Συχνά το σημαντικότερο δεν είναι το τι γίνεται αλλά το πώς και υπό ποιες συνθήκες. Στην πολιτική ισχύει ακόμη περισσότερο. Οι τρέχουσες καταιγιστικές εξελίξεις με τη Χρυσή Αυγή αποτελούν ίσως ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα. Όταν αίφνης «ανακαλύπτεται η Αμερική» και μάλιστα με πληθώρα στοιχείων που προϋπήρχαν, όταν δρομολογούνται εξελίξεις σε πολλά επίπεδα εκ των οποίων μόνο μερικά από αυτά είναι ορατά άμεσα και αφορούν το σήμερα, τότε είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελές να σπεύδει κανείς να υιοθετήσει την επίσημη εκδοχή των πραγμάτων και μάλιστα να τη χειροκροτεί νιώθοντας...
και «δικαιωμένος».
Για να μην υπάρξει καμία απολύτως παρεξήγηση, υπενθυμίζουμε ότι αυτή εδώ η σελίδα είχε εντοπίσει και αναδείξει το πρόβλημα της εγκληματικής δράσης, της τάχιστης διεύρυνσης της επιρροής της Χρυσής Αυγής σε μεγέθη πολύ μεγαλύτερα της εκλογικής της δύναμης καθώς και τις «αβάντες» που η συμμορία αυτή είχε από το σύνολο των μηχανισμών του αστικού συστήματος (δικαιοσύνη, αστυνομία, μεγάλα ΜΜΕ) πολύ πριν καν την είσοδό της στη Βουλή. Το ζήτημα, τουλάχιστον για ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού (γιατί υπάρχει πάντα ένα διόλου αμελητέο τμήμα του ελληνικού λαού που παραμένει «πιστό» στα «παιδιά με τα μαύρα») δεν είναι αν είναι όντως εγκληματική η δράση του νεοναζιστικού φασιστικού αυτού μορφώματος.
Το τι ακριβώς ρόλο παίζει το μόρφωμα αυτό και με ποιο τρόπο, από την ανάληψη του ρόλου του τιμητή του νόμου και της τάξης αλλά και της δήθεν πατριοφροσύνης μέχρι την εξυπηρέτηση των συμφερόντων εργοδοτών και μεγαλοαφεντικών είναι γνωστά και τα παραδείγματα πολλά: το ξεπούλημα της Αγροτικής Τράπεζας, οι φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών, τα συγχαρίκια στα αφεντικά της «ελληνικός χρυσός», η σύσταση δουλεμπορικών μόνο για Έλληνες, το «κυνήγι» μεταναστών στους δρόμους της Αθήνας, οι σεξιστικές και ματσό αναφορές και πρότυπα, το μπραβιλίκι και ο τσαμπουκάς με το αζημίωτο κατά τα πρότυπα του κοινού υποκόσμου. Όλα αυτά, για έναν κόσμο που κατατάσσει τον εαυτό του στην αριστερά ή αυτοχαρακτηρίζεται δημοκρατικός, είναι γνωστά και κατακριτέα.
Η πολυπόθητη «απάντηση» σε όλα αυτά, όμως, είναι πράγματι η εικόνα του σιδηροδέσμιου Ν. Μιχαλολιάκου και των πρωτοπαλίκαρών του στη ΓΑΔΑ και στα Δικαστήρια της Ευελπίδων; Βρισκόμαστε μπροστά στην εικόνα της «Δημοκρατίας που σαρρώνει τους Ναζί» ή μπροστά στην «εξάρθρωση του ελληνικού Δ’ Ράιχ» όπως ισχυρίζονταν με περίπου αυτά τα λόγια στα πρωτοσέλιδά τους «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές» εφημερίδες; Στα πολύπλοκα ερωτήματα, οι απαντήσεις δεν είναι μονοσήμαντες.
Μια καλοστημένη παράσταση
Καταρχήν, ό,τι ακολούθησε τη δολοφονία του Π. Φύσσα στην Αμφιάλη μέχρι τη σύλληψη της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής αποδεικνύει περίτρανα την στενότατη σχέση μηχανισμών του αστικού κράτους, με πρώτη και καλύτερη την αστυνομία, με το φασιστικό παρακρατικό μαγαζάκι των νεοναζιστών. Τέτοια πληθώρα μαρτυριών, στοιχείων, φακέλων ήδη στοιχειοθετημένων και μάλιστα για εγκλήματα, όπως αναφέρεται τώρα, που έχουν κακουργηματικό χαρακτήρα, δολοφονίες, εξαφανίσεις μεταναστών κλπ, είναι μάλλον προφανές ότι δεν συλλέγονται μέσα σε δέκα ημέρες. Υπήρχαν, και όπως φαίνεται υπήρχαν πολύ καιρό πριν, και πιθανώς να υπάρχουν και πολλά άλλα που ποτέ δεν θα μάθουμε ή θα μάθουμε μια «άλλη κατάλληλη στιγμή». Η δε εμπλοκή της ΕΥΠ επιβεβαιώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ότι υπήρχε άμεση γνώση των σχεδιασμών και των δραστηριοτήτων των πολιτικών απογόνων των νικητών του εμφυλίου, όπως οι ίδιοι είχαν αποκαλέσει τον εαυτό τους. Γι αυτό και δεν είναι διόλου συνετή η εύκολη απόρριψη απόψεων που θέτουν ερωτήματα για το ποιος τελικά διέταξε ή ωφελήθηκε από τη δολοφονία Φύσσα. Επιπλέον, ο φρενήρης ρυθμός των «δημοσιογραφικών αποκαλύψεων» αποδεικνύει ότι και τα μεγάλα ΜΜΕ «ήξεραν».
Ξαφνικά, λοιπόν, είδαν όλοι «το φως το αληθινό». Η αστυνομία, που αν δεν συνέδραμε παρατηρούσε απαθής, έγινε αποτελεσματική. Η δικαιοσύνη, που πολλάκις θα μπορούσε να έχει παρέμβει αυτεπάγγελτα αλλά ποιούσε την νήσσαν, ενεργεί με σβελτάδα και εγρήγορση. Η κυβέρνηση, που επιδίδεται σε ισοσκελισμούς των «δύο άκρων» και σε υιοθέτηση φρασεολογίας της Χρυσής Αυγής, «παίρνει αποφασιστικά την κατάσταση στα χέρια της». Και τα ΜΜΕ που συνένοχα είτε πρόβαλλαν θετικά είτε αποσιωπούσαν εντέχνως τα τεκταινόμενα καταστροφολογώντας απέναντι στο ενδεχόμενο άρνησης του μνημονίου, φιλοτεχνώντας το «αντισυστημικό και αντιμνημονιακό» προφίλ στη Χρυσή Αυγή, καταγγέλλοντας τους εργατικούς αγώνες και τις απεργίες ως «αιτία» για την περαιτέρω επιδείνωση της οικονομίας, υπερθεματίζοντας υπέρ της κρατικής καταστολής διαδηλώσεων και καταγγέλλοντας «τη βία από όπου και αν προέρχεται», ταυτίζοντας την εγκληματική δράση των φασιστών με εργατικές κινητοποιήσεις και λαϊκές κινητοποιήσεις, επανέρχονται στον θεωρητικά «θεσμικό τους ρόλο», αυτόν της αποκάλυψης.
Μα αν αυτό δεν είναι μια καλοστημένη παράσταση τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Μια παράσταση που λειτουργεί ως «κολυμπήθρα του Σηλωάμ» για όλους εκείνους που έθρεψαν με πολιτικές, οικονομικές και προπαγανδιστικές επιλογές το φασιστικό τέρας. Μια παράσταση που αποσκοπεί στην ανάκτηση, όσο γίνεται, μιας αίσθησης νομιμοποίησης αυτών των μηχανισμών εξουσίας στα μάτια του μέσου πολίτη. Μια παράσταση με στόχο να αποκατασταθεί στοιχειωδώς η αξιοπιστία της αστυνομίας, της δικαιοσύνης, της κυβέρνησης και παρεπιπτόντως και των προπαγανδιστικών μηχανισμών τους. Αποκατάσταση απαραίτητη αν, όπως όλα δείχνουν, επίκειται νέα λαίλαπα μέτρων, ενδεχόμενο για το οποίο ουδείς ενημερώθηκε αφού κυριαρχούσε η χρυσαυγουλολογία στις οθόνες μας. Αποκατάσταση απαραίτητη για να μην γίνει καμία πραγματικά εκκαθάριση των «νεοναζιστικών θυλάκων» από τους διάφορους κρατικούς μηχανισμούς ακριβώς γιατί θα χαθούν πίσω από τη «σκόνη» της εικόνας του σιδεροδέσμιου Μιχαλολιάκου και των πρωτοπαλίκαρών του καθώς και ορισμένων αποδιοπομπαίων τράγων. Ανάλογη πείρα υπάρχει από το παρελθόν.
Για τώρα και για μετά
Βραχυπρόθεσμα, η επανάκτηση μιας κάποιας νομιμοποίησης πιθανώς σχετίζεται με το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, όπως είναι ένα από τα κύρια σενάρια που «παίζουν». Το αν τελικά θα είναι γενικές ή μόνο σε συγκεκριμένες περιφέρειες οι εκλογές αυτές, εφόσον οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής παραιτηθούν (ένα άλλο σενάριο επίσης), δεν είναι ξεκάθαρο. Το σίγουρο είναι όμως ότι η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου έχοντας μια «επιχείρηση καθαρά χέρια» να επιδείξει τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων (καθώς πληροφορίες ανέφεραν έντονη δυσφορία τόσο για την αποσταθεροποιητική δράση της Χρυσής Αυγής όσο και για την, ταυτόχρονα, ταύτισή της λόγω ναζιστικής ιδεολογίας με το γερμανικό παρελθόν του Γ΄Ράιχ) βρίσκεται σε καλύτερη θέση από αυτήν μιας κυβέρνησης που παρακολουθεί τους φασίστες να αλωνίζουν σφάζοντας στους δρόμους. Καλύτερη θέση τόσο προς τα έξω, όπου μπορεί να μιλά για έλεγχο της κατάστασης και πολιτική σταθερότητα, όσο και προς τα μέσα όπου μπορεί να προσπαθήσει, και πάλι, να κοροϊδέψει την κοινή γνώμη «πουλώντας κλίμα εγγύησης ασφάλειας, τάξης και νομιμότητας». Να είναι και σε κάτι χρήσιμη τέλος πάντων.
Μακροπρόθεσμα, γιατί αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο, οι τελευταίες εξελίξεις θέτουν τα θεμέλια μιας εντελώς νέας πολιτικής κατάστασης, η οποία όσοι νομίζουν ότι στοχεύει κάτι άλλο πέρα από την αριστερά και το λαϊκό κίνημα, αυταπατώνται οικτρά. Η επιλογή να γίνουν συλλήψεις αρχηγού κοινοβουλευτικού κόμματος και βουλευτών, όποιοι και αν είναι αυτοί, χωρίς ποτέ το ζήτημα της άρσης της ασυλίας τους για αδικήματα που εμφανώς, πλέον για όλους, εμπίπτουν του κοινού ποινικού δικαίου, είναι μια ρηξικέλευθη κίνηση με «απώτερο μέλλον». Το θέμα δεν είναι στενά νομικό, ή μόνο συνταγματικό. Είναι βαθιά πολιτικό. Ανοίγει το δρόμο για αναλόγου τύπου διώξεις κατά της αριστεράς, πολιτικών στελεχών της και βουλευτών, χωρίς το ζήτημα να έρχεται στη Βουλή.
Οι νύξεις των Μ. Βορίδη και Α. Γεωργιάδη, του πρώτου ως προς τη «συνταγματικότητα» του ΚΚΕ λόγω της αμφισβήτησης του για το αστικό σύστημα και του δεύτερου ως προς το ενδεχόμενο να μετατραπεί σε κακούργημα πχ ο αποκλεισμός υπουργείου στο πλαίσιο απεργιακών κινητοποιήσεων, δεν είναι ούτε τυχαίες, ούτε αθώες. Άλλωστε, η απούσα στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής δικαιοσύνη, έχει αποδειχθεί ταχύτατη στο να βγάζει «παράνομες και καταχρηστικές» απεργίες. Δεν είναι διόλου αθώα επίσης η σύνδεση της επώασης της Χρυσής Αυγής με τις «πλατείες» καθώς με τον τρόπο αυτό είναι εύκολο να ενοχοποιηθεί η οποιαδήποτε εικόνα κόσμου στο δρόμο.
Ούτε τυχαία ούτε αθώα είναι και η επιλογή να ασχοληθεί η αντιτρομοκρατική υπηρεσία, με τις γνωστές πια εικόνες των κουκουλοφόρων αστυνομικών, των τζηπ, κλπ, με τους συλληφθέντες Χρυσαυγίτες. Γίνεται μια έμμεση αλλά σε συμβολικό επίπεδο ξεκάθαρη σύνδεση των ποινικών αδικημάτων που φέρονται να τους βαραίνουν με τον αντιτρομοκρατικό νόμο. Σε επίπεδο δε καταγραφής στο συλλογικό υποσυνείδητο, πρόκειται για εικόνες που θυμίζουν τη σύλληψη της «17 Νοέμβρη». Για όποιον το έχει ξεχάσει, χαρακτηριζόταν «αριστερή τρομοκρατία» και είχε επίσης χρησιμοποιηθεί ως πειστήριο «επιτυχίας και αξιοπιστίας» της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ενόψει Ολυμπιακών και ενώ διανύαμε τους πρώτους «ευτυχείς μήνες» της άλλης «επιτυχίας»: της εισόδου στο ευρώ. Και ας μην ξεχνάμε τα περί «αριστερής ηγεμονίας» με τα οποία διανθίζουν το λόγο τους κυβερνητικά στελέχη, όταν αναφέρονται στα φαινόμενα λαμογιάς και αναξιοκρατίας που οι ίδιες οι παρατάξεις τους εξέθρεψαν.
Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, είναι η επίδραση των εικόνων των συλληφθέντων στο χώρο στον οποίο απευθύνονται. Πιστεύει πραγματικά κανείς ότι ο «σκληρός πυρήνας» των οπαδών και των μελών «λιγοψύχησε» από τις συλλήψεις; Το αντίθετο. Οι συλληφθέντες ηρωοποιήθηκαν. Και ελπίζουμε ολόψυχα να μην γίνουν ακόμη περισσότερο ήρωες στην περίπτωση εκείνη που, σε επίπεδο νομικό, το κατηγορητήριο σε βάρος τους αποδειχθεί σαθρό ή έωλο, γιατί αναρωτιέται κανείς πώς «δέθηκε» τόσο καλά ένα κατηγορητήριο μέσα σε δέκα ημέρες, ώστε να καταστεί δυνατή η σύλληψη βουλευτών.. Όσο για εκείνο το ποσοστό των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής που αποτυπώνεται, στις δημοσκοπήσεις, να «επαναπατρίζεται» στην Νέα Δημοκρατία, αλήθεια με ποιες αντιλήψεις και νοοτροπία το πράττει; Μήπως με αυτήν του «νόμου και τάξης»; Η μετάγγιση λογικών από το παρακράτος στο «επίσημο» κράτος και με τον τρόπο αυτό μάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί θετική εξέλιξη.
Καθοριστικός ο τρόπος
Και για να μην παρεξηγηθούμε. Δεν πιστεύουμε ότι τα εγκλήματα της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής δεν χρήζουν αντιμετώπισης από τη δικαιοσύνη. Το αντίθετο. Πιστεύουμε ότι επειδή στην πολιτική, όπως είπαμε, το πώς έχει τεράστια σημασία, θα ήταν πολύ διαφορετικό αν το όποιο «ξήλωμα» της Χρυσής Αυγής διεξαγόταν υπό την πίεση μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων με εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου στο δρόμο και όχι με πρωτοβουλία των ίδιων των προστατών της, που προφανώς επιλέγουν να την αξιοποιήσουν με κάποιο άλλο τρόπο και να την αποσύρουν, μερικώς και ίσως προσωρινώς, από την «κυκλοφορία» στην υπάρχουσα μορφή της. Είναι άλλο πράγμα ν’ απαιτεί και να επιβάλλει τους όρους το λαϊκό κίνημα και άλλο πράγμα να το πράττει το ίδιο το αστικό σύστημα προωθώντας τους δικούς του σκοπούς.
Όπως έχει αποδείξει η ιστορία τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες, ουδέποτε όταν το ίδιο το σύστημα που γεννά το φασισμό στράφηκε κατά των εκφραστών του «πήρε μέτρα», δεν το έκανε για να τον τσακίσει, αλλά μάλλον για να τα αξιοποιήσει απέναντι στους πραγματικούς του εχθρούς: στην αριστερά και στο λαϊκό και εργατικό κίνημα. Και όπως έχει αποδείξει η πολλή πρόσφατη ιστορία και στην Ελλάδα, όταν το κίνημα, ασχέτως αν πιέζει, δεν έχει τον πρώτο λόγο θέτοντας τους δικούς του όρους, ακόμη και εξελίξεις που έχει δρομολογήσει με την παρουσία του, στρέφονται μπούμερανγκ: πχ η πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου υπό την πίεση και των μαζικών απεργιακών κινητοποιήσεων το φθινόπωρο του 2011 και η αντικατάστασή της από μια «καλύτερη λύση» για τους δανειστές και την ντόπια ελίτ: την κυβέρνηση Παπαδήμου (Σαμαρά – Βενιζέλου) που και πέρασε και το 2ο Μνημόνιο και το PSI που ισοπέδωσε τα ασφαλιστικά ταμεία.
Στην πολιτική γελά καλύτερα όποιος πραγματικά γελά τελευταίος. Και αυτό φαίνεται ότι το σύστημα το γνωρίζει. Όχι όμως, δυστυχώς, και οι εν δυνάμει πολιτικοί εκφραστές του λαϊκού κινήματος που μοιάζουν, προς το παρόν, να παραχωρούν όλο το χώρο δράσης στην κυβέρνηση και να υιοθετούν και το προπαγανδιστικό της μότο: «επιτέλους, λειτουργεί το κράτος, η δικαιοσύνη» κλπ χωρίς καμία περαιτέρω συγκεκριμένη πρωτοβουλία, πέραν των γενικόλογων αναλύσεων περί αναγκαιότητας ο λαός να σταθεί απέναντι στο φασισμό.
Από inprecor
Και για να μην παρεξηγηθούμε. Δεν πιστεύουμε ότι τα εγκλήματα της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής δεν χρήζουν αντιμετώπισης από τη δικαιοσύνη. Το αντίθετο. Πιστεύουμε ότι επειδή στην πολιτική, όπως είπαμε, το πώς έχει τεράστια σημασία, θα ήταν πολύ διαφορετικό αν το όποιο «ξήλωμα» της Χρυσής Αυγής διεξαγόταν υπό την πίεση μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων με εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου στο δρόμο και όχι με πρωτοβουλία των ίδιων των προστατών της, που προφανώς επιλέγουν να την αξιοποιήσουν με κάποιο άλλο τρόπο και να την αποσύρουν, μερικώς και ίσως προσωρινώς, από την «κυκλοφορία» στην υπάρχουσα μορφή της. Είναι άλλο πράγμα ν’ απαιτεί και να επιβάλλει τους όρους το λαϊκό κίνημα και άλλο πράγμα να το πράττει το ίδιο το αστικό σύστημα προωθώντας τους δικούς του σκοπούς.
Όπως έχει αποδείξει η ιστορία τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες, ουδέποτε όταν το ίδιο το σύστημα που γεννά το φασισμό στράφηκε κατά των εκφραστών του «πήρε μέτρα», δεν το έκανε για να τον τσακίσει, αλλά μάλλον για να τα αξιοποιήσει απέναντι στους πραγματικούς του εχθρούς: στην αριστερά και στο λαϊκό και εργατικό κίνημα. Και όπως έχει αποδείξει η πολλή πρόσφατη ιστορία και στην Ελλάδα, όταν το κίνημα, ασχέτως αν πιέζει, δεν έχει τον πρώτο λόγο θέτοντας τους δικούς του όρους, ακόμη και εξελίξεις που έχει δρομολογήσει με την παρουσία του, στρέφονται μπούμερανγκ: πχ η πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου υπό την πίεση και των μαζικών απεργιακών κινητοποιήσεων το φθινόπωρο του 2011 και η αντικατάστασή της από μια «καλύτερη λύση» για τους δανειστές και την ντόπια ελίτ: την κυβέρνηση Παπαδήμου (Σαμαρά – Βενιζέλου) που και πέρασε και το 2ο Μνημόνιο και το PSI που ισοπέδωσε τα ασφαλιστικά ταμεία.
Στην πολιτική γελά καλύτερα όποιος πραγματικά γελά τελευταίος. Και αυτό φαίνεται ότι το σύστημα το γνωρίζει. Όχι όμως, δυστυχώς, και οι εν δυνάμει πολιτικοί εκφραστές του λαϊκού κινήματος που μοιάζουν, προς το παρόν, να παραχωρούν όλο το χώρο δράσης στην κυβέρνηση και να υιοθετούν και το προπαγανδιστικό της μότο: «επιτέλους, λειτουργεί το κράτος, η δικαιοσύνη» κλπ χωρίς καμία περαιτέρω συγκεκριμένη πρωτοβουλία, πέραν των γενικόλογων αναλύσεων περί αναγκαιότητας ο λαός να σταθεί απέναντι στο φασισμό.
Από inprecor
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου