-Μπαμπά, τι είναι "ευγονισμός";
-Ευγονισμός παιδί μου, είναι να πιστεύεις ότι οι άνθρωποι διακρίνονται σε ανώτερα, αλλά και κατώτερα όντα, που μπορούν όπως οι μηχανές να "βελτιωθούν". Να θεωρείς δηλαδή και να κολλάς ...
ταμπέλες, κυρίως σε ξένους, όπως π.χ. "Βουλγάρες που πηδιούνται", να αποκαλείς τους Ρώσους μετανάστες "ρωσοειδές στοιχείο", μια έγκυο φτωχή μετανάστρια από τη Ρουμανία "χοντροκόλα τσιγγανορουμάνα" και το κοριτσάκι της επειδή είναι όλη μέρα στους δρόμους "παιδί-σίχαμα" και κυρίως, όταν βλέπεις την έγκυο Ρουμάνα, να θέλεις να την ξεκοιλιάσεις για να...
-Ευγονισμός παιδί μου, είναι να πιστεύεις ότι οι άνθρωποι διακρίνονται σε ανώτερα, αλλά και κατώτερα όντα, που μπορούν όπως οι μηχανές να "βελτιωθούν". Να θεωρείς δηλαδή και να κολλάς ...
ταμπέλες, κυρίως σε ξένους, όπως π.χ. "Βουλγάρες που πηδιούνται", να αποκαλείς τους Ρώσους μετανάστες "ρωσοειδές στοιχείο", μια έγκυο φτωχή μετανάστρια από τη Ρουμανία "χοντροκόλα τσιγγανορουμάνα" και το κοριτσάκι της επειδή είναι όλη μέρα στους δρόμους "παιδί-σίχαμα" και κυρίως, όταν βλέπεις την έγκυο Ρουμάνα, να θέλεις να την ξεκοιλιάσεις για να...
"σωθεί" το παιδί και να μη γίνει κι αυτό "παιδί-σίχαμα".
- Μα καλά ρε μπαμπά, υπάρχει άνθρωπος που μιλάει έτσι για τους συνανθρώπους μας, όποιοι κι είναι, όσο φτωχοί και ταλαιπωρημένοι κι αν είναι;
-Ναι παιδί μου, δυστυχώς υπάρχει.
-Ποιός;
τον λένε Γιάννη, είναι "προοδευτικός" συγγραφέας, γράφει στην "προοδευτική" εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ που τώρα τη λένε "ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ" και συχνά-πυκνά καυτηριάζει τους "Νεοέλληνες" για ρατσισμό, φασισμό κι άλλα που δεν είμαστε εμείς οι Έλληνες, όπως κάνουν μόνο οι λίγοι κρυφορατσιστές, που κολλάνε συνεχώς ταμπέλες στους υπόλοιπους γύρω τους, για να απενοχοποιηθούν οι ίδιοι από το ρατσισμό και το φασισμό, που κρύβουν μέσα τους.
Το σύστημα αυτό λέγεται "βαφτίζω όλους τους άλλους ως φασίστες και ρατσιστές, για να μην καταλάβουν ότι εγώ είμαι το ρατσιστικό κτήνος που ψάχνουν" και είναι πολύ διαδεδομένο στην Ελλάδα, από κάτι σαχλαμπίχλες που αυτοαποκαλούνται "προοδευτικοί", αλλά στο βάθος είναι καραφασισταριά του κερατά.
Από TaXalia μέσω farmakoglwssa-kirki
Ρατσιστικό παραλήρημα...
Σάββατο, προχωρημένο απόγευμα στη μικρή πλατεία. Τα λεωφορεία αδειάζουν ασταμάτητα συμπαθείς σοκολατένιους νέους που προχωρούν βιαστικά, γιατί; ΕΠΕΙΔΗ δεν είναι Ελληνόπαιδες και μάλλον έχουν λύσει το...
πρόβλημα της ανεργίας! Κι εγώ ο αφελής να απορώ σιωπηλά ΠΟΥ δουλεύουν όλοι αυτοί. ΠΩΣ ζουν, ΠΟΥ ζουν και πώς καταφέρουν να δείχνουν σχετικά καλά με τη βιασύνη παραμάσχαλα. Στα παγκάκια βέβαια παίζεται το δράμα. Λίγος Ευριπίδης, καθόλου Αριστοφάνης και λίγος Σοφοκλής και μια πρέζα Αισχύλος. Στο ένα παγκάκι οι «Βάκχες», ντίρλα στο μεθύσι, δυο κύριοι όλο κι όλο συζητούσαν μονολογώντας για μια «Βουργάρα που πηδιέται με πενήντα ευρώ αφορολόγητα». Στο άλλο παγκάκι οι «Τρωάδες» προς Ρωσίδες (το Σάββατο το ρωσοειδές στοιχείο εξαφανίζεται) συζητούσαν για τους άντρες που άφησαν πίσω να μπεκροπίνουν περιμένοντας χαρτζιλίκι από την ευημερούσα Ελλάντα. Στο παραδίπλα μια ηλικιωμένη νοικοκυρεμένη γυναίκα προσπαθούσε να μαζευτεί όσο γίνεται για να καθίσει μια χοντροκώλα Τσιγγανορουμάνα εγκυμονούσα με ένα δεκάχρονο φριχτό κοριτσάκι που κάθε δυο λεπτά έφτυνε προσπαθώντας να πετύχει με το σάλιο τα περιστέρια. Η γυφτορουμάνα προέτρεπε την ηλικιωμένη να πάει πιο πέρα -δηλαδή να σηκωθεί- για να καθίσει το παιδί-σίχαμα, το οποίο ΔΕΝ αρκούνταν στο φτύσιμο αλλά ελάμβανε στα ρουμάνικα (;) εντολές να κάνει τον γύρο της πλατείας για να ζητιανέψει. Η μάνα με προτεταμένη την κοιλάρα (είμαι βέβαιος πια πως το βρέφος που θα γεννήσει θα πουληθεί και μακάρι για να σωθεί) καμάρωνε τι άξιο παιδί-ζήτουλα έβγαλε. ΟΣΟΥΣ δεν έδιναν ελεημοσύνη στο κορίτσι τούς έβριζε «μαλάκα» και ουδείς αντιδρούσε για να μη χαλάσει η ειδυλλιακή εικόνα. Οταν πλησίασε σε μένα, και αφού η γύφτισσα με το χέρι το ξεμύξιασε, ας μην μπω σε λεπτομέρειες, το ρώτησα γιατί φτύνει κάθε δυο λεπτά και είπα κάτι εξυπνάδες του τύπου «Είναι ντροπή να ζητιανεύεις». Το κοριτσάκι και η ρουμανοκατσιβέλα με ξέχεσαν κανονικά: «Είσαι ένα μαλακία», «Ντικό σου είναι πλατεία…» κι άλλα τέτοια. Ενας γεροντάκος, από αυτούς που δεν είχαν πρόσβαση στον «Κοινωνικό Τουρισμό» ψιθύρισε φοβισμένα: «Σε λίγο θα μάς δείρουν…». Και σιώπησε.
Είχα μια τρελή επιθυμία να κάνω επιτόπου καισαρική τομή στη μαντάμ και να πνίξω το αθώο κοράσιον ώστε να πρωταγωνιστήσω στις ειδήσεις των…«Οκτώ». Δεν το έκανα γιατί δεν ήθελα να κλέψω τον ρόλο της «Μήδειας» απ” τον Κιμούλη, αλλά ήδη μια χοντρή είχε βγάλει το τσόκαρό της και διαμέλιζε παξιμάδια για να χορτάσουν τα περιστέρια με τη μόνιμη διαταραχή του πεπτικού τους. Μια γυναίκα που περίμενε υπομονετικά το λεωφορείο, αντί για χρήματα τόλμησε να δώσει στο απτόητο κοράσιο δυο-τρία χαρτομάντιλα για να σκουπίσει τη μύτη του. Μάνα ρουμανογύφτισσα και θυγατέρα έπαθαν αμόκ και τη σκυλόβρισαν. Μερικοί ενοχλήθηκαν. «Αντε πάνετε από ντω… Κακό παιντί…» όμως πλάκωσαν μαζί δυο-τρία λεωφορεία και τους απορρόφησαν. Η αυγουστιάτικη νύχτα του Σαββάτου κάλπαζε, ένας νεαρός ετοιμόρροπος απ” την «ουσία» (sic) θρονιάστηκε στο παγκάκι μαζί με την αναλόγων προσόντων φίλη του. «Είναι τραβεστί» μουρμούρισε ο γεράκος. «Δεν είναι τραβεστί. Την έχω δει κι άλλη φορά, εδώ έρχεται και κατουρά πίσω απ” το άγαλμα… απέναντι σαν κανονική γυναίκα…» είπε ένας άλλος. Η συζήτηση δεν συνεχίστηκε. Σηκώθηκα να φύγω και πήγα να αγοράσω νερό. Και ΟΠΟΙΑ έκπληξη! Το σαντουιτσάδικο γωνία Κάνιγγος και Ακαδημίας πουλούσε το νεράκι ΜΟΝΟ τριάντα λεπτά!
Επιτέλους κάτι καλό… Επιτέλους…
ε, βρείτε μόνοι σας ποιός αριστερός διανοούμενος το έγραψε...
πρόβλημα της ανεργίας! Κι εγώ ο αφελής να απορώ σιωπηλά ΠΟΥ δουλεύουν όλοι αυτοί. ΠΩΣ ζουν, ΠΟΥ ζουν και πώς καταφέρουν να δείχνουν σχετικά καλά με τη βιασύνη παραμάσχαλα. Στα παγκάκια βέβαια παίζεται το δράμα. Λίγος Ευριπίδης, καθόλου Αριστοφάνης και λίγος Σοφοκλής και μια πρέζα Αισχύλος. Στο ένα παγκάκι οι «Βάκχες», ντίρλα στο μεθύσι, δυο κύριοι όλο κι όλο συζητούσαν μονολογώντας για μια «Βουργάρα που πηδιέται με πενήντα ευρώ αφορολόγητα». Στο άλλο παγκάκι οι «Τρωάδες» προς Ρωσίδες (το Σάββατο το ρωσοειδές στοιχείο εξαφανίζεται) συζητούσαν για τους άντρες που άφησαν πίσω να μπεκροπίνουν περιμένοντας χαρτζιλίκι από την ευημερούσα Ελλάντα. Στο παραδίπλα μια ηλικιωμένη νοικοκυρεμένη γυναίκα προσπαθούσε να μαζευτεί όσο γίνεται για να καθίσει μια χοντροκώλα Τσιγγανορουμάνα εγκυμονούσα με ένα δεκάχρονο φριχτό κοριτσάκι που κάθε δυο λεπτά έφτυνε προσπαθώντας να πετύχει με το σάλιο τα περιστέρια. Η γυφτορουμάνα προέτρεπε την ηλικιωμένη να πάει πιο πέρα -δηλαδή να σηκωθεί- για να καθίσει το παιδί-σίχαμα, το οποίο ΔΕΝ αρκούνταν στο φτύσιμο αλλά ελάμβανε στα ρουμάνικα (;) εντολές να κάνει τον γύρο της πλατείας για να ζητιανέψει. Η μάνα με προτεταμένη την κοιλάρα (είμαι βέβαιος πια πως το βρέφος που θα γεννήσει θα πουληθεί και μακάρι για να σωθεί) καμάρωνε τι άξιο παιδί-ζήτουλα έβγαλε. ΟΣΟΥΣ δεν έδιναν ελεημοσύνη στο κορίτσι τούς έβριζε «μαλάκα» και ουδείς αντιδρούσε για να μη χαλάσει η ειδυλλιακή εικόνα. Οταν πλησίασε σε μένα, και αφού η γύφτισσα με το χέρι το ξεμύξιασε, ας μην μπω σε λεπτομέρειες, το ρώτησα γιατί φτύνει κάθε δυο λεπτά και είπα κάτι εξυπνάδες του τύπου «Είναι ντροπή να ζητιανεύεις». Το κοριτσάκι και η ρουμανοκατσιβέλα με ξέχεσαν κανονικά: «Είσαι ένα μαλακία», «Ντικό σου είναι πλατεία…» κι άλλα τέτοια. Ενας γεροντάκος, από αυτούς που δεν είχαν πρόσβαση στον «Κοινωνικό Τουρισμό» ψιθύρισε φοβισμένα: «Σε λίγο θα μάς δείρουν…». Και σιώπησε.
Είχα μια τρελή επιθυμία να κάνω επιτόπου καισαρική τομή στη μαντάμ και να πνίξω το αθώο κοράσιον ώστε να πρωταγωνιστήσω στις ειδήσεις των…«Οκτώ». Δεν το έκανα γιατί δεν ήθελα να κλέψω τον ρόλο της «Μήδειας» απ” τον Κιμούλη, αλλά ήδη μια χοντρή είχε βγάλει το τσόκαρό της και διαμέλιζε παξιμάδια για να χορτάσουν τα περιστέρια με τη μόνιμη διαταραχή του πεπτικού τους. Μια γυναίκα που περίμενε υπομονετικά το λεωφορείο, αντί για χρήματα τόλμησε να δώσει στο απτόητο κοράσιο δυο-τρία χαρτομάντιλα για να σκουπίσει τη μύτη του. Μάνα ρουμανογύφτισσα και θυγατέρα έπαθαν αμόκ και τη σκυλόβρισαν. Μερικοί ενοχλήθηκαν. «Αντε πάνετε από ντω… Κακό παιντί…» όμως πλάκωσαν μαζί δυο-τρία λεωφορεία και τους απορρόφησαν. Η αυγουστιάτικη νύχτα του Σαββάτου κάλπαζε, ένας νεαρός ετοιμόρροπος απ” την «ουσία» (sic) θρονιάστηκε στο παγκάκι μαζί με την αναλόγων προσόντων φίλη του. «Είναι τραβεστί» μουρμούρισε ο γεράκος. «Δεν είναι τραβεστί. Την έχω δει κι άλλη φορά, εδώ έρχεται και κατουρά πίσω απ” το άγαλμα… απέναντι σαν κανονική γυναίκα…» είπε ένας άλλος. Η συζήτηση δεν συνεχίστηκε. Σηκώθηκα να φύγω και πήγα να αγοράσω νερό. Και ΟΠΟΙΑ έκπληξη! Το σαντουιτσάδικο γωνία Κάνιγγος και Ακαδημίας πουλούσε το νεράκι ΜΟΝΟ τριάντα λεπτά!
Επιτέλους κάτι καλό… Επιτέλους…
ε, βρείτε μόνοι σας ποιός αριστερός διανοούμενος το έγραψε...
Από TaXalia
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου