Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Ελλάδα, το μεγάλο στοίχημα των κερδοσκόπων

Έκθεση ΔΝΤ και ΣΕΒ ζητούν περισσότερη λιτότητα, φθηνότερο κόστος

Σε εντατική φάση εισέρχονται οι προετοιμασίες για τη νέα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, όπως έδειξε η προχθεσινή έκθεση του ΔΝΤ που συνόδευσε την πέμπτη αναθεώρηση του οικονομικού προγράμματος, με την οποία εγκρίθηκε η εκταμίευση της δόσης των 3,41 δισ. ευρώ.

Κυβέρνηση και μνημονιακός Τύπος το μόνο που είδαν στις γραμμές της έκθεσης ήταν...
η επιβράβευση της …ελληνικής προσπάθειας, όπως εύηχα πλέον αποκαλείται το μεγάλο στοίχημα των κερδοσκόπων στην ελληνική οικονομία, ύψους 10 δις. δολ. Αυτά είναι τα χρήματα που έχουν τζογάρει στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου, όπως δήλωνε στην τηλεόραση του ειδησεογραφικού πρακτορείου Μπλούμπεργκ (κλικ εδώ) πριν λίγες μέρες τραπεζίτης με «λαμπρή» προϋπηρεσία στην Λίμαν και την Ντόιτσε Μπανκ, εξηγώντας με αυτό τον τρόπο το ενδιαφέρον των πιο επιθετικών μερίδων του παγκόσμιου καπιταλισμού για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Επίσης, την αποφασιστικότητά τους να ασκήσουν στην Ελλάδα κάθε λογής πίεση προκειμένου να μην χάσουν ούτε ένα δολάριο…

Η έκθεση του ΔΝΤ δεν είχε μόνο επιβραβεύσεις για να τις επικαλείται η διακομματική της υποτέλειας και της ξενοδουλείας, είχε και πιέσεις για νέα μέτρα. Ρητά αναφέρεται στην έκθεση η ανάγκη συνέχισης της σημερινής πολιτικής εξόντωσης, με την παράταση των χαρατσιών, κι επίσης της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όπως για παράδειγμα των μέτρων απελευθέρωσης των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, που υποτίθεται πως θα δημιουργούν 100.000 νέες θέσεις εργασίας κάθε χρόνο από το 2015. Οι θέσεις εργασίας είναι προφανώς το δόλωμα. Είδαμε άλλωστε πόσες θέσεις εργασίας έχει δημιουργήσει και μέχρι σήμερα η απελευθέρωση δεκάδων επαγγελμάτων… Μόνο ανεργία και πτώση μισθών προκάλεσε! Το ζητούμενο είναι να πέσουν και τα τελευταία τείχη προστασίας που διασφάλιζαν κάποια αξιοπρεπή ποσοστά κέρδους σε τμήματα της μικρής αστικής τάξης ή ακόμη και της εργατικής, προκειμένου να τα οικειοποιηθεί η διεθνής της κερδοσκοπίας που έχει πραγματοποιήσει κανονική απόβαση στην Ελλάδα: από τις τράπεζες μέχρι τα πετρέλαια του Πρίνου.

Επιταχύνονται οι διεργασίες σε ΗΠΑ και ΕΕ για τη νέα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους

Τα ίδια μέτρα ζήτησε και ο ΣΕΒ κατά την ετήσια γενική του συνέλευση την Τετάρτη 28 Μαΐου, μέσω του νέου του προέδρου Θεόδωρου Φέσσα, που επαναφέρει τον κορυφαίο εργοδοτικό σύνδεσμο στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Πρακτική από την οποία είχε σχετικά απομακρυνθεί ο προηγούμενος πρόεδρος Δ. Δασκαλόπουλος, εδώ και σχεδόν μια δεκαετία, όταν πούλησε την γαλακτοβιομηχανία Δέλτα που κληρονόμησε από τον πατέρα του στον Α. Βγενόπουλο. Επιλογή που ροκάνισε την θέση του μεταξύ των άλλων μελών του ΣΕΒ. Το προφίλ του Θ. Φέσσα (με δραστηριοποίηση από την αδρά επιδοτούμενη από τους φορολογούμενους πράσινη ενέργεια και το βασίλειο της άγριας εκμετάλλευσης, τις  ταχυμεταφορές, μέχρι τον υπερφορτωμένο από επιδοτήσεις της ΕΕ, κλάδο της πληροφορικής) ταιριάζει γάντι στη νέα εποχή. Τα αιτήματά που έθεσε στο τέλος της ομιλίας του ήταν τρία: μείωση της φορολογίας, που θα επιτρέψει κατά τα λεγόμενά του την διανομή κερδών στο προσωπικό, μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών για να στηριχθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και εγκαθίδρυση του δεύτερου και τρίτου πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης. Το μοναδικό ζητούμενο φυσικά για τον Θ. Φέσσα και τον ΣΕΒ είναι το γρήγορο και ει δυνατόν επιδοτούμενο και κρατικά εγγυημένο κέρδος. Ορατή δια γυμνού οφθαλμού η επιδίωξή τους!

Αυτό αντίθετα που όσο κι αν έψαχνε κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει είναι την διαχωριστική γραμμή που έθεσε ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλ. Τσίπρας, στην ομιλία του στον ΣΕΒ, μεταξύ «παραγωγικού» και «παρασιτικού κεφαλαίου». Αυτή η διάκριση έχει ξεπεραστεί ανεπιστρεπτί. Φαίνεται δε στην σύμπτωση των αιτημάτων μεταξύ κερδοσκόπων και ΣΕΒ. Μείωση μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους, απελευθέρωση αγορών και ιδιωτικοποιήσεις ζητούν από κοινού, με τα μέλη του ΣΕΒ να συνεργάζονται άψογα με τους αμερικάνους απατεώνες στα ΔΣ των εταιρειών! Τα ίδια ακριβώς συμφέροντα εκπροσώπησε κι η έκθεση του ΔΝΤ, που ζήτησε επιπλέον νέο αντιασφαλιστικό νόμο.

Το σημαντικότερο ωστόσο που έκανε η έκθεση του ΔΝΤ ήταν να ανοίξει εκ νέου το θέμα της τύχης του δημόσιου χρέους ανταγωνιστικά μάλιστα με την ΕΕ, χωρίς φυσικά ο ίδιος ο αμερικάνικος οργανισμός να διεκδικεί δάφνες αντικειμενικότητας ή ευμενούς στάσης απέναντι στην Ελλάδα. Το κριτήριό του για το όριο της βιωσιμότητας ενός χρέους στο 120% του ΑΕΠ, πέραν του οποίου παύει να συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα διάσωσης βάσει χρόνιων οδηγιών του, το έχει κάνει εδώ και πολλά χρόνια λάστιχο συνεχίζοντας τη χρηματοδότηση της Ελλάδας. Η πρόσφατη παρέμβασή του είχε τρεις άξονες: Πρώτο, την ανάγκη κουρέματος μέρους του χρέους που διατηρεί θεσμικά η ΕΕ και ανέρχεται στο 77% του συνολικού δημόσιου χρέους, στον βαθμό που τα σχέδια της Γερμανίας για επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής και μείωση του επιτοκίου κρίνονται αναποτελεσματικά για να ιεωθεί το χρέος από το επίπεδο του 175% του ΑΕΠ. Δεύτερο, την ανάγκη έγκρισης ενός νέου δανείου, ύψους ακόμη και 20 δις. ευρώ, με τα οποία θα καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό που εμφανίζεται το δεύτερο εξάμηνο του 2015, η αδυναμία δηλαδή του ελληνικού δημοσίου να πληρώσει τους πιστωτές του. Και τρίτο, η εφαρμογή ενός νέου προγράμματος αιματηρής λιτότητας, που θα είναι ο απαράβατος όρος για οποιαδήποτε διευκόλυνση, πραγματική ή εικονική.

Η δημοσιοποίηση από την μεριά του ΔΝΤ της ανάγκης διαγραφής μέρους έστω του χρέους που είναι στα χέρια κρατών μελών της ΕΕ οξύνει την διαπάλη των δύο κέντρων, καθώς Βρυξέλλες και Βερολίνο έχουν αποκλείσει με κατηγορηματικό τρόπο κάθε σκέψη να χάσουν έστω κι ένα ευρώ από τα λεφτά που έχουν μέχρι σήμερα δώσει. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το ΔΝΤ ανοίγει την αυλαία των διεργασιών και των ζυμώσεων που αν και σέρνονται εδώ και έναν ολόκληρο χρόνο (με τις αποφάσεις κάθε φορά να αναβάλλονται λόγω των εκλογών – γερμανικών πρώτα και ευρωεκλογών στη συνέχεια) αναμένεται να κορυφωθούν το φθινόπωρο, στην κατεύθυνση μιας νέας ρύθμισης που θα οξύνει την υπερχρέωση και τη φτώχεια.

Του Λεωνίδα Βατικιώτη Πριν, 1 Ιουνίου 2014)