Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Ποιος κάνει κουμάντο;

«Είμαστε στο πιο όμορφο τρενάκι του κόσμου,
κι είναι το πιο όμορφο γιατί δεν πάει πουθενά»
(Παολο Σορεντίνο, "Η Τέλεια Ομορφιά")
Σε τοίχο του μετρό, εντός διαφημιστικού πλαισίου, μια γυναίκα με φόρμα εργασίας και γυαλιά δηλώνει την πρόθεσή της να ψηφίσει στις ευρωεκλογές. Είναι η Μαγκνταλένα, εργάτρια από τη Σλοβακία. «Δράσε, αντίδρασε, επηρέασε», είναι ο γενικός τίτλος της καμπάνιας που έχουν ξεκινήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Κομισιόν για να «θυμίσουν» στους Ευρωπαίους ότι έχουν λόγους να πάνε να ψηφίσουν στις 25 Μαΐου.
«Αποφάσισε ποιος κάνει κουμάντο», είναι το ακόμη πιο φιλόδοξο σλόγκαν των σχεδιαστών της διαφημιστικής καμπάνιας που θέλει να υπερνικήσει την ακατανίκητη τάση της πανευρωπαϊκής αποχής. 43% ήταν η συμμετοχή στις προηγούμενες ευρωεκλογές, και η ευρωπαϊκή νομενκλατούρα τρέμει στην ιδέα ότι αυτό το ποσοστό μπορεί...
να πέσει κάτω από το 40%. Γιατί άραγε; Σε τι τους εμπόδισε η ελλιπής δημοκρατική νομιμοποίηση να πάρουν όσες αποφάσεις πήραν την πενταετία που μεσολάβησε, οι οποίες έχουν φέρει τη μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων στην ευρω-δυσφορία και σχεδόν τους μισούς σε στάση που αντιστοιχεί στον λεγόμενο ευρωσκεπτικισμό;

Αλήθεια, ποιος κάνει κουμάντο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη; Η διαφημιστική καμπάνια των Αρχών της ΕΕ- την οποία προς το παρόν δεν βλέπω να «τρέχει» και με ιδιαίτερο ζήλο- υπονοεί ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν έχουν αντιληφθεί ότι το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο «κάνει κουμάντο», άρα εμμέσως οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι. Τεχνικά αυτό επιχειρηματολογείται με τη λεγόμενη διαδικασία της συναπόφασης, δηλαδή το «προνόμιο» του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου να συναποφασίζει με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο περίπου στο 80% των θεμάτων της ευρωπαϊκής ατζέντας. Αλλά, αφενός ισχύει μόλις τα τελευταία τέσσερα χρόνια και αφετέρου είναι μια καθαρά τεχνική προσέγγιση, αφού το ευρωκοινοβούλιο λειτουργεί περισσότερο ως forumεθνικών, διακρατικών και πολιτικών λόμπι και λιγότερο ως κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία των 400 εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών. Όταν πρόκειται για μια απόφαση που ευνοεί τους «Βορείους» της ΕΕ και τους δορυφόρους τους, σχεδόν αυτομάτως οι πολιτικές και ιδεολογικές γραμμές σβήνουν και μια οριζόντια συμμαχία εξασφαλίζει τον κατάλληλο συμβιβασμό. Συνέβη πρόσφατα με την απόφαση για την τραπεζική ένωση, το πόρισμα για την τρόικα, παλιότερα με την ρήξη για τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Ποιος κάνει κουμάντο στην ΕΕ; Κάνουν οι μεγάλες και ισχυρές χώρες, κάνει η Κομισιόν που έχει την πολυτέλεια να είναι ένα υβρίδιο νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, κάνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που σπανίως αποφασίζει κάτι που δεν έχει την έγκριση του πάλαι ποτέ γαλλογερμανικού, ή νυν αποκλειστικά σχεδόν γερμανικού, άξονα, κάνει η υπεράνω οιουδήποτε ελέγχου ΕΚΤ, η οποία δεν λογοδοτεί σε κανένα, ούτε καν στην «κυβέρνηση» της Ευρωζώνης. Η «ανεξαρτησία» της είναι υπεράνω δημοκρατικών προσχημάτων.
****

Κλήθηκα πρόσφατα σε μια συζήτηση στα γραφεία της Κομισιόν στην Αθήνα. Ήταν ένας διάλογος με bloggers, κυρίως νέους, με θέμα «απειλές κατά της δημοκρατίας στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές: αναζητώντας μια νέα αφήγηση για την Ευρώπη». Το θέμα υπονοούσε κυρίως την διαφαινόμενη άνοδο της ακροδεξιάς σε διάφορες χώρες της ΕΕ, αλλά εμμέσως περιγραφόταν ως απειλή όλο το φάσμα του «ευρωσκεπτικισμού- λαϊκισμού- εθνικισμού» κάθε ιδεολογικής απόκλισης που απειλεί να διαταράξει την ισορροπία της χριστιανοδημοκρατικής-σοσιαλδημοκρατικής-φιλελεύθερης πλειοψηφίας πάνω στην οποία στηρίζεται εδώ και δεκαετίες το λεγόμενο ευρωπαϊκό «κεκτημένο».

Οι διοργανωτές ήταν ευγενέστατοι και άψογοι στη δουλειά τους, οι συμμετέχοντες στον διάλογο bloggers ανοικτοί, κριτικοί, συχνά οξείς, αλλά εγώ αισθάνθηκα άβολα, σχεδόν παράταιρος σ’ αυτήν την ομήγυρη με τη θέση που εισέφερα στον διάλογο: είπα, εν ολίγοις, ότι η κυριότερη απειλή κατά της δημοκρατίας στην ΕΕ δεν είναι η ακροδεξιά ή οι λεγόμενοι ευρωσκεπτικιστές, αλλά η ίδια η δημοκρατία στην ΕΕ, για την ακρίβεια η επίφαση δημοκρατίας στην οποία πρώτα συγκροτείται η κεντρική εξουσία, έπειτα οι θεσμοί και τα όργανα διακυβέρνησης, ύστερα οι διαδικασίες δημοκρατικής νομιμοποίησης του υπό διαμόρφωση υπερκράτους, και τέλος επιχειρείται η συγκρότηση λαού που θα δώσει αυτή τη δημοκρατική νομιμοποίηση. Πλην, όμως, ευρωπαϊκός λαός δεν υπάρχει, όχι με την έννοια της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας, αυτό σχεδόν κανείς δεν το απαιτεί πια, αλλά με την έννοια της δημοκρατικής επιλογής κάθε κοινωνίας για το αν και σε ποιο βαθμό θέλει να εμπλακεί στη δημιουργία του ευρωπαϊκού υπερκράτους, με ποιο ρυθμό, με ποιον βηματισμό, ποια ταχύτητα και, άρα, να εκχωρήσει την κυριαρχία του σε μια ενιαία, ευρωπαϊκή κυριαρχία. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, ακόμη κι αν η ΕΕ ήταν μια ένωση που δεν ηγεμονεύεται από τις ισχυρές χώρες, που δεν παίρνει τις αποφάσεις της σε έναν περίπατο Μέρκελ- Σαρκοζί στην Ντοβίλ, που δεν κυριαρχείται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, που δεν χειραγωγείται από τις αγορές, που δεν ποδηγετείται από μια φράξια νεοφιλελεύθερων Ταλιμπάν, που δεν είναι κατακερματισμένη σε Βορρα- Νότο, Ανατολή- Δύση, πλούσιες και φτωχές χώρες, εξαγωγείς και εισαγωγείς, ακόμη κι αν δεν ίσχυαν όλα αυτά, θα ήταν αδύνατο να συμβεί με την υπάρχουσα δομή της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Επομένως- κατέληξα με το φτωχό μου μυαλό- η καλύτερη και μάλλον μοναδική λύση για να καλυφθεί το διαβόητο δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ είναι η διάλυση και η επανίδρυσή της με όσους και όσο πραγματικά θέλουν κι είναι έτοιμοι να εμπλακούν στο εγχείρημα αυτό. Κι είναι ήδη δεδομένο ότι ούτε όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θέλουν ούτε είναι στον ίδιο βαθμό έτοιμες να εμπλακούν. Και τώρα προσπαθούν να διαχειριστούν τις παρενέργειες μιας καταναγκαστικής συνένωσης. Και καταναγκασμός προκύπτει όχι μόνο γιατί, κατά κανόνα, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αποφεύγουν με κάθε τρόπο να θέσουν στην κρίση των κοινωνιών το ερώτημα, αλλά και γιατί, άπαξ και προχωρήσει η εμπλοκή, η απεμπλοκή από τον θεσμικό Λεβιάθαν είναι μια terraincognita, γεμάτη κινδύνους και παρενέργειες.
****

Άλαλα τα χείλη των ασεβών; Κάπως έτσι. Άκουσα στη συνέχεια ποικίλες «αφηγήσεις» για το δημοκρατικό πρόβλημα της ΕΕ- επιμένω, της ΕΕ, διότι η Ευρώπη είναι μια έννοια πολύ ευρύτερη, που κακώς τη μονοπωλεί η διακρατική ένωση των 28 της ΕΕ και των 18 της Ευρωζώνης-, για το πώς η ΕΕ «από εξαγωγός της δημοκρατίας έγινε πρόβλημα για την ίδια τη δημοκρατία», για το ότι το δημοκρατικό πρόβλημα της ΕΕ δεν οφείλεται στην κρίση, αλλά στο γεγονός ότι «την περίοδο της ευμάρειας συμπεριφερθήκαμε με ναρκισσιστική, εθνικιστική ή ευρωπαϊκή αυταρέσκεια», για το έλλειμμα γνώσης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης γύρω από τα τεκταινόμενα στην ΕΕ, για το αν η ΕΕ συμπεριφέρεται ως σύμμαχος ή ως τοκογλύφος και τέλος για το γεγονός ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκό σχέδιο για την ΕΕ, αλλά ένα γερμανικό σχέδιο που καταστρέφει και τη δημοκρατία και την οικονομία στην ΕΕ.

Όλα αυτά θα είχαν κάποια σημασία υπό κανονικές συνθήκες. Αυτά που είπα εγώ, αυτά που είπαν οι άλλοι, κινούμενοι ανάμεσα σε «ευρωπαϊστικά» και «ευρωσκεπτικιστικά στερεότυπα. Θα είχαν κάποια σημασία αν δεν είχαν συμβεί όσα έχουν συμβεί στην ΕΕ, αν δεν είχαν επιβληθεί αυτά που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα και στις άλλες μνημονιακές χώρες, αν δεν είχε διαμορφωθεί αυτό το ακραίο καθεστώς έκτακτης ανάγκης χωρίς ημερομηνία λήξης, αν η ίδια η δημοκρατία, αυτή η κουτσή κι ανάπηρη δημοκρατία των εκπροσώπων, δεν ήταν υπό μερική (τουλάχιστον) αναστολή. Δεν είναι δυνατό να κουβεντιάσουμε «ψύχραιμα» για το μέλλον της ΕΕ, αν έχει μέλλον, δεν είναι δυνατό να προσποιηθούμε ότι δεν έχει συμβεί τίποτα στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατό να υποδυθούμε τους χαρούμενους, επιφυλακτικούς, δύσθυμους ή οργισμένους Ευρωπαίους που απλώς θα πάνε στην κάλπη στις 25 Μαΐου για να «δράσουν, να αντιδράσουν, να επηρεάσουν», όπως λέει το σλόγκαν της διαφημιστικής καμπάνιας. Γιατί πολύ απλά στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία καταγράφηκε η πιο ευρεία δράση και αντίδραση στις ευρωπαϊκές πολιτικές, εξερράγη ο μεγάλος θυμός στην προσβλητική επίδειξη επικυριαρχίας από την ευρωπαϊκή ελίτ που συμπεριφέρθηκε ως πιστωτής- Σάιλοκ, και παρ’ όλα αυτά ο πάτερ φαμίλιας της μεγάλης «ευρωπαϊκής οικογένειας» επέβαλε τα «θέλω» του. Η δράση- αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας – όπως και της πορτογαλικής, της ισπανικής, της κυπριακής- κτύπησε πάνω σε ένα τείχος ακαμψίας και αδιαλλαξίας. Αυτό, όπως αντιλαμβάνεσθε, είναι πολύ απογοητευτικό για όσους αισιοδοξούν να επηρεάσουν μέσω της ψήφου τους.

Η ΕΕ έγινε πεδίο μιας αντιδημοκρατικής ακρότητας την τελευταία πενταετία και θα ήταν παράδοξο να μην απειλείται από τα επίχειρα αυτής της ακρότητας, είτε πάρουν τη μορφή της μεγάλης αποχής, είτε της εθνικιστικής και ακροδεξιάς αναδίπλωσης. Γιατί στην πενταετία της κρίσης ακόμη και οι πιο καλόπιστοι κατάλαβαν ποιος κάνει κουμάντο στην ΕΕ, και πάντως αυτός δεν ήταν ούτε οι εκπρόσωποι, ούτε πολύ περισσότερο οι εκπροσωπούμενοι. Το να προσπαθεί κανείς να ορθολογικοποιήσει αυτό που συνέβη στις μνημονιακές χώρες, το να προσπαθεί να δώσει δημοκρατική πατίνα στην κατάσταση εξαίρεσης από το ήδη προβληματικό ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, το να προσπαθεί να βαφτίσει δημοκρατία τον αυταρχισμό είναι θλιβερός πολιτικός αυτισμός. Στις 26 Μαΐου θα ψάχνουν πάλι το «δημοκρατικό έλλειμμα» στην ΕΕ για μερικούς μήνες, κι ύστερα θα το ξεχάσουν για πέντε χρόνια.
*****

Αυτά που στο δικό μου βλέμμα και πολλών άλλων μπορεί να φαίνονται ορατά και αυτονόητα, ίσως ακούγονται σαν κραυγές εξωτικών πλασμάτων στ’ αυτιά των ανθρώπων που πλαισιώνουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη γραφειοκρατία τους. Είναι ένας πολυάνθρωπος μηχανισμός που κινείται και βιοπορίζεται ανάμεσα στις Βρυξέλλες, το Στρασβούργο, τη Φρανκφούρτη και όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ζει σε ένα αποστειρωμένο και υπερπροστατευμένο περιβάλλον, μαθαίνει την σκληρή καθημερινότητα των πιο αδύναμων Ευρωπαίων μόνο μέσα από εκθέσεις και αριθμούς, συχνά εξωραϊσμένη ή στρογγυλεμένη, κι έχει έναν δικό κώδικα με τον οποίο νοηματοδοτεί την πραγματικότητα, όχι τόσο συμβατό με τη βιωμένη πραγματικότητα των απλών ανθρώπων. Πάνω από 40.000 άνθρωποι που απαρτίζουν τη ευρωπαϊκή διοικητική μηχανή πασχίζουν να συντηρήσουν αυτή την εικονική πραγματικότητα υπερκράτους, αλλά συχνά είναι αδύνατο να συντηρήσουν κάτι περισσότερο από τη δική τους πραγματικότητα, κατά κανόνα γενναιόδωρα αμειβόμενη, εκτός του κανόνα της γενικευμένης λιτότητας, και πάντως σε επίπεδα αξιοπρέπειας. Της ίδιας που έχουν στερηθεί οι Γερμανοί των minijobs, οι Έλληνες νέοι εργαζόμενοι των 480 ευρώ μικτά, οι άνεργοι των 360 ευρώ, οι Βούλγαροι μισθωτοί των 150 ευρώ.

Η ΕΕ έχει κόψει τις σχέσεις της με την επαγγελία της ευημερίας, του κακού η σκάλα μοιάζει να μην έχει τελευταίο σκαλί και το ερώτημα σε λίγο δεν θα είναι ποιος κάνει κουμάντο σ’ αυτή την ένωση, αλλά αν διαθέτει προορισμό, ή έστω, μια ασφαλή έξοδο κινδύνου. Εξ ού και η φωτογραφία από την αριστουργηματική Grande Belezza του Σορεντίνο, με την απαράμιλλη ατάκα για το τρενάκι χωρίς προορισμό. Ο ήρωας της ταινίας το είπε για τη Ρώμη, ισχύει και για τη “θεσμική Ευρώπη”.