίον της συναίνεσης στο πολιτικό κέντρο, που συμπίπτει έως ταυτίσεως με το ιδεολόγημα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και την διολίσθηση του πολίτη σε μια ναρκωτική παθητικότητα ή σε μια συμπλεγματική αντιδραστικότητα, η οποία επίσης παραδόξως τον αδρανοποιεί, ενισχύοντας ένα φαρσοειδές φαινόμενο:...
το πάντρεμα του σοσιαλισμού με τον νιτσεϊσμό!
Στον σημειολογικό αυτό ανταρτοπόλεμο δεν βρήκα συνεπή συμπαράσταση από γνωστούς και φίλους, ούτε ασφαλώς από μικρό έστω τμήμα του πολιτικού συστήματος, ή τουλάχιστον από κάποιο κίνημα που όριζε/ορίζει τον εαυτό του ως προοδευτικό και ανατρεπτικό. Η Ελλάδα που γνώριζα βούλιαζε στο τέλμα μιας ιδιαίτερης σημειολογίας της καθημερινότητας, η οποία από την μια κυριαρχείτο από το lifestyle των σημερινών πτωχευμένων ή υπό-πτώχευση και το lifestyle αγανακτισμένων φασιστοειδών, ενώ από την άλλη από τον ψυχωτικό έως σχιζοφρένιας αριστερισμό.
Συμπαράσταση ωστόσο - τόσο θερμή σε κάποιες περιπτώσεις, που ακόμη συνεχίζει να με εκπλήσσει - βρήκα λίγο καιρό αργότερα, με την άνθηση της διαδικτυακής επικοινωνίας και στην χώρα μας, από bloggers με τους οποίους δεν είχα καμία απολύτως προσωπική επαφή. Σε αυτούς προστέθηκαν αργότερα και γνώριμοί μου, ανήσυχοι και δημοκρατικοί δημιουργοί των Νέων Μέσων, των οποίων την ιδιαίτερη κοινωνική ευαισθησία είχα διακρίνει κατά την περίοδο 1984-2004, κατά την οποία είχα επαγγελματική εμπλοκή με την δημοσιογραφία στην Ελλάδα. Αυτοί ήταν που έδωσαν χώρο και ισχύ στον «ανταρτοπόλεμό» μου, σε προφανή αντίθεση - σε ορισμένες περιπτώσεις - με την προσωπική τους κοσμοαντίληψη, πολιτική πεποίθηση, ή ακόμη σε αντίφαση με το κεντρικό μήνυμα της διαδικτυακής τους παρέμβασης.
Αυτοί ήταν που κινούμενοι με ανιδιοτέλεια οδήγησαν στο να διαψευστεί εμπράκτως η πεποίθησή μου πως ο γενικός κώδικας επικοινωνίας - και άρα συνύπαρξης – στην Ελλάδα έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από τον θόρυβο της νεοφιλελεύθερης αγοράς, του κομματισμού, της αριστεριστικής ή δεξιοφασίζουσας υστερίας, όπως ασφαλώς και από την διαστροφική του πολιτικού φαινομένου παρέμβαση της διαπλοκής. Πίστευα κάποια στιγμή πως το πλήγμα στον γενικό κώδικα επικοινωνίας ήταν τέτοιου βαθμού που ουσιαστικά εκμηδένιζε την πιθανότητα να αναπτυχθεί ένα εναλλακτικό σύστημα γνωστικής προσέγγισης της εμπειρίας στην Ελλάδα, στη βάση ενός κοινωνικά πραγματιστικού, σφοδρά απομυθοποιητικού, αντι-θυματοποιητικού, αντι-πατερναλιστικού και αντι-φατριαστικού μοντέλου.
Ο σημειολογικός (μου) ανταρτοπόλεμος είχε έναν και μοναδικό σκοπό: να δημιουργήσει αντισώματα εναντίον κάθε μορφής ολοκληρωτισμού, με συστηματικό ωστόσο τρόπο στα όρια του σχολαστικισμού κάποιες φορές και απόλυτο σεβασμό στην αρχαιολογία και γενεαλογία των εννοιών που διαπραγματευόμουν. Ήταν - όπως το έβλεπα εγώ - μια απόπειρα να θεμελιωθεί μια κάποια πιθανότητα επιβίωσης στον ελεύθερο άνθρωπο στην Ελλάδα, ο οποίος ασφαλώς να εννοούσε την ελευθερία του με κοινωνικούς όρους ισότητας. Έβλεπα αυτόν τον άνθρωπο να ισοπεδώνεται καθημερινά μεταξύ της ολοκληρωτικής πολιτικής αφήγησης των κυρίαρχων ΜΜΕ και της όποιας ολοκληρωτικού χαρακτήρα αντίδρασης προς αυτά.
Ακριβώς αυτή η ισοπέδωση καταλήγει στην νάρκωση ή/ και στις ψευδαισθήσεις. Και ψευδαίσθηση δεν είναι το πολιτικό όραμα ή αυτό που αντιφάσκει στο (κοινωνικό) όνειρο ή στο όραμα, αλλά αυτό που δεν διακρίνει το όραμα από την κοινωνική, παραγωγική και παγκόσμια πραγματικότητα. Αυτό που είτε προπαγανδίζει την συντήρηση του κυριάρχου συστήματος δια μιας ρεαλιστικής ή νεορεαλιστικής αφήγησης, είτε προπαγανδίζει την υπέρβασή του ή την ανατροπή του, παραγνωρίζοντας όλες τις αντικειμενικότητες που συνθέτουν τις πραγματικότητες στην ιστορική συγκυρία (: υλικές και ρηματικές τάξεις πραγμάτων).
Ο σημειολογικός ανταρτοπόλεμος, λοιπόν, για τον οποίον ομιλώ και με τον οποίο επικοινωνώ μαζί σου αναγνώστη, με φορείς ανθρώπους που αποτελούν διαδικτυακά Μέσα - τα οποία υπάρχουν ακριβώς για να διαψεύδουν διαλεκτικώς την άποψη πως εκεί όπου θριαμβεύει ο ολοκληρωτισμός των ΜΜΕ, πεθαίνει ο άνθρωπος - είναι μια διαρκής μάχη με το καθεστώς των ψευδαισθήσεων. Χρησιμοποιώντας μάλιστα τις αρχές της βιο-οικονομίας και την λειτουργία της βιο-πολιτικής στην καθημερινή πρακτική (και κριτική ασφαλώς), αυτός ο «ανταρτοπόλεμος» έρχεται να επαναφέρει την ζωή, την προσέγγιση της καθημερινότητας, από την περιοχή των ψευδαισθήσεων ή παραισθήσεων σε εκείνη των αισθήσεων – δίχως να αγνοεί την «παγίδα» και επίσης πραγματικότητα: η προέκταση των αισθήσεων δια των ΜΜΕ (παλαιών και νέων) αποτελεί η ίδια αυτή καθ’ εαυτή μορφή ψευδαίσθησης. Έστω… ας είμαι μια ψευδαίσθηση που προκαλεί για αισθησιακή προσέγγιση της καθημερινότητας και κοινωνικώς πραγματιστική αντίληψη της πολιτικής διαδικασίας. Αυτό κάνει ο σημειολογικός (μου) ανταρτοπόλεμος!
Και υπό αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζω το Κοινωνικό Ζήτημα στην Ελλάδα, το οποίο αποτελεί παράπλευρη συνέπεια της ολοκληρωτικής προσέγγισης της οικονομικής κρίσης, με κανόνα τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και προσήλωση στο νεοηγεμονικό, μετανεωτερικό, ευρωπαϊκό φαινόμενο, υπό την ηγεσία της γερμανικής ελίτ.
Στο πλαίσιο της γνωστικής αποκρυστάλλωσης αυτού του Κοινωνικού Ζητήματος, αναπτύσσεται στην Ελλάδα η σύγχρονη σημειολογία της φτώχειας. Την βλέπεις στα Πρωτοσέλιδα, στις Αναρτήσεις του διαδικτύου και φτάνει σε εσένα από δεξιά και αριστερά, είτε ως το τέλος της ιστορίας, είτε ως αρχή μιας νέας ευαισθησίας. Θυμάμαι τον πρώην υπουργό πολιτισμού Πάνο Παναγιωτόπουλο να δηλώνει στους σύγχρονους φιλοσόφους του κόσμου μας: «οι Έλληνες μπορούν και με λίγα»! Η discourse της φτώχειας κυριαρχεί στον πολιτικό λόγο, όχι μόνον από αριστερά και παραδοσιακά, αλλά και από δεξιά με την έννοια της λύτρωσης, του πατριωτισμού… και άλλων λογικών αδεξιοτήτων.
Αμέσως μετά τον «λόγο» καταλαμβάνουν του κόσμου τα απλοϊκά στερεότυπα, οι παροιμίες και τα γνωμικά για την φτώχεια, αλλά και αριθμητικές προσεγγίσεις παρακαλώ για να προσδιοριστεί το κοινωνικώς ανεκτό «ύψος» της φτώχειας στην πατρίδα μας, έτσι ώστε να καταλήξουμε στο τέλος στον μπαγαπόντη Σενέκα: «Φτωχός δεν είναι ο άνθρωπος που έχει λίγα, αλλά εκείνος που θέλει περισσότερα»!
Μάλιστα αγαπητέ αναγνώστη, σύγχρονος έλληνας, λοιπόν, δεν είναι ο άνθρωπος που έχει λίγα, αλλά εκείνος που θέλει περισσότερα, αν δεν είναι το αθώο θύμα του καπιταλισμού ή του νεογερμανισμού ή κάποιας συνομωσίας των απίστων ή κάποιας συνομωσίας των πιστών της «αγίας τραπέζης» όπου τα τρώγαμε όλοι μαζί!!! Η αφήγηση της φτώχειας σκοτώνει την πιθανότητα ο φτωχός να πάψει να είναι φτωχός επειδή υπάρχουν πλούσιοι!
Στον σημειολογικό (μου) ανταρτοπόλεμο δεν υπάρχει φτώχεια, όπως δεν υπάρχει πλούτος, υπάρχει μόνον διαδικασία φτωχοποίησης, όπως αντίστοιχα διαδικασία πλουτισμού. Έλεγε ο βραζιλιάνος Αρχιεπίσκοπος Dom Helder Camara «όταν δίνω τροφή στους φτωχούς, με λένε άγιο. Όταν ρωτάω γιατί οι φτωχοί δεν έχουν τροφή, με λένε κομμουνιστή». Εγώ ξέφυγα παρα-τρίχα από την αγιοσύνη, ενώ συνεχίζω να αγωνίζομαι για να μην ενδώσω στην κομμουνιστοσύνη. Εγώ, δεν ρωτώ για την φτώχεια στην Ελλάδα, αλλά εξηγώ την πολιτικοοικονομική σκοπιμότητα της διαδικασίας φτωχοποίησης, προσεγγίζοντας αναλυτικά τα συγκεκριμένα μέσα φτωχοποίησης, τις πολιτικές, διεθνοπολιτικές και κοινωνικές της αιτίες και παρενέργειες, ενώ προτείνω (πολιτική) διαδικασία απεγκλωβισμού από αυτήν.
Για να συμβεί αυτό θα πρέπει ο φτωχός να πάψει να ζηλεύει φθονερά τον πλούτο του πλούσιου και ο σημειολόγος να επιχειρεί να προσεγγίσει την φτώχεια είτε ως το τέλος της ιστορίας, είτε ως αρχή μιας νέας ευαισθησίας. Η φτώχεια, ως πραγματική κατάσταση, δεν πρέπει να αποτελεί πεδίο για ανάπτυξη ψευδαισθήσεων, αλλά έδαφος για καλλιέργεια των αισθήσεων. Μια μοναδική ευκαιρία για την καλλιέργεια των αισθήσεων, θα έλεγα από προσωπική εμπειρία. Η φτώχεια είναι μείζον κοινωνικό ζήτημα και παράλληλα πολύ-προσωπική υπόθεση, ενώ η φτωχοποίηση είναι πολιτικό ζήτημα …και επ’ αυτής, αναγνώστη μου έχει έννοια ένας πραγματιστικός διάλογος στην σημερινή Ελλάδα. Ένας αγώνας εναντίον της φτωχοποίησης, με όρους ωστόσο απομυθοποιητικούς της ευημερίας.
Η αφήγηση περί φτώχειας και πλούτου εγκλωβίζει τις κοινωνίες σε αφηρημένες, θεοκρατικές, λαϊκιστικές ή ολοκληρωτικές αντιληπτικές δομές, ενώ η αφήγηση περί διαδικασίας φτωχοποίησης, εκεί όπου αυτή παρατηρείται ως στρατηγική επιλογή, υπηρετεί τον αντι-ολοκληρωτισμό. Τα δυο τρίτα της ελληνικής κοινωνίας βιώνουν μια συγκεκριμένη διαδικασία φτωχοποίησης και αυτό είναι το πολιτικό μας πρόβλημα, που αν δεν αντιμετωπισθεί με κανόνα τις αισθήσεις μας και όχι τις ψευδαισθήσεις ή τις παραισθήσεις μας -ενδεχομένως και από την πείνα για ορισμένους - η φτώχεια σε σχέση με τον πλούτο θα προκαλέσει διαλυτικά κοινωνικά και τραγικά πολιτικά συμπτώματα.
Θα παραφράσω τον Montesquieu και θα ισχυριστώ: η φτωχοποίηση καταστρέφει τις δημοκρατίες, που ήδη έχουν υπονομευτεί ασφαλώς από την διαστροφή της νεοπλουτίστικης ευημερίας, ενώ η αφήγηση της φτώχειας την πιθανότητα μιας θεσμικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης αυτών των «δημοκρατιών», στο πλαίσιο ενός πλουραλιστικού, ανθρώπινου, οικολογικού και μη-φοβικού Κράτους Δικαίου.
Από τη Σίβυλλα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου