Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Καραγκιόζης και ο ΕΝΦΙΑ

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Το ξημέρωμα βρίσκει τον Καραγκιόζη και τη φαμελιά του να κοιμούνται στην παράγκα τους λίγο πριν λαλήσει ο κόκορας – το ξυπνητήρι τους – για να ετοιμαστούν για της δοκιμασίες μιας ακόμη μέρας.
Όμως, τα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα της...
παράγκας, πρόλαβαν αυτή τη φορά τον κόκορα.
   
Καρ: Τι είναι αυτό βρε Αγλαΐτσα μου;
Αγλ: Κάποιος χτυπάει δυνατά την πόρτα Καραγκιόζη μου. Σήκω να δεις ποιος είναι. Θα ξυπνήσουν τα παιδιά.
Καρ: Και γιατί χτυπάει την πόρτα ο γρουσούζης; Χάθηκε να χτυπήσει το κουδούνι;
Αγλ: Δεν έχουμε κουδούνι Καραγκιόζη μου; Το ξέχασες;
Καρ: Δεν έχουμε; Και γιατί δεν έχουμε;
Αγλ: Γιατί μας έκοψαν το ρεύμα. Συζήτηση θα ανοίξουμε τώρα; Τρέξε γρήγορα να δεις ποιος είναι.
Καρ: Μια στιγμή, να βάλω τη ρόμπα μου τη μεταξένια και τις δερμάτινες παντούφλες μου και πάω.
   
Ρίχνει πάνω του μια ανοιχτή εφημερίδα και βάζει στα πόδια του δύο άδεια πλαστικά δοχεία από γιαούρτι και πάει να ανοίξει. Εν τω μεταξύ, τα χτυπήματα στην πόρτα όλο και δυναμώνουν.
   
Καρ: Σιγά βρε αθεόφοβε θα μου γκρεμίσετε την πόρτα και είναι και θωρακισμένη. Μια στιγμή να βγάλω το συναγερμό. Το ρημάδι το σύρμα, μπλέχτηκε στο καρφί και με παιδεύει. Α! Εντάξει, τα κατάφερα.
   
Ανοίγει την πόρτα και αντικρίζει τρεις καλοντυμένους κυρίους με κάτι φακέλους στα χέρια να στέκονται βλοσυροί και εκνευρισμένοι μέσα στα μαύρα κοστούμια τους. Βλέποντάς τους ο Καραγκιόζης σαστίζει και είναι σίγουρος πως ονειρεύεται.
   
Καρ: Άι στην ευχή. Όνειρο έβλεπα πάλι. Και της είπα της Αγλαΐας να μη μου δίνει να τρώω μοσχαροκεφαλή το βράδυ. Να μου φτιάχνει κάτι πιο ελαφρύ. Ας πάω να συνεχίσω τον ύπνο μου γιατί όπου να’ ναι θα αρχίσει το τραγούδι εκείνος ο γρουσούζης ο κόκορας.
Κ1: Όχι κύριε Καραγκιοζόπουλε, δεν ονειρεύεστε. Καλημέρα σας.
Καρ: Μώρε, μπράβο όνειρο! Σαν αληθινό είναι!
Κ2: Κύριε Καραγκιοζόπουλε, σας είπαμε δεν είναι όνειρο, είναι πραγματικότητα.
Καρ: (Ωχ! Σα να αγριεύουν τα πράγματα). Και γιατί φωνάζεις έτσι κύριος; Κουφός είσαι; Ρε παιδιά! Έτσι στα μαύρα που είστε ντυμένοι σα νεκροθάφτες μοιάζετε. Φτου-φτου Παναγία μου.
Κ3: Κύριε Καραγκιοζόπουλε, βρισκόμαστε εδώ με εντολή του πρωθυπουργού.
Καρ: Μπα! Και που με ξέρει ο πρωθυπουργός; Ε ρε Καραγκιόζο μεγαλεία.
Κ1: Με εντολή του πρωθυπουργού ήρθαμε να εισπράξουμε τον ΕΝΦΙΑ.
Καρ: Και τι είναι αυτός ο Ένφιας;
Κ2: Φόρος ακινήτων. Πρέπει να πληρώσετε φόρο για το σπίτι σας. Είναι-μια στιγμή να δω-753 ευρώ!
Καρ: Κάτσε, κάτσε. Μια στιγμή! Τι τρομοκρατική ενέργεια ήταν αυτή τώρα; Με τόσα λεφτά αγοράζω το μισό αεροδρόμιο του Ελληνικού!……………
Φόρος ακινήτων είπες; Την πάτησε ο πρωθυπουργός.
Κ3: Γιατί;
Καρ: Η δική μου η καλύβα δεν είναι ακίνητη, αλλά κινητή. Μόλις βρέξει και πλημμυρίσει το ρέμα, τη βρίσκουμε 300 μέτρα πιο πέρα. Μετά περιμένουμε πότε θα φυσήξει αντίθετος άνεμος για να την ξαναφέρει στη θέση της!
Κ1: Είναι το σπίτι σας κύριε και θα πρέπει να πληρώσετε με εντολή πρωθυπουργού.
Καρ: Να πεις στον πρωθυπουργό να πληρώσει αυτός με εντολή δική μου.
Κ2: Κύριε, αν δεν πληρώσετε τώρα αμέσως, θα σας κατασχέσουμε το σπίτι.
Καρ: Τι λες βρε λωποδύτη που θα μου καταχέσετε το σπίτι. Θα σας καταχέσω εγώ νωρίτερα.
Κ3: Εννοεί ότι θα σας πάρουμε το σπίτι κύριε.
Καρ: Και που θα το πάτε;
Κ3: Θα το δώσουμε στους δανειστές.
Καρ: Σε ποιον στον Μπάρμπα-Γιώργο;
Κ1: Όχι κύριε, ποιον Μπάρμπα-Γιώργο; Στην τρόικα θα το δώσουμε.
Καρ: Εγώ μόνο από τον Μπάρμπα-Γιώργο δανείστηκα. Αυτή την κυρία τρόικα δεν την ξέρω.
Κ2: Δεν έχει νόημα η κουβέντα. Πληρώστε μας για να συνεχίσουμε τη δουλειά μας κύριε. Το πρωτογενές πλεόνασμα μας περιμένει.
Καρ: Μάλιστα! Και παίρνετε και τσεκ, αντί για μετρητά;
Κ3: Βεβαίως!
Καρ: Αγλαΐτσαααα! Πιάσε το «καρνέ» των επιταγών σε παρακαλώ να «πληρώσω» τους κυρίους!
   
Η Αγλαΐα που εν τω μεταξύ είχε σηκωθεί, βρισκόταν πίσω από τον Καραγκιόζη και άκουσε όλη τη συζήτηση.
   
Αγλ: Πάω Καραγκιόζη, τρέχω.
   
Η Αγλαΐα επιστρέφει κρατώντας μια τεράστια συρμάτινη μυγοσκοτώστρα. Την αρπάζει ο Καραγκιόζης και την κρατάει στα χέρια.
   
Καρ: Μπράβο Αγλαΐτσα. Λοιπόν, κύριοι νεκροθάφτες. Το καλό που σας θέλω πάρτε δρόμο γιατί θα αρχίζω να «κόβω» επιταγές, με εντολή Καραγκιόζη. Και πείτε στον πρωθυπουργό πως από σήμερα αλλάζω επάγγελμα. Γίνομαι εφοπλιστής, εργοστασιάρχης και καναλάρχης και γλιτώνω μια για πάντα από τους φόρους!
Κ1: Αυτό που κάνετε κύριε είναι παράνομο. Θα τιμωρηθείτε γι΄αυτό.
Καρ: Βρε ουστ από δω νεκροθάφτες. Φόρος για τα σπίτια, φόρος για τα χωράφια, φόρος για το φαΐ, φόρος για το πετρέλαιο. Μέχρι και τον αέρα θα μας φορολογήσετε. Πάρτε δρόμο γιατί έρχεται ο μπάρμπας μου αγριεμένος.
   
Ο Μπάρμπα-Γιώργος πλησιάζει με φούρια τσαντισμένος.
   
Καρ: Που΄σαι μπαρμπούλη μου. Έλα που σε χρειάζομαι.
Μπ: Τι μι θες ουρέ χαντακουμένου;
Καρ: Τους βλέπεις αυτούς τους τρεις;
Μπ: Αχά, τς βλέπου. Τι είνι αυτούνοι;
Καρ: Φοροεισπράκτορες. Ήρθαν να εισπράξουν τον ΕΝΦΙΑ για την καλύβα μου μπαρμπούλη μου και αν δεν πληρώσω λένε πως πρώτα θα την καταχέσουν και μετά θα μου την πάρουν να τη δώσουν σ΄αυτήν την ακατονόμαστη.
Μπ: Για στέκα πιδί μ. Ρε ζαγάρια τα’ κιρατά. Δε σας είπα χτες να ξικουμπιστείτι; Ήρθαν κι σι μένα να τς δώκου φόρου 500 ιυρώ για το βουσκουτόπ.
Καρ: Και τους έδωσες;
Μπ: 5 φάπις.
Κ1: Κύριε Καραγκιοζόπουλε δεν φεύγουμε αν δεν πάρουμε κάτι. Θα πάρουμε αυτό το ποδήλατο (ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο του Κοπρίτη)
   
Ο Κοπρίτης, κρυμμένος τόση ώρα πίσω από την καλύβα ορμάει και δαγκώνει το πόδι του μαυροντυμένου κυρίου. Ακολουθεί πανδεμόνιο.
   
Κο: Άσε κάτω το ποδήλατό μου ρε κλέφτη.
Καρ: Άσε κάτω το κάμπριο βρε νεκροθάφτη.
Μπ: Άσι του πουδήλατου τ’ πιδιού γιατί θα σι ματσιάξου πάλι.
Κ1: Δεν το αφήνω. Πρέπει να αρχίσει η ανάπτυξη.
Μπ: Άμα σι πιάσου απ’ τα χλάρια να δεις πως θα σι αναπτήξου ιγώ.
   
Ακολουθεί γενική «σύρραξη» καθώς στη σκηνή προστέθηκε και η υπόλοιπη οικογένεια του Καραγκιόζη, που είχε ως αποτέλεσμα οι τρεις φοροεισπράκτορες να τρέχουν ακόμα να γλυτώσουν από την οργή τους.
   
Καρ: Ακούς εκεί να θέλουν να μας πάρουν το βιος μας στα καλά καθούμενα.
Μωρέ το πήραν το μάθημά τους. Θα κάνουν πολύ καιρό να ξαναεμφανιστούν. Ευτυχώς που ήρθες στην κατάλληλη ώρα μπαρμπούλη μου.
Μπ: Άντι ρε κατακαημένου. Μη σκιάζισι τίποτα. Του’ δις του ζαγάρ του θκος πως τουν δάγκουσι στου κότς; Ούτι ου Γκέκας μ’ δε δαγκών έτς.
Καρ: Άντε παιδιά, ετοιμαστείτε. Πρέπει να ειδοποιήσουμε και τους άλλους στο χωριό, μην τους βρουν οι φοροεισπράκτορες απροετοίμαστους.
Κο: Πατέρα, εγώ δεν πάω πουθενά αν δεν φάω πρωινό.
Καρ: Χα, χα. Ωραίο ήταν αυτό! Να σου ετοιμάσει η μάνα σου αυγά με μπέικον και χυμό πορτοκάλι με ένα κομμάτι ψωμί;
Κο: Αφού το ξέρεις πως δεν έχουμε ψωμί.
Καρ: Εντάξει, θα σου δώσουμε παντεσπάνι που σου αρέσει! Άντε, αφήστε τα λόγια γιατί μας περιμένει πολύ δουλειά για να γλιτώσουμε από τους νεκροθάφτες μας.
   
Γεια σας, γεια σας. Θα τα πούμε σύντομα!