Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Αρχιρεζίληδες

Δεν ξέρω αν υπάρχει λαός που να καθυβρίστηκε, να  λοιδορήθηκε και να περιγελάστηκε περισσότερο από τους κατοίκους αυτής της χώρας. Αν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο κατά το οποίο οι κυβερνώντες μιας χώρας και τα δημοσιογραφικά φερέφωνά τους να καταξεφτιλίζουν καθημερινά τον λαό τον οποίο υποτίθεται και οι δύο μεριές υπηρετούν, την ώρα μάλιστα που τον τσαλαπατάνε και τον εκμηδενίζουν με υλικούς πλέον όρους.

Μας ξεφτιλίζουν αδέλφια. Συστηματικά, αδίστακτα, με επαγγελματικά δολοφονική ακρίβεια. Όχι τώρα. Από παλιά. Από το πάρτι (Το Βήμα 9/1/2000) και τον χορό που ο Πρετεντέρης μάς πέταγε στα μούτρα ότι μας αξίζει και πρέπει να τον χορέψουμε μέχρι να πέσουμε κάτω, εννοώντας βέβαια τους χορευταράδες φίλους του που ξέρουν καλά και από τα γεννοφάσκια τους  από κερδοσκοπικές φιγούρες και (ρε)σάλτα. Από τον καιρό του αρχιτραπεζίτη και μετέπειτα πρωθυπουργού, Παπαδήμου, που αρθρογραφούσε  (“Τα Νέα”, στις 17/6/2000) υποσχόμενος ότι οι τράπεζες θα δίνουν ακόμα περισσότερα δάνεια στα νοικοκυριά, ακόμα περισσότερες...
αλυσίδες στους σκλάβους.

Και στο πάρτι χόρεψαν και οι αλυσίδες κλείδωσαν. Κι αν τότε η κοροϊδία κρυβόταν πίσω από απαστράπτουσες πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά δάνεια και σπάσιμο στα μαγαζιά της παραλιακής, ήταν ακριβώς επειδή έτσι έπρεπε να γίνει η δουλειά. Να κάνει τόσο θόρυβο ώστε να κουφαίνει τον εγκέφαλο και να είναι τόσο πλουμιστή που να θαμπώνει.

Κι ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι…

Και σε τέτοιους καιρούς περισσεύουν τα στολίδια. Πέφτουν οι μάσκες. Ξεμασκαρεύονται τα τέρατα. Ήμασταν πάντα οι εχθροί κι ήρθε η ώρα να μας εξαφανίσουν. Δεν υπάρχουν περιθώρια οίκτου ή ακόμα και διαπραγμάτευσης.

- Πού πήγαν τα λεφτά; τους ρωτάμε σαστισμένοι.

- Μαζί τα φάγαμε, απαντούν οι μπουχτισμένοι, κοπρίτες, διεφθαρμένοι, μαλάκ€ς,  και για να σας το αποδείξουμε πόσο μαλάκες είστε, ορίστε, πείτε τα μόνοι σας!

Πυροβολούν κατά βολή και κατά ριπάς, άλλοτε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, άλλοτε κάθε κοινωνική ομάδα ξεχωριστά κι άλλοτε συνδυαστικά με κάθε δυνατό και αποτρόπαιο συνδυασμό.

 Ξέρω τον εχθρό μου…. Ένα εκατομμύριο δημόσιοι υπάλληλοι ταλαιπωρούν δέκα εκατομμύρια, ομολογεί ο Ανδρέας Λοβέρδος λίγο καιρό πριν διαπομπεύσει στο πανελλήνιο άρρωστες γυναίκες, ακριβώς επειδή ήταν άρρωστες και γυναίκες.

- Οι άνθρωποι πεινάνε, δε βρίσκουν δουλειά, παραπονιόμαστε σαν κουτάβια.

- Μην γκρινιάζετε, μας διατάζουν οι χορτάτοι φωνακλάδες, όποιος δεν προσαρμόζεται, πεθαίνει.
- Ο πιτσιρικάς σκοτώθηκε επειδή δεν πλήρωσε εισιτήριο; αναφωνούμε ανατριχιασμένοι.

- Τι λες μωρέ, που δεν θα κάνουν τη δουλειά τους οι ελεγκτές επειδή πηδούν οι τζαμπατζήδες!, γκαρίζει αυτάρεσκα  μια σημαντικά ασήμαντη φιγούρα.

Ξεσηκώνονται γιατροί, νοσοκόμες, καθηγητές και δάσκαλοι, φαρμακοποιοί; Είναι λαμόγια, βολεμένοι, μια συντεχνία από αγνώμονα προς την “πατρίδα” ρεμάλια.

Διαμαρτύρεσαι για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους βασανισμούς, τα φονικά; Είσαι αριστερός, κομμουνιστής, ακραίος κι αντιεξουσιαστής.

Αλλά εσύ δεν είσαι τίποτε απ΄αυτά. Σαν καλός νοικοκύρης ξεπουλάς σπίτι, ασημικά, βέρα, αυτοκίνητο για το αντικαρκινικό φάρμακο του παιδιού σου – 2.000 την εβδομάδα θέλεις – και στήνεσαι στην ουρά της εκκλησίας, του δήμου, της εφορίας, της ΔΕΗ, της Χρυσής Αυγής. Στέλνεις από τους πρώτους αίτηση στο τζι ες άι ες να πάρεις τη δόση σου από το ίδιο το αίμα σου, σφίγγεις με ελπίδα ιδρωμένα χέρια υποψηφίων που από τα μανίκια τους βγάζουν λαγούς και πετραχήλια. Παρακολουθείς με ευλάβεια τον Ευαγγελάτο, αγωνιάς για το μπόινγκ, διασκεδάζεις με κάτι τύπους που τραγουδάνε στο γυαλί. Προσπερνάς τον άστεγο, τον μετανάστη, τον παππού που ψάχνει στα σκουπίδια. Κλωτσάς το τσιγγανάκι που σου κλείνει την είσοδο του μαγαζιού που τρόμαξες να πληρώσεις το ΦΠΑ τριμήνου. Το πρωί βρίζεις τις απολυμένες καθαρίστριες, πώς τολμούν να αντιδρούν κάθε μέρα, μέρα με τη μέρα, και το βράδυ βρίσκεις τον γιο σου απολυμένο και τον σύζυγο απλήρωτο κι αυτόν τον μήνα. Και τη φόρμα αυτοαξιολόγησης θα συμπληρώσεις, και το κεφάλι θα σκύψεις και πάλι θα ψηφίσεις.

Κι έτσι νικημένος, θα συνεχίσεις να μην σκέφτεσαι την ξεφτίλα σου. Να φοβάσαι ακόμα και να σκεφτείς τι αρχιρεζίλης θα είσαι όταν, αφού ξεκαρδιστούν στα γέλια με την κατάντια σου πάνω από το τραπέζι όπου έχουν στρώσει τις σάρκες σου, αρχίσουν κιόλας να σε λυπούνται.

Από pnevmantilogias